Κι αν στη γένεσή του, το παραμύθι, αυτό το ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος με τη σύντομη ιστορία και το ηθικό δίδαγμα, αφορούσε τις αφηγήσεις των «πρωτόγονων» ενηλίκων γύρω από την φωτιά το σούρουπο, από τον 17ο αιώνα, με τις «Ιστορίες της μαμάς μου της χήνας» του Σαρλ Περώ, τα παραμύθια αλλάζουν κοινό. Ο μίτος του μύθου διαφοροποιείται και προσαρμόζεται για τα παιδικά αυτιά. Έκτοτε όλα τα παραμύθια, σύμφωνα με την σπουδαία έρευνα-μελέτη του Ρώσου γλωσσολόγου Vladimir Propp, έχουν την ίδια μορφή, τις ίδιες αρχές και λειτουργίες: ένας ήρωας παραβαίνει έναν κανόνα, απομακρύνεται από την οικογενειακή εστία και υποβάλλεται κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού, μιας περιπλάνησης ή μιας αποστολής σε δοκιμασίες από τις οποίες εξέρχεται ως ήρωας και η ηθική τάξη και ισορροπία επανέρχεται.
Όμως τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τα παραμύθια ως ένα από τα πρώτα απαραίτητα αναγνώσματα του ανθρώπου; Το ηθικό δίδαγμα, οπωσδήποτε. Αλλά πρωτίστως, ότι αποτελούν το ιδανικό μέσο για να πούμε σε ένα παιδί πράγματα που δεν θα λέγαμε διαφορετικά, με κίνδυνο να τραυματίσουμε την αθωότητα του. Ο καταλληλότερος τρόπος για να του ψιθυρίσουμε ότι ο κόσμος δεν είναι μόνο αγγελικά φτιαγμένος, ότι η κακία και η πονηριά ενυπάρχουν με το καλό και το απειλούν, να του υποδείξουμε τι είναι σωστό, επιθυμητό, τι έχει αξία. Να του υποδείξουμε μια συμπεριφορά και μια γνώση.
Στην εποχή μας όμως, τα παραμύθια έχουν αλλάξει μορφή και περιεχόμενο και η τεχνολογία της εκτύπωσης επιτρέπει την άμεση κυκλοφορία εκατοντάδων παραμυθιών ετησίως, με αμφίβολο περιεχόμενο. Την στιγμή που επιλέγουμε ένα παραμύθι, η ιστορία και το περιεχόμενό της μας είναι άγνωστα σαν όστρακο που κρύβει την ψίχα του. Μόνο το πέρας της ανάγνωσης θα επιτρέψει να πούμε αν πραγματικά μας «άρεσε», αν «συμφωνούμε», αν τελικά θέλαμε πράγματι να το διαβάσουμε στο παιδί μας. Πώς επιλέγουμε λοιπόν; Με το κριτήριο της εικόνας. Σε μια εποχή που η εικόνα κυριαρχεί, η εικονογράφηση ενός παραμυθιού αποτελεί αναμφίβολα το α και το ω στην επιλογή. Και θα έπρεπε ίσως να επαναπροσδιορίσουμε την αξία αυτής της τέχνης που ανθίζει σ’ένα συγκεκριμένο και οριοθετημένο έδαφος, υφίσταται τους περισσότερους κανόνες και νόμους, υπόκειται στην αυστηρότερη κριτική: τα μάτια των παιδιών.
Ξεφυλλίζοντας τα δεκάδες παραμύθια που επιμελήθηκε ο εικαστικός- εικονογράφος Βασίλης Γρίβας, δίχως τα αντίστοιχα κείμενα, διαπιστώνουμε ότι πράγματι η «ωραία εικόνα» έχει όχι μόνο τη δύναμη να έλκει αλλά εξίσου να «γράφει» την ιστορία ή τουλάχιστον μια ιστορία. Αφηγείται πολύ πριν το παραμύθι – κείμενο. Γεννά ερωτήματα, προβληματισμό. Μυεί στον χρόνο, στον τόπο της αφήγησης, παρουσιάζει τους ήρωες. Η εικονογράφηση του Γρίβα μοιάζει να συντελεί με επιτυχία σε αυτό που χαρακτηρίζουμε διεύρυνση της οπτικής αντίληψης, ενίσχυση της οπτικής εκμάθησης, καλλιέργεια της ερμηνευτικής/ερμηνείας της εικόνας.
Θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τις εικονογραφήσεις του Γρίβα σε δυο μεγάλες κατηγορίες: τις «πληθωρικές» εικόνες, τις «λιτές» εικόνες. Οι πρώτες είναι ζωγραφιές πλούσιες σε λεπτομέρειες που περιγράφουν τον διάκοσμο του χώρου, του περιβάλλοντος, τα ρούχα ή τα στολίδια που κοσμούν τον ήρωα. Είναι εικόνες που μεταφέρουν τα πολιτιστικά και πολιτισμικά στοιχεία της εποχής που περιγράφει, που βοηθούν να αντιληφθούμε οπτικά την εποχή που μας τοποθετεί. Δουλειά του εικονογράφου, μοιάζει να ψιθυρίζει ο Γρίβας μέσα από το έργο του, είναι να αποδώσει εικαστικά την ιστορική έρευνα που προηγείται της δημιουργίας, ώστε να επιτύχει την «μαγική μεταφορά» του αναγνώστη στον χωρόχρονο, ώστε να αποτυπώσει όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται το «ταξίδι» στη φαντασία.
Αντίθετα, οι «λιτές» εικόνες του Γρίβα, επικεντρώνονται στο συναίσθημα: η χαρά, ο τρόμος, η περιέργεια, η σαγήνη κ.ά. πρωταγωνιστούν. Εδώ, δεν υπάρχουν λεπτομέρειεςˑ μόνο επιφάνειες και μονόχρωμοι όγκοι. Περιγράμματα των ηρώων, αφαιρετικές αναπαραστάσεις στον διάκοσμο. Κι όμως, αυτές οι «λιτές» ζωγραφιές διέπονται από κίνηση, άλλοτε ανύψωση, άλλοτε βύθισμα, ανάλογα το συναίσθημα που αποτυπώνει. Οι ήρωες του Γρίβα μεταφέρουν το συναίσθημαˑ το βλέμμα αποκαλύπτει, η στάση του σώματος μαρτυράˑ κι ο δημιουργός τους μοιάζει να ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο να περιγράψει το συναίσθημα παρά το γεγονός που συνοδεύει.
Αναμφίβολα ο θεατής θα διακρίνει πίσω από το ταλέντο του εικαστικού Βασίλη Γρίβα τις αρετές του σκηνοθέτη και της θεατρικής οικονομίας. Όμως, η πραγματική μαγεία στην τέχνη του Γρίβα, είναι η εικαστική αποτύπωση του παραμυθιού μες το παραμύθι. Η δημιουργία του παραμυθιού της εικόνας. Ο Γρίβας πολλαπλασιάζει με αυτό-αναφορικότητα τα ερεθίσματα και τις ερμηνείες. Οι ζωγραφιές του μοιάζουν με θέατρο σκιώνˑ σκηνές από ένα «χάρτινο» κουκλοθέατρο, όπου οι ήρωες και τα αντικείμενα σκιάζουν πάντα ένα επίπεδο φόντο που βρίσκεται ακριβώς πίσω τους, σαν να είναι χάρτινες φιγούρες, τοποθετημένες η μία μπροστά από την άλλη. Η ερμηνεία του κόσμου, η ζωή, είναι παραμύθι, μοιάζει να μας λέει ο δημιουργός.
Το ίδιο και με την κατασκευή των ηρώων. Φτιαγμένοι από διαδοχικές στρώσεις διάφανων χρωμάτων, ο δημιουργός τους μοιάζει να θέλει να αναδείξει περισσότερο τον εσωτερικό κόσμο, τον ψυχισμό, το είναι πέρα από το φαίνεσθαι, την αθωότητα του παιδιού που κρύβουμε μέσα μας.
Κι ενώ οι γυναίκες στις εικονογραφήσεις του Γρίβα είναι ως επί το πλείστο όμορφες, καλοντυμένες, με πορσελάνινες επιδερμίδες και λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά, οι άντρες, κεντρικοί ήρωες ή κομπάρσοι, αποδίδονται σχεδόν πάντα με χαρακτηριστικές μεγάλες μύτες και πεταχτά αυτιά, δίχως όμως να έχουν όψη καρικατούρας, ισορροπώντας αρμονικά ανάμεσα στο χιούμορ και την σοβαρότητα. Ένα διάχυτο ανδρικό ιδεώδες μοιάζει να αναδύεται, που προβάλλει τον δραστήριο κοινωνικά άνδρα, εκείνον που ψάχνει, που ενημερώνεται διαρκώς, που ενδιαφέρεται για όσα συμβαίνουν γύρω του, που συμμετέχει ενεργά στον κόσμο που τον περιβάλλει. Μια ιδέα που σκιαγραφεί την αλληγορία της τέχνης του: στόχος της τέχνης, μοιάζει να ψιθυρίζει ο Γρίβας μέσα από τις αφηγήσεις των εικόνων του, είναι να αποζητά και να έλκει την προσοχή του θεατή, να προκαλεί και να διεγείρει, όπως ακριβώς στα παραμύθια, την περιέργεια, να άγει στο παράξενο, στο «μαγικό», στο διαφορετικό, ώστε να οδηγεί στην φιλομάθεια και στην γνώση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
http://www.grivas-illustrations.com/childrens-illustrations/
Charles Perrault, “Histoires de ma mere, l’oie”
Vladimir Propp, “Morphologie du conte”, Seuil, coll. « Points / Essais », 1970.
Umberto Ecco, Sémiotique et philosophie du langage, Paris, PUF, 1988 (Semiotica e filosofia del linguaggio, Milan, Einaudi, 1984).
Roland Barthes, Le Plaisir du texte, Éditions du Seuil, Paris, 1973
Roland Barthes, La Chambre claire : Note sur la photographie, Gallimard/Seuil/Cahiers du cinéma, Paris, 19805
Roland Barthes, Le Degré zéro de l’écriture, Éditions du Seuil, Paris, 1953
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Ο Άλλος εν διωγμώ. Η εικόνα του Εβραίου στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο, Πατάκης, 2020