Πρόκειται για μια σειρά σύντομων άρθρων που αφορούν την performance poetry / επιτελεστική ποίηση, ένα δια-πολύ-καλλιτεχνικό είδος ποίησης (inter-disciplinary poetry art), που προσβλέπει σε μια πολυεπίπεδη και πολυαισθητηριακή ποιητική εμπειρία. Ευχαριστώ θερμά τον ποιητή Αντώνη Σκιαθά και τον ποιητή / καθηγητή Τριαντάφυλλο Κωτόπουλο για την ευκαιρία που μου δίνουν να συστήσω στο αναγνωστικό κοινό του Culturebook το σχετικά καινούργιο αυτό ποιητικό είδος. Να σημειώσουμε ότι, ήδη από το καλοκαίρι 2020, η performance ποίηση έχει ενταχθεί, ως αντικείμενο σπουδών, στο Διιδρυματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
Η περιοδικότητα των δημοσιεύσεων είναι ανά δεκαπέντε ημέρες, με μια συνέχεια ως προς τα ζητήματα που θα διεξέρχονται κάθε φορά. Το κάθε κείμενο συνοδεύεται από ένα video με αναφορά στην εγχώρια ή τη διεθνή ποιητική «σκηνή».
«Η επιτελεστική ποίηση είναι ικανή να θέσει ουσιαστικά ερωτήματα για την πολιτιστική τύχη των κατοίκων του πλανήτη μας». Συνέντευξη του ποιητή-επιτελεστή Δημοσθένη Αγραφιώτη (ΔΑ.ΔΑ.)[1] στη Γεωργία Βεληβασάκη.
Ο Δημοσθένης Αγραφιώτης είναι από τους πρωτοπόρους σύγχρονους Έλληνες ποιητές διαμέσων, ο οποίος τελεί σε ενεργή σύνδεση με τα ποιητικά τεκταινόμενα στην Ευρώπη, την Αμερική και την Ασία, με ζωντανές ποιητικές δράσεις αλλά και θεωρητικές τοποθετήσεις σχετικά με το φαινόμενο της επιτελεστικής ποίησης. Από το 1980 υπήρξε εκδότης του φυλλαδίου τέχνης και φιλίας –και αργότερα (1990-1994) λογοτεχνικού περιοδικού– Κλίναμεν, αλλά και πλήθους βιβλίων-καλλιτεχνημάτων (artist’s books). Ο Γάλλος φιλόσοφος Mikel Dufrenne (1987) στο έργο του L‘ oeil et l‘ οreille (Το μάτι και το αυτί) αναφέρεται εμφατικά στην επιτελεστικότητα της ποιητικής του και στον τρόπο που διαχειρίζεται το χώρο εν-πραγμάτωσης του ποιητικού του λόγου είτε πρόκειται για τη σελίδα είτε «πέρα από τη σελίδα».
Τον συνάντησα ένα ανοιξιάτικο απόγευμα στο σπίτι του στην Αθήνα και είχαμε αυτή την ωραία κουβέντα περί επιτελεστικής ποίησης και ποιητικής…
Ερώτ.: Παρόλο που στην Ευρώπη και την Αμερική μετρά δεκαετίες, μόλις τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να απασχολεί και να ενεργοποιεί τους Έλληνες ποιητές, προκαλώντας πολλά ερωτήματα σχετικά με το πλαίσιο εκδίπλωσής της. Τι είναι για σας, κ. Αγραφιώτη, η «επιτελεστική ποίηση»;
Απ. Προτείνω έναν πολύ συγκεκριμένο «ορισμό» – στη Γαλλία θεωρείται ένας από τους καλύτερους που έχουν δοθεί. Για να υπάρξει «επιτέλεση» πρέπει, πρώτον, να υπάρξει η πρωτοβουλία, την οποία αναλαμβάνει ο επιτελεστής που εν προκειμένω είναι ο ίδιος ο ποιητής. Επειδή είναι «ποιητής», οπωσδήποτε συμπεριλαμβάνει το στοιχείο του λόγου. Βρίσκεται δε σε επαφή με ένα κοινό μέσα σε μια ορισμένη συνθήκη, τόπο και χρόνο. Δεν προκύπτει πάντα ή παντού το ίδιο έργο-γεγονός. Και δεύτερον, είναι απαραίτητο να υπάρξει μια ανταλλαγή ενέργειας, ιδεών, συναισθημάτων και ενεργημάτων με το κοινό – και αυτό είναι κάτι ιδιαίτερα σημαντικό. Δεν αναπαριστάνεται εδώ ένα έργο. Η ουσία της επιτέλεσης είναι η ανταλλαγή με το κοινό σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Έτσι ανελίσσεται αυτή η διαδικασία. Είναι μια αμφίδρομη σχέση, η οποία ολοκληρώνεται περνώντας συνέχεια μέσα από την παρουσία και το σώμα του ποιητή.
Ερώτ: Είπατε «δεν αναπαριστάνεται». Πολλοί, ξέρετε, συγχέουν την performance με τη θεατρική πράξη…
Απ.: Το να γίνεις ηθοποιός απαιτεί μια άλλη διαδικασία. Ποιο είναι το πρόβλημα του ηθοποιού: Ο ηθοποιός μαθαίνει να σου λέει «καλημέρα» με εκατό τρόπους. Αλλά τι γίνεται; Ο ηθοποιός έχει ανάγκη από έναν σκηνοθέτη. Στην performance δεν είναι έτσι. Δοκιμάζεις μόνος σου, μέσα από τη λέξη «καλημέρα», λόγου χάριν, που είναι μια απλή λέξη, να δεις πώς ο άλλος θα πάρει αυτή τη λέξη και πώς θα σου τη γυρίσει πίσω. Το θέατρο είναι ένα φορμάτ άλλου τύπου.
Ερώτ.: Η επιτέλεση ως καλλιτεχνική πρακτική φαίνεται να προϋποθέτει κάποιο σχεδιασμό μια και αφορά σε μια διαδικασία που στοχεύει στην τελεσφόρησή της. Ισχύει το ίδιο κι εδώ;
Απ. Ενδείκνυται να υπάρχει ένα προσχέδιο από πριν. Σημασία έχει ο τρόπος που εντέλει θα γίνει κάτι, το οποίο μπορεί να ολοκληρωθεί σε 3 λεπτά ή και σε 3 ώρες, για παράδειγμα. Ήσουν εκείνο το βράδυ στην performance ποίηση που κάναμε με τον Julien Blaine[2]. Είδες, ό,τι έκανα το έκανα σύντομα. Τη στιγμή που έχω τα «κόκκαλα»[3] στο στόμα και προσπαθώ να πω ότι «η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει», μια λαϊκή έκφραση με τρομερό ενδιαφέρον – ας το πούμε αυτό: ανάλογα πάντα με το κοινό. Η ίδια επιτέλεση ήταν πολύ διαφορετική στο Μουσείο Γουναρόπουλου. Αν απευθύνεσαι σε Έλληνες ή Γάλλους έχει διαφορά. Οι Έλληνες καταλαβαίνουν και μένουν στη γλώσσα αλλά οι Γάλλοι –που δεν καταλαβαίνουν– μένουν στο εικονιστικό. Με αυτή την έννοια, ανάλογα με το κοινό, το διαθέσιμο χρόνο κ.λπ., θα μπορούσα να το δουλέψω περαιτέρω για να δείξω αυτή τη δυσκολία, που είναι η ίδια η άρθρωση και το πώς μετατρέπεται σε λόγο. Γιατί αυτό; Επειδή τα σχήματα λόγου και τη γλώσσα τα προσφέρει η κοινωνία. Δεν φτιάχνει τη γλώσσα ο ποιητής. Λοιπόν, αυτό το στοιχείο είναι που ενδιαφέρει την επιτέλεση: η ανταλλαγή με το κοινό. Και αυτή είναι η διαφορά με μια θεατρική παράσταση.
Ερώτ.: Όταν γράφετε ποίηση, εννοώ το ποίημα το ίδιο, πώς αυτό μετά γίνεται «επιτελεστικό»; Υπάρχει από πριν η σκέψη ότι θα επιτελεστεί;
Απ.: Με την αυστηρή έννοια της επιτέλεσης, να ένας σύντομος ορισμός: πρωτοβουλία, σώμα, παρουσία, κοινό, ανταλλαγή. Απλοποιώ, αναμφίβολα. Ωστόσο αν δεν υπάρχει, άμεσα και υλικά, αυτή η συνθήκη, όταν γράφω ένα ποίημα αιωρείται ένα πολύ μεγάλο ερώτημα. Πού θα υπάρξει αυτό το ποίημα; Θα είναι σε μια σελίδα; Θα είναι στο ίντερνετ; Θα φτιάξω μια ταμπέλα και θα την κρεμάσω; Θα φτιάξω τη λέξη και θα τη ρίξω στη θάλασσα; Μεγάλη σημασία έχει αυτό. Στην περίπτωση του γραπτού ποιήματος δεν λες a priori ότι οπωσδήποτε θα το κάνω βιβλίο. Εάν όμως θέλεις, για παράδειγμα, να κάνεις ποίηση που θα ενέχει «επιτελεστικότητα» και να την αποτυπώσεις σε βιβλίο, εκεί πρέπει να σκεφτείς και να βάλεις το ερώτημα διαφορετικά: ποιος είναι ο τρόπος που θα καταστήσει επιτελεστική την ποιητική μου; Τι είναι αυτή η σελίδα; Τι είναι αυτό το άσπρο χαρτί; Τι είναι αυτός ο τυπογραφικός χαρακτήρας; Τι είναι αυτό το γράμμα, πού ή πώς ή γιατί κολλάει εκεί; Βάζω, δηλαδή, ένα ερώτημα στην ίδια τη διαδικασία παραγωγής του ποιητικού έργου. Και ξαφνικά μια σελίδα την αφήνεις άσπρη ή βάζεις ένα γράμμα πολύ μικρό ή πολύ μεγάλο, οπότε δημιουργείς μια ποιητική επάνω στην ίδια τη διεργασία του να γράψεις και να σου τυπώσουν ένα απλό ποιητικό βιβλίο. Κι εδώ μιλάμε για την εικονοσχηματική ή οπτική ποίηση, η οποία έχει αναμφίβολα πολλά στοιχεία επιτελεστικά.
Ερώτ.: Την ώρα εκείνη, δηλαδή, που ο ποιητής αποφασίζει να διαμορφώσει ένα ποίημα με επιτελεστικό τρόπο, δεν έχει τόσο κατά νου έναν αναγνώστη που να ενδιαφέρεται μόνο για τα νοήματα.
Απ.: Αναζητάει μια ποιητική που, κατά κάποιο τρόπο, δεν βάζει σε πρωτεύουσα θέση το νόημα.
Ερώτ.: Συμπεριλαμβάνει όμως άλλες αισθήσεις…
Απ.: Το θέμα της όρασης, το θέμα της αφής… Ένας τρόπος είναι να εντάξεις και τις άλλες αισθήσεις στο ποιητικό σου έργο. Θέτεις ξανά ένα ερώτημα: τι είναι αυτό που μεταμορφώνεται-πλάθεται-αναδύεται; Είναι το αντίστοιχο ερώτημα που τίθεται όταν είμαστε σώμα με σώμα στη ζωντανή επιτέλεση: σου λέω μια λέξη και περιμένω πώς θα μου τη γυρίσεις πίσω.
Ερώτ.: Βέβαια στην εικονοσχηματική ποίηση δεν υπάρχει αυτή η διάσταση της ζωντανής αλληλεπίδρασης.
Απ.: Εκεί το φορμάτ σού επιτρέπει να έχεις μια επιτελεστικότητα άλλου τύπου. Πρόκειται για μια συνθήκη όπου δεν είμαστε σώμα-σώμα και δεν μπορούμε να ανταλλάξουμε βλέμμα και δεν μπορούμε να ανταλλάξουμε μυρωδιές ή χειρονομίες και δεν μπορώ να σου δώσω ένα αντικείμενο και να μου το δώσεις πάλι πίσω κ.λπ. Θέλω να πω, ότι ανάλογα με την επιθυμητή επιτελεστικότητα πρέπει να σκεφτεί ο ποιητής τι και πώς θα λειτουργήσει.
Ας έρθουμε στη δική σου περίπτωση[4]: εσύ έχεις, μεταξύ άλλων προσόντων και δεξιοτήτων, μια εξαιρετική φωνή κι έτσι μπορείς μόνο με τη φωνή σου να δημιουργήσεις μια ποιητική επιτέλεση, κάτι που δεν μπορώ να το κάνω εγώ γιατί δεν διαθέτω τέτοιες δεξιότητες. Εσύ έχεις ένα άλλο εργαλείο, άλλη φαρέτρα, μπορεί να είσαι μελωδική και να μην είσαι, να είσαι κοφτή μέσα στη μελωδία σου ή να έχεις στοιχεία χάσματος. Εγώ αν κάνω κάτι με τον ήχο θα είναι άναρθρες κραυγές που προσπαθώ να τις κάνω λόγο, μέχρι εκεί θα μπορέσω να πάω. Εσύ πρέπει τη δική σου επιτελεστικότητα να τη στηρίξεις πάνω στις δικές σου δεξιότητες. Αυτή τη στιγμή δεν κάνω αξιολογική κρίση ανάμεσα στη δική σου και τη δική μου επιτελεστικότητα. Τονίζω απλά και μόνο τη διαφορά των εκφραστικών μεταβλητών.
Ερώτ.: Κι αυτό είναι που διαφοροποιεί τελικά κάθε επιτελεστή-ποιητή. Ο καθένας βασίζεται σε αυτά που μπορεί να κάνει με το σώμα και τη φωνή του, τη «φαρέτρα» του, που λέτε κι εσείς.
Απ.: Βέβαια. Δημιουργείς τη δική σου πρόταση. Εγώ με τις άναρθρες κραυγές και τα εικονιστικά στοιχεία. Εσύ με τη φωνή σου δεν έχεις ανάγκη να κάνεις άλλα πράγματα, να έχεις αντικείμενα κ.λπ., γιατί μπορείς μέσα από μια επεξεργασία της μουσικής σου και των ήχων και των θορύβων και των άναρθρων κραυγών να φτιάξεις ένα μείγμα και να δοκιμάσεις και να δοκιμαστείς σε αυτή την αλληλόδραση που έχεις με τον κόσμο και να ανακαλύψεις ότι ξαφνικά μπορείς να επηρεάσεις το κοινό και να πάρεις κάτι από αυτό. Αυτή είναι η δική σου επιτελεστική ιδιοτυπία, την οποία περιμένω και με ενδιαφέρει πολύ να ακούσω και να απολαύσω.
Ερώτ.: Σας ευχαριστώ και είθε. Θα μου πείτε και δυο λόγια για τη σχέση σας με τον Mikel Dufrenne και τον Jean-François Lyotard;
Απ.: Ο Mikel Dufrenne ήταν ένας Γάλλος φιλόσοφος. Είχε την ατυχία να είναι ανάμεσα σε αυτούς που συνέλαβαν οι Γερμανοί όταν μπήκαν στη Γαλλία και τους έστειλαν στα εργοστάσια και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τον πήγανε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Εκεί ο διευθυντής του στρατοπέδου, δηλαδή, ο αρχιβασανιστής, ήταν ένας τρομερός γνώστης της γερμανικής φιλοσοφίας και είχε μια καταπληκτική φιλοσοφική βιβλιοθήκη μέσα στο στρατόπεδο. Ο Dufrenne, λοιπόν, μαζί με έναν άλλον φιλόσοφο, τον Paul Ricœur, είχαν την «τρελή» ιδέα να προτείνουν στον διευθυντή να οργανώσουν ένα σεμινάριο φιλοσοφίας. Αυτός ενθουσιάστηκε και πράγματι οργάνωσαν ένα εξαιρετικό σεμινάριο φιλοσοφίας. Ο Dufrenne, καθώς ήξερε γερμανικά, ανέλαβε να μεταφράσει στα γαλλικά διάφορους Γερμανούς φιλοσόφους, όπως ο Καντ. Αυτό το σεμινάριο είχε ως σκοπό να εμβαθύνουν στη γερμανική φιλοσοφία μαζί με τον διευθυντή, που από τη μια γινόταν βαθυστόχαστος φιλόσοφος και από την άλλη έβγαινε έξω και ήταν βασανιστής… Αυτό κι αν είναι αντίφαση! Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, γύρισαν στο Παρίσι με όλες τις μεταφράσεις τους. Και τι μεταφράσεις! Ο Dufrenne, δημοσιεύοντας αυτό το υλικό, έγινε αμέσως καθηγητής. Το ίδιο και ο Paul Ricœur.
Το ενδιαφέρον του Dufrenne ήταν η Φαινομενολογία και η Αισθητική. Είχε μελετήσει τον Husserl, ήξερε πολύ καλά τον Merleau-Ponty και η διατριβή του ήταν πάνω στη «Φαινομενολογία της Αισθητικής Εμπειρίας»[5]. Ήταν καταπληκτικός άνθρωπος. Τον γνώρισα εδώ στην Ελλάδα σε ένα συνέδριο που κάναμε για την «Ουτοπία» και γίναμε αμέσως φίλοι. Διαφορά ηλικίας μεν αλλά γλυκύτατος. Μου λέει εξαρχής «πρέπει να ξέρεις ότι έχω τρία πάθη: μου αρέσουν τα γρήγορα αυτοκίνητα –έχω στη Γαλλία μια σιτροέν και την παίρνω και τρέχω στους δρόμους σαν τρελός–, καπνίζω δύο πακέτα γκουλουάζ την ημέρα και είμαι δίγαμος, έχω μία γυναίκα στη Γαλλία και μία στον Καναδά, είμαι έξι μήνες εδώ κι έξι εκεί και διδάσκω». Το γνώριζαν φυσικά οι γυναίκες του. Δίνω αυτή τη εικόνα, ότι ήταν ένας άνθρωπος δραστήριος, έξυπνος κ.λπ. Αυτός έβγαλε όλους τους νεώτερους φιλοσόφους στη Γαλλία, τους είχε μαθητές, μεταξύ των οποίων και o Lyotard και ο Deleuze. Ο Dufrenne ήταν ένας άνθρωπος ευδιάθετος αλλά σεμνός και δεν ενδιαφερόταν πολύ για τη δημόσια εικόνα του ή να διαφημίσει τον εαυτό του. Ήταν λίγο «Αγγλοσάξονας» στον τομέα αυτό. Είχε πάει στον Καναδά ως επισκέπτης-καθηγητής. Είχε επικεντρωθεί στα θέματα των ερευνών του και ενδιαφερόταν κυρίως να ολοκληρώσει τα βιβλία του. Έτσι, δεν έγινε τόσο γνωστός όσο άλλοι.
Έχει γράψει, λοιπόν, ένα βιβλίο, όπου έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος ενός κεφαλαίου του σ’ εμένα[6]. Όταν ταξίδευα στο Παρίσι, πήγαινα και τον έβλεπα. Είχαμε μια ισχυρή φιλία. Δυστυχώς γι’ αυτόν, επειδή κάπνιζε σαν φουγάρο, τα πνευμόνια του είχαν αλλοιωθεί πάρα πολύ και ήταν συνέχεια με το οξυγόνο τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Αλλά, παρά τις δυσκολίες, ήταν χαρά θεού και μου έλεγε αυτές τις ιστορίες με τους Γερμανούς… Είχε μια υψηλή ποιότητα στη σκέψη του και είχε περάσει αυτές τις τρομερές εμπειρίες, να σε παίρνουν από το Παρίσι για το στρατόπεδο συγκέντρωσης, να αναρωτιέσαι αν αύριο σε κρεμάσουν και τελικά να καταλήγεις σε μια βιβλιοθήκη και να κάνεις ένα τεράστιο ακαδημαϊκό έργο! Αυτή είναι κάπως η σχέση μου με τον Mikel Dufrenne. Χρησιμοποιώ κείμενά του ως βασικές βιβλιογραφικές μου αναφορές. Όταν γίνεται κάποιο αφιέρωμα με καλούν, γράφω ένα κείμενο, όπου εξηγώ τον θαυμασμό μου γι’ αυτό τον άνθρωπο…
Μετά τον θάνατό του, από τους μαθητές του επέλεξα τον Jean-François Lyotard κάπως σαν συνοδοιπόρο (βλέπε και το βιβλίο μου Πολιτιστική Ποιητική[7]). Γιατί θεωρώ τον Lyotard «συνοδοιπόρο»; Γιατί σου επιτρέπει αυτό ακριβώς: να είσαι συνοδοιπόρος. Γιατί δεν προσπαθεί να κάνει μια θεωρία που να σε ποδηγετεί κι επίσης, έχει μια μεγάλη ευαισθησία για τα έργα τέχνης. Κι αυτό είναι κάτι που μου ταιριάζει. Μη ξεχνάς, δεν είμαι φιλόσοφος. Είμαι ποιητής.
Ερώτ.: Ποια ιδέα του Lyotard μπορεί κανείς να ανιχνεύσει στο δικό σας έργο;
Απ.: Το βιβλίο του που με επηρέασε πολύ είναι το Discours, Figure[8] ή Λόγος και Είκασμα, όπως είναι ο τίτλος στα ελληνικά. Και είναι όλη η θεωρία του σχετικά με το πώς ο λόγος γίνεται εικόνα και πώς η εικόνα ενέχει λόγο. Αυτό το βιβλίο επανέρχεται μέσα στα κείμενά μου κάθε φορά που τίθεται το ερώτημα, προκειμένου να εξηγήσω λίγο την εικονοσχηματική ποίηση μέσα από το βλέμμα του Lyotard. Έχει ασχοληθεί με το τι σημαίνει εικόνα και τι σημαίνει αφήγηση. Πώς, δηλαδή, η εικόνα αφηγείται, χωρίς να είναι κάτι γραμμένο – αντίστροφα, κι αυτό με ενδιαφέρει πάρα πολύ, από τον τρόπο που θα τοποθετήσεις τις λέξεις, τα γράμματα κ.λπ., μπορείς να φτιάξεις ένα δεύτερο και τρίτο νόημα, σχεδόν όπως με την κινέζικη γραφή, ή σαν μια μαγική εικόνα. Τα γράμματα σου βγάζουν μια πολλαπλότητα νοημάτων θέτοντας ξανά το θέμα: τι είναι η γραφή και ποια η πλαστικότητα του ίδιου του γράμματος; Διαφορετικά, με την κλασική ανάγνωση, αντιλαμβάνεσαι κυρίως το νόημα των λέξεων, όπως «άλογο», «σπίτι» κ.λπ., χωρίς να σε ενδιαφέρει η γραφή αυτή κάθε αυτή ή ως σύστημα.
Ερώτ.: Αυτό είναι επιτελεστικό. Το ότι σε κάνει να δεις, όχι μόνο το νόημα αλλά…
Απ.: Και τον φορέα του νοήματος. Και το υλικό που σε οδηγεί στο νόημα. Προσπαθεί να δώσει και στο μάτι την ευκαιρία να παίξει με τα σχήματα και να έχει και μια απόλαυση από αυτό. Μπαίνει, δηλαδή, και το στοιχείο της απόλαυσης και της διανοητικής περιπέτειας. Ενυπάρχει έντονα το παιχνίδι της επιθυμίας και του πόθου. Σε βάζει σε μια ιδιαίτερη ένταση. Αυτές είναι μερικές σκέψεις για το έργο του Lyotard ή τουλάχιστον όπως εγώ το έχω καταλάβει.
Ερώτ.: Απόλαυση με την αριστοτελική έννοια; Ο Αριστοτέλης μιλάει για την απόλαυση που αντλεί κανείς από τη δημιουργική πράξη.
Απ.: Ο Αριστοτέλης θέτει το θέμα της κάθαρσης, της μέθεξης, αλλά και της απόλαυσης. Πρέπει να υπάρχει το στοιχείο της ηδονής, της χαράς, ο ενθουσιασμός, το θαυμαστό, όλα αυτά θα πρέπει να λειτουργήσουν. Ως αναγνώστης τώρα, ένα κλασικό ποίημα θα το διαβάσεις, χρειάζεσαι χρόνο να το απορροφήσεις, να το ξαναδείς, είναι ένα άλλο είδος γραφής και ανάγνωσης και θέλει τα δικά του εργαλεία για την πρόσβασή του. Το εικονοσχηματικό ποίημα πρέπει να σου κλείνει και λίγο το μάτι ως όλον, ως ολική εικόνα. Σαν να σου λέει: είδες αυτό, είδες το άλλο, αλλά υπάρχει και τούτο και αν προσπαθήσεις θα δεις και κάτι ακόμη, σε βάζει σε μια «ίντριγκα». Αυτό το στοιχείο μπορείς να το χρεώσεις ως επιτελεστικό. Το γεγονός, δηλαδή, ότι βάζει τον αναγνώστη σε αυτή τη διαδικασία. Δεν είσαι ένας απλός αναγνώστης˙ καθώς σου προτείνω αυτό το ποίημα, σε καλώ να γίνεις κι εσύ «συνποιητής», όπως συμβαίνει και στη ζωντανή επιτέλεση. Δεν είναι όλα τα εικονοσχηματικά ποιήματα ενδιαφέροντα. Το ίδιο φυσικά ισχύει για την επιτελεστική ποίηση, όπως και για τη γραμμική-κλασική ποίηση.
Ερώτ.: Ένα ερώτημα που θεωρώ κρίσιμο. Με ποια κριτήρια θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε την επιτελεστική ποίηση; Εμφανίζονται πολλοί που κάνουν κάτι και το ονομάζουν «performance». Με τι όρους; Πέραν τούτου, δεν είναι κάθε επιτέλεση απαραίτητα και εύστοχη…
Απ. Αυτό είναι ένα ερώτημα πολύ δραματικό. Κατά καιρούς με καλούν να πάω να δω διάφορες δράσεις – και πράγματι πηγαίνω όταν έχω χρόνο. Μετά με ρωτούν «πώς το βρίσκεις;». Εκεί υπάρχει πρόβλημα. Γιατί οι άνθρωποι που εμπλέκονται έχουν και μια αγωνία και ποιος ξέρει τι δυσκολίες έχουν αντιμετωπίσει στην πραγμάτωση των συγκεκριμένων δράσεων. Κάποιος δεν βγάζει χρήματα από αυτές, αν και μπορεί να έχει κάνει μια τρομερή επένδυση σε χρήμα, χρόνο και ενέργεια. Είναι κι ένα στοιχείο υπαρξιακό, γιατί προσπαθεί να σου δείξει ότι «έκανα την επιτέλεση, άρα είμαι κι εγώ επιτελεστής». Αν του πεις ότι όλα αυτά είναι μια παρεξήγηση, καλώς ή κακώς, ο άλλος μπορεί να θεωρήσει ότι του επιτίθεσαι ή ότι δεν έχεις διάθεση να τον βοηθήσεις…
Ερώτ.: Ωστόσο ποια θα αναγνωρίζατε εσείς ως βασικά αισθητικά κριτήρια;
Απ. Υπάρχουν κάποια κριτήρια, όπως για κάποιον που γράφει για τα συναισθήματά του κ.λπ. και θεωρεί τον εαυτό του «ποιητή», ενώ είναι στιχοπλόκος ή στιχοκλόπος. Αν του το πεις μπορεί και να «πεθάνει». Αυτό που γράφεις ως ποίηση θα πρέπει να έχει την ικανότητα να θέτει μερικά ουσιαστικά ερωτήματα επάνω στην ανθρώπινη υπόσταση. Δεν σου λέω ότι πρέπει να μιλήσεις για τον θάνατο αλλά… κατά πόσο έχεις την ικανότητα να θέσεις ερωτήματα; Κατά πόσο έχεις την ικανότητα αυτά που έχεις διαλέξει ως εκφραστικά μέσα να μπορείς να τα ελέγχεις και να ξέρεις γιατί τα χρησιμοποιείς και όχι να είναι απλώς μια έμπνευση της στιγμής;
Ερώτ.: Ο Αριστοτέλης λέει, ότι τα αυτοσχεδιάσματα είναι ένας καλός τρόπος για να δημιουργήσεις κάτι. Δεν είναι τα ίδια το δημιούργημα αλλά ένας δρόμος…
Απ.: Θέλει μεγάλη προσοχή. Γιατί ο καθένας μπορεί να ισχυρίζεται ότι πειραματίζεται, ότι αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο, ότι εκφράζεται… Στη σύγχρονη τέχνη αυτοί οι κώδικες που αφορούν την καλλιτεχνική πράξη γίνονται το αντικείμενο της ίδιας της τέχνης. Ποιος είναι ο ορισμός της νεωτερικής τέχνης; Είναι η τέχνη που δεν λέει τι είναι το ωραίο αλλά τι είναι η τέχνη. Βάζει ένα ερώτημα για την ίδια της την ύπαρξη. Αυτό είναι ένα πολύ σκληρό κριτήριο. Γι’ αυτό λέμε ότι για να γίνει μια καλή επιτέλεση πρέπει να έχει αυτά τα στοιχεία: Να έχεις την ικανότητα να βάζεις το ερώτημα, να ελέγχεις τα εργαλεία που χρησιμοποιείς, να επιχειρείς εξακρίβωση, διακρίβωση σχετικά με το γιατί και πώς κάνεις μια επιτέλεση. Επειδή είναι της μόδας; Και βέβαια, όχι. Από εκεί και πέρα, υπάρχει το βασικό ερώτημα: γιατί σήμερα υπάρχει η επιτέλεση; Έχω μια διαφορετική άποψη από αυτήν που προτείνουν, για παράδειγμα, οι Αμερικανοί. Οι Αμερικανοί, ως γνωστόν, θεωρούν ότι η επιτέλεση είναι ένα αμερικάνικο κατασκεύασμα, ότι έρχεται μετά το ’50 και ότι είναι μόνο δικό τους επίτευγμα…
Ερώτ.: Με τη γενιά των Beat…
Απ.: Όταν τους μιλώ για την επιτέλεση, αρχίζω με τον Εμπεδοκλή. Αυτοί λένε: ποιος είναι αυτός ο Εμπεδοκλής;
Ερώτ.: Βέβαια, σε κάθε χώρα υπήρξαν και υπάρχουν καταγωγικοί ποιητές-επιτελεστές…
Απ.: Ναι. Ωστόσο, ως Έλληνας, καταλαβαίνω την επιτέλεση μέσα από τον Εμπεδοκλή. Αυτοί λένε: μα τι είναι αυτά που λες κ. Αγραφιώτη, εδώ έχουμε ψυχαναλυτές, γλωσσολόγους, ανθρωπολόγους κι εσύ μας λες για τον Εμπεδοκλή; Κι εγώ απαντώ: τι να σας κάνω; Καταλαβαίνω έτσι την επιτέλεση γιατί έχω πάρει τις λέξεις από τον Όμηρο. Η προσέγγισή μου, δηλαδή, είναι μέσω του Ομήρου και του Εμπεδοκλή. Αυτά που λέτε εσείς για την ψυχανάλυση κ.λπ. είναι καλά, αλλά δεν μπορώ να μείνω μόνο σε αυτά και αντιπροτείνω, ίσως ως «συμπλήρωμα», μια άλλη εκδοχή.
Ερώτ.: Γιατί, λοιπόν, τώρα η επιτέλεση, γιατί ειδικά σήμερα;
Απ.: Η εξήγηση που δίνω είναι ότι οι δικές μας κοινωνίες είναι φτωχές σε επίπεδο συμβολικό. Είναι κοινωνίες που δουλεύουν με την οικονομία, με το ρασιοναλισμό, με τη δύναμη, με την πλεονεξία, με την απληστία, αυτές είναι οι κοινωνίες μας.
Ερώτ.: Ο Claude Lévi-Strauss είχε μια τέτοια άποψη. Ότι, δηλαδή, απολείπει ο «μύθος» από τις σύγχρονες κοινωνίες.
Απ.: Σε αυτές, λοιπόν, τις κοινωνίες γίνεται μια –και την ονομάζω «απελπισμένη»– προσπάθεια επαναεισαγωγής του συμβολικού στοιχείου. Η performance είναι το σύμπτωμα αυτού του γεγονότος. Όταν το λέω αυτό, δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτό. Ιδιαίτερα οι γυναίκες-επιτελεστές αντιδρούν, λέγοντας ότι είναι «παλαιάς σχολής» και «απαράδεκτο». Ξαναγυρνούν στο ζήτημα του σώματος. Και λένε: το σώμα! Αρχή και τέλος. Συμφωνώ για το σώμα. Αλλά τους λέω –κι εκεί παθαίνουν το μεγάλο σοκ– επειδή εσείς είστε χριστιανοί, έχετε μετατρέψει το σώμα σε ένα άλλο είδος «ψυχής». Εξηγείτε τα πάντα μέσω του σώματος. Έχετε ξαναγυρίσει σε ένα είδος προσέγγισης που έχει μια αιτία και μια αναφορά και που δεν είναι παρά ένας άλλος θεός με σωματική μορφή, όπως ήταν η ψυχή σε προηγούμενες εποχές.
Μια φορά, στην Besancon (FR), σχεδόν ήρθαμε στα χέρια με τις σπουδάστριες που ήταν εκεί. Ήταν φεμινίστριες-χορεύτριες. Ήταν δε μια πόρνη, σεξουαλική εργάτρια, φοβερή γυναίκα, και σπούδαζε performance. Ένα είδος «σύγχρονης Εταίρας» μετρομερή ψυχική και σωματική δύναμη. Όταν το άκουσε αυτό αντέδρασε, γιατί αυτή εργαζόταν με το σώμα της για την επιβίωση της και για την τέχνη της. Να της πεις ότι αυτό που κάνεις είναι μια άλλη μορφή «χριστιανικής θρησκείας»; Σου λέει, «εμένα με έχουν κάψει, με έχουν καρφώσει…». Η performance που έκανε ήταν ακριβώς αυτό: να εμφανίζεται γυμνή, να δείχνει το σώμα της, τις ουλές της και σιγά-σιγά να ντύνεται.
Πριν τελειώσουμε, να μην ξεχάσω να σου δώσω μια διατριβή πάνω σε ένα είδος ποίησης που γράφεται με objets trouvés (found objects). Είναι αφιερωμένη σε ποιήματα που φτιάχνονται κατά επιτελεστικό τρόπο, με χαρτάκια, πράγματα και ευτελή υλικά. Ποιήματα που δεν τα γράφεις αλλά τα παράγεις ως ένα είδος collages/συνεικόνες.
Ερώτ.: Έτσι που το λέτε μου θυμίζει την ποίηση του Tristan Tzara και των Ντανταϊστών…
Απ.: Ακριβώς.
Ερώτ.: Πώς βλέπετε, κ. Αγραφιώτη, την επιτελεστική ποίηση στην Ελλάδα του σήμερα; Πιστεύετε ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια ποικιλία εγχώριων επιτελεστικών ποιητικών ειδών, όπως συμβαίνει ήδη στην Αμερική, στην Αγγλία και αλλού;
Απ.: Διαπιστώνω με ιδιαίτερη ευχαρίστηση ότι πολλαπλασιάζονται οι πρωτοβουλίες για την εξερεύνηση της επικράτειας της επιτελεστικής ποίησης, δηλαδή, της σύμπλεξης της ποιητικής δράσης με άλλες καλλιτεχνικές πρακτικές, και για την ιχνηλάτηση ζητημάτων που συνδέονται, όχι μόνο με τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας αλλά και με διερωτήσεις οικουμενικής εμβέλειας. Όσο περισσότερες και όσο πιο ευφάνταστες/παράτολμες ενέργειες αναλαμβάνονται από την πλευρά των ποιητών-επιτελεστών, τόσο πιο σημαντικά θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση νέων πολιτιστικών προτύπων χειραφέτησης.
Όσο για τη δυνατότητα δημιουργίας ποικιλίας επιτελεστικών ποιητικών ειδών, οι ποιητές μπορούν να κινηθούν στο χρόνο (ελληνική διαχρονία) και στο χώρο (άμεσα υλικό-τρισδιάστατο vs εικονοπλασματικό/virtual). Έχουν αυτό το προνόμιο και δεν απομένει παρά να το αξιοποιήσουν πολλαπλά. Ίσως και να χρειαστεί περισσότερη «απελπισία» και «παραζάλη» για μια γενικευμένη και πολύμορφη καλλιέργεια υβριδίων και μεταιχμίων…
Ερώτ.: Τι θα συμβουλεύατε, λοιπόν, έναν νέο ποιητή που ενδιαφέρεται για την επιτελεστική ποίηση; Τι να επιδιώξει και τι να αποφύγει;
Απ.: Να επιδιώξει να μελετήσει και να ασχοληθεί με τις νέες τεχνολογίες πληροφόρησης και τις χρήσεις τους στο χώρο της παραγωγής νοημάτων. Όχι σ’ ένα πρώτο επίπεδο “καταγγελίας” αλλά να ερευνήσει πώς ακριβώς «λόγος/εικόνα», βασισμένα σε διάφορα τεχνολογικά στηρίγματα, καταλήγουν σε τεχνολογίες επιτήρησης και κοινωνικού ελέγχου. Παρόλη την ασυμμετρία ισχύος, η επιτελεστική ποίηση είναι ικανή να θέσει ουσιαστικά ερωτήματα για την πολιτιστική τύχη των κατοίκων του πλανήτη μας σε πλήρη περιδίνηση – διανοητική και οικολογική.
Να αποφύγει να θεωρήσει ότι για την επιτελεστική ποίηση υπάρχει οριστικός “ορισμός”!
Στο επόμενο: «Η παρουσία του ποιητή»
[1] Ο Δημοσθένης Αγραφιώτης συχνά υπογράφει ως ΔΑ.ΔΑ. ή da/da ως μια παραπομπή στο DaDa, από το οποίο θεωρεί ότι πηγάζει η σύγχρονη επιτελεστική ποίηση.
[2] Αναφέρεται στην performance «UN ART ATHÉNIEN ET MARSEILLAIS?» του Julien Blaine και του Δημοσθένη Αγραφιώτη, που έγινε στο Θέατρο «Διόνυσος και Απόλλων» στις 8/9/2018 στην Αθήνα.
[3] Εννοεί το ψάρι «γλώσσα», που στην πραγματικότητα δεν έχει κόκκαλα, με το οποίο ο Δημοσθένης Αγραφιώτης έκανε ένα παίγνιο λόγου και δράσης.
[4] Εννοεί την περίπτωση της γράφουσας και τη σχέση της με τη μουσική.
[5] Dufrenne M. (1973), The phenomenology of Aesthetic Experience, Northwestern University Press, Evanston.
[6] Dufrenne M. (1987), L’œil et l’Oreille, Essai, Montreal:L’ Hexagone (σσ: 163-169)
[7] Αγραφιώτης Δ. (2012), Πολιτιστική Ποιητική. Δεσμοί, τροπικότητες, Αθήνα: Ερατώ.
[8] Lyotard J. (2011), Discourse, Figure. Trans. Antony Hudek and Mary Lydon. Minneapolis: University of Minnesota Press [Discours, figure. Paris: Klincksieck, 1971]
da/da performance “Primitive” – Xouth International Festival 18/12/2019
* Η Γεωργία Βεληβασάκη γράφει ποίηση, στίχους, έμμετρα παραμύθια, θεατρικά έργα και διηγήματα. Ασχολείται με το τραγούδι, το μουσικό θέατρο και την τέχνη της performance, ως ερμηνεύτρια και δημιουργός, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Σπούδασε μουσική και θέατρο (Θέατρο των Αλλαγών, Α4Μ Κέντρο Παραστατικών Τεχνών κ.ά.) Είναι αριστούχος του τμήματος Ευρωπαϊκού Πολιτισμού (Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο), όπως και του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Δημιουργική Γραφή» (Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας), ενώ ολοκλήρωσε τα Προγράμματα Επαγγελματικής Επιμόρφωσης & Κατάρτισης «Performance/Θεωρητικές Προσεγγίσεις, Πρακτικές Εφαρμογές» και «Εκπαίδευση Εκπαιδευτών Ενηλίκων» του ΕΚΠΑ. Συνεργάζεται, ως διδάσκουσα, με το Διιδρυματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Δημιουργική Γραφή» (Π.Δ.Μ.).
Στο εργοβιογραφικό της περιλαμβάνονται λογοτεχνικά έργα, που έχουν βραβευθεί, εκδοθεί και παρουσιαστεί επί σκηνής, καθώς, επίσης, εκτενής προσωπική δισκογραφία, αλλά και συμμετοχές σε έργα άλλων καλλιτεχνών.
Περισσότερα: http://www.velivasaki.gr/biography/
Προηγούμενο άρθρο: «Η ελληνική περίπτωση. Από τον Θάνο Μούρραη Βελλούδιο και τον Νικόλα Κάλα στους σύγχρονους Έλληνες επιτελεστές-ποιητές»: https://www.culturebook.gr/texnes/peri-performance-poihsis-5-1.html?fbclid=IwAR1vSjBNpkmPOg8K2hAM4F1ruHClQLoywYzIPPZJFfeVdvNxYSmmWM9juVc
Post cover: Η φωτογραφία είναι από την performance «CRISE cries in the meta-Europe – Love letters to a (post) Europe» του ποιητή Δημοσθένη Αγραφιώτη, που έγινε στο Bios (Αθήνα) στις 2/10/2015.