Scroll Top

Κριτικό σημείωμα για τα “Όνειρα Γλυκά” του Μάρκο Μπελόκιο – Του Σάββα Λαζαρίδη

Στις ταινίες υπάρχει μια τάση να ελκύεται ο θεατής από το πρωτότυπο, τις εξαιρετικές αλληγορίες και από μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη-πλοκή. Η επιθυμία για αυτό που προσπαθεί να αποδράσει από το τετριμμένο μιας καθημερινότητας που εξαντλεί τον άνθρωπο μέσα στις δυτικότροπες κοινωνίες και βρίσκει θέση και εκτός του κινηματογραφικού πλαισίου, διότι είναι αυτό που διεγείρει τις αισθήσεις και λειτουργεί υπό τη μορφή λακτίσματος παραβλέποντας το γεγονός πως όλη αυτή η ενέργεια που κατακλύζει το επίπεδο της επιθυμίας σβήνει σχεδόν αμέσως αφήνοντας τη θέση στο ανικανοποίητο, στο κυνήγι μιας απόλαυσης ικανής να πληρώνει το αέναο της προσδοκώμενης ευτυχίας.
Η προβληματική στην εν λόγω αντιμετώπιση περιστρέφεται γύρω από τη σχέση που διατηρείται με τον Άλλον. Ακροβατώντας στη περιφέρεια αυτής της σχέσης, ενώ παράλληλα σφίγγει ο κλοιός γύρω του, προβάλλονται εκείνες οι προσδοκίες που επιζητούν από αυτόν να δώσει απλόχερα τις απαντήσεις για οτιδήποτε ταλανίζει την ύπαρξη. Βρίσκεται εκεί μόνο για να δώσει απαντήσεις, για να εξηγήσει αυτό που δεν είναι ακατανόητο, αλλά μέσα από την άρνηση ή τις υπεκφυγές καθίσταται ως τέτοιο για το υποκείμενο καθαυτό. Ο Άλλος εξιδανικεύεται παίρνοντας μορφές μιας υποτιθέμενης αυθεντίας είτε με τη μορφή του δίπολου πατέρας/μητέρας, είτε με τη μορφή του καθηγητή/παπά, οι οποίες καθώς ξετυλίγονται υπό το πρίσμα μιας φαντασιακής ταυτότητας που προσδίδει το υποκείμενο σε αυτούς, αναδεικνύεται όλο και πιο καθαρά το υπαρξιακό δράμα. Μια κατάσταση, την οποία επιλέγει το υποκείμενο στη προσπάθεια του να αναβάλει την ανάληψη ευθύνης της ίδιας της ύπαρξης του, μέχρι το σημείο που αναγκαστικά θα βρεθεί απέναντι στο Πραγματικό.
Σε αυτή τη τομή, σε αυτό το κομβικό σημείο, είναι πιθανό να επιλέξει να πάει για ψάρεμα προτιμώντας την διατήρηση μιας ατέρμονης διαλεκτικής που δεν οδηγεί πουθενά ή να επιλέξει τη στροφή προς τον εαυτό του αναζητώντας τη νοηματοδότηση για το ίδιο το υποκείμενο αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την ευθύνη της ύπαρξης του.
Η συγκεκριμένη εργασία είναι αναμφίβολα επώδυνη, αλλά περιτυλιγμένη με το άρωμα του τετριμμένου, του χωρίς πρωτότυπες εξάρσεις ή εξαιρετικές αλληγορίες. Ο Άλλος παραμένει εδώ μαζί μας σε μια σχέση, αλλά δεν είναι πια ο άλλος που αποζητούμε να μάθουμε τα πάντα για αυτόν και να μας παρέχει αφειδώς όλες τις απαντήσεις που επιζητούμε. Είμαστε εμείς οι ίδιοι που θα δώσουμε τις απαντήσεις μας, θα κατανοήσουμε την μοναδικότητα μας ώστε να είμαστε ικανοί για το άνοιγμα προς τον Άλλον, ικανοί για τη διατήρηση αυτής της σχέσης και όχι για τη μετατροπή της σε δεσμό-εγκλωβισμό. Μόνο τότε θα ακουστεί μέσα στη μοναξιά της ζωής τόσο σπαρακτικό το “Μαμά, είσαι εδώ;”, αλλά παράλληλα ο χορός που θα ακολουθήσει θα είναι πηγαίος, βγαλμένος από τη μοναδικότητα του υποκειμένου, ενός Μάσιμο συμφιλιωμένου πια με τις μνήμες του, με το κληροδότημα που το κάνει δικό του, ικανός για το άνοιγμα καθότι βαπτισμένος πια στην ίδια τη ζωή.