Μια σφαίρα ίσως αποτελεί τη μοναδική λύση απέναντι στην ομιλία, στον αρθρωμένο λόγο, στη δύναμη της επιθυμίας. Το “ίσως” υπερτονισμένο, διότι αποτελεί ένα δυνατό ενδεχόμενο μόνο για αυτούς που πιστεύουν στη δύναμη της, μιας δύναμης εντελώς ανίσχυρης απέναντι στην δύναμη της μεταβίβασης, της αγάπης που τολμάει να σηκώσει -πριν η αυλαία πέσει- τον καθρέφτη που κάθε υποκείμενο θα βρει μπροστά του, αντιμέτωπο με τη προσωπική του αλήθεια.
Η στιγμή της κρίσης, του προσωπικού απολογισμού του καθενός απέναντι σε μια ζωή που δεν βιώθηκε παρά μόνο σε ένα βιολογικό επίπεδο δίχως λόγια. Παντού επικρατεί σιωπή, κανένας δεν μιλάει παρά μόνο μερικά ψελλίσματα υπό τη μορφή συζητήσεων αντιπαραθέτοντας επιχειρήματα που ευνοούν τη συνέχιση της ζωής σε αυτό το πρωταρχικό της στάδιο επικαλυμμένης με το πέπλο της απόλαυσης. Πράγματι, μια δουλειά -ούτε κατά διάνοια εργασία- ένα σπίτι, κάποιες πενιχρές οικονομίες και όλα βαίνουν καλώς, εφόσον δεν υπάρχουν εκρήξεις του πραγματικού όπως συμβαίνουν στην άλλη μεριά του νησιού.
Ξαφνικά, η επιστροφή της επιθυμίας στο γενέθλιο τόπο της μέσω ενός προσωπικού ταξιδιού γεμάτου αντιφάσεις, ψέματα, διχασμούς, αλλά πιστού στο όνειρο, ταράζει την ισορροπία που έχει επιβάλλει η επικράτηση της υπερ-απόλαυσης. Ο λόγος αποκτάει υπόσταση, η συζήτηση ωχριά μπροστά στη διδασκαλία της συνομιλίας και η εξουσία του καπιταλιστή κλονίζεται.
Από εκεί και πέρα ξεκινάει ένας αγώνας δρόμου για να καλυφθούν οι τρύπες που δημιουργούνται αποκαλύπτοντας το πραγματικό, με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο. Ένα κυνήγι μαγισσών αγωνιά να αποβάλλει το διαφορετικό από την επιβεβλημένη κανονικότητα της εξουσίας συνεχίζοντας το έργο της διάβρωσης της κουλτούρας και του πολιτισμού. Είναι η στιγμή που γίνεται αντιληπτή η μοναδική λύση το κλείσιμο του στόματος αυτού που τόλμησε να μιλήσει.
Η διάβρωση όμως έχει ήδη επέλθει καθώς και οι βολεμένοι σε αυτό το παιχνίδι εξουσίας αντιλαμβάνονται πως η αγάπη είναι εκεί, αλλά δεν τολμούν να αναλάβουν την ευθύνη. Οι ισχνές αχτίδες φωτός ξεπροβάλλουν και όσοι τις αντικρύζουν, γνωρίζουν a priori το δύσκολο έργο που πρόκειται να αναλάβουν. Η αληθινή ιστορία του Τζουσέπε Φάβα μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Ντανιέλ Βικάρι αποτελεί την ιστορία της ίδιας της ζωής μας καθώς γίνεται αντιληπτό πως ο πραγματικός μας αντίπαλος δεν είναι η μαφία, η εκάστοτε εξουσία, αλλά ο ίδιος ο εαυτός μας καθώς βρισκόμαστε απέναντι στην απόφαση για ανάληψη της ευθύνης της δικιάς μας επιθυμίας για ζωή ή στη συνέχιση του αέναου θανάτου οριοθετημένου σε δυο αναλαμπές ζωής μονάχα.