Αγαπητή Ελίζα,
Κατά την διάρκειαν της παραμονής μου εις Ζάκυνθον, ήκουσον πολλά δια τον γεννητικόν σας νουν, από τον πρώτον διδάσκαλόν σας, τον ιερομόναχον Θεοδόσιον Δημάδη. Εξ αυτού του ιδίου μάλιστα, το πρώτον επληροφορήθην ότι ότε ήστε ακόμη παιδίσκη, άνευ τινός βοηθείας ηδύνασθε να μεταγλωττίζετε την ιταλικήν εις την ρωμαϊκήν, μετά δε σύντομον παρ’ αυτού μαθητείαν, κατέστητε ικανή να συνθέτετεεις τα ελληνικά μύθους κατά το πρότυπον του Αισώπου, με φαντασίανκαι έμπνευσιν.
Ομολογώ ότι ηπόρησα, καθότι είχον την εντύπωσιν ότι αι κόραι της Ζακύνθου, έγκλειστοι σταις οικίαις των πατεράδων και των συζύγων τους, ουδεμίαν αγωγήν ελάμβανον και όλαι ανεξαιρέτως ήσαν αναλφάβητοι. Αλλά τοιαύτα εγκώμια δια ταις αρεταίς και την αξιοθαύμαστον κλίσιν σας εις τα γράμματα ήκουσον και από στόματος του ιεροδιακόνου Βασιλείου Ρωμαντζά. Ούτος, μετά την απόχωρησιν του Θεοδοσίου, και ταις πολλαίς και ενθέρμους παρακλήσεις σας, είχεν επωμισθή το χρέος να σας παραδίδη ο ίδιος μαθήματα κατ’ οίκον. Ευρισκόμενος, όμως, εις προκεχωρημένην ηλικίαν, και λίαν καταπονημένος από ταις ποικίλαις περιπετείαις του εν Κωνσταντινουπόλει, ηναγκάζετο συχνά να μοι εμπιστεύηται, ουχί μόνον ταις ασκήσεις αλλά και πολλά εκ των πρωτογενών συνθεμάτων σας, δια να τα κρίνω και να τα διορθώσω. Ως εκ τούτου, καγώ εθαύμασον, δια το τι, τω όντι, ημπορεί να κάμη ο κόπος και η υπομονή, όταν δεν έχωσιν αρωγόν τους την τέχνην. Ενθυμούμαι, δε, ιδιαιτέρως εν πρωτόλειον σύγγραμμά σας εις γλώσσαν ιταλικήν και λόγον πεζόν, ένθα, μέσω ενός διαλόγου όστις διεμείβετο μεταξύ δύο γυναικών εις Ζάκυνθον, με θαυμασίαν ειλικρίνειαν και σπανίαν εμβρίθειαν επισημαίνατε τα ολέθρια αποτελέσματα του φθόνου∙ αιτία δεινών, ουχί μόνον δια τα άτομα αλλά και δια αυτό τούτον το έθνος μας.
Δυστυχώς, κατά τον βραχύ βίον σας, δεν ηδυνήθην να σας γνωρίσω εκ του σύνεγγυς. Μίαν ημέραν μόνον, είχον την αίσθησιν ότι αμυδρώς σας διέκρινον μέσ’ απ’ ταις τζελουτζίαις, αίτινες εσκίαζον τα παρεθύρια του οσπητίου σας. Με τους οφθαλμούς του νοός μου περισσότερον, και επειδή εγνώριζον ταις γραπταίς εξιστορήσεις σας, καθώς και απάντα τα ποιήματά σας εις την γαλλικήν ( την γλώσσαν ταύτην, ο Ρωμαντζάς, αγκαλά[ii] και ευρείας μορφώσεως, παντελώς ηγνόη) μοι εφάνητε επιβλητική αλλά και πολλά μελαγχολική.
Αγαπητή μου, Μπέττα. Κατά τα πρώτα έτη της εφηβείας σας, η Ζάκυνθος υπέστη μίαν δευτέραν γαλλικήν κατοχήν, με την καύσιν του Libro d’ Oro και την άρσιν των προνομίων των ευγενών του. Επιπροσθέτως, από του 1801, ο μεν Αντώνιο Μαρτινέγκο είχεν υψώσει την εγγλέζικη παντιέρα εις την κατοικίαν του Κυβερνείου, ο δε πατήρ σας, μετά και την έλευσιν των Άγγλων το 1815, ως φίλος του Μαρτινέγκο και έπαρχος της Νήσου, ήθελεν αντιμετωπίσει με αδιαφορίαν ταις διώξεις, αίτινες πλέον εστρέφοντο και κατ’ αυτών τούτων των ομοϊδεατών του. Πειθήνιος προς τους ξένους δυνάστας αλλά αδιάφορος και αυταρχικός ως σύζυγος, θ’ αφίση την υποτακτικήν μητέρα σας, να κυβερνά ένα οσπήτι γεμάτο σκοτάδι.[iii]
Τουναντίον, υμείς, με το ευγενές σας ένστικτο και παρά τον απόλυτον απομονωτισμόν σας, ότε μανθάνετε από τον αγαπητόν σας διδάσκαλον Θεοδόσιον τα περί της εξεγέρσεώς μας κατά των Οθωμανών, αισθάνεσθε μέγαν συγκλονισμόν και την σφοδράν επιθυμίαν να ημπορούσατε να ζωστήτε τα άρματα, να ημπορούσατε να δώσετε βοήθειαν εις ανθρώπους οπού δι άλλο δεν επολεμούσαν, παρά δια πατρίδα, και δι εκείνην την ποθητήν ελευθερίαν, η οποία καλώς μεταχειριζομένη, συνηθά να προξενή την αθανασίαν, την δόξα, την ευτυχίαν των λαών.
Ήγγικεν, όμως, η ώρα, να σας εκθέσω τον λόγον, δια τον οποίον σας απευθύνομαι. Από του έτους 1824, διατελών διερμηνέας του Ελβετού ιατρού Ιωάννου-Ιακώβου Μάγερ, αλλά και ως εις εκ των πλέον εμπίστων συνεργατών του, είχον αγογγύστως επωμισθή την μεταγλώττισιν του «Ημερολογίου» του, ομού μετά της αποστολής εις περισσοτέρους των εκατό εν Ζακύνθω συμπατριωτών σας, των «Ελληνικών Χρονικών» του. Το εν λόγω έντυπον, συντασσόμενον, κατά το πλείστον, υπό του ιδίου του Μάγερ, πέραν της καθημερινής καταγραφής των μαχών, αίτινες διεδραματίζοντο εν Μεσολογγίω αλλά και αλλαχού ανά την Οθωμανικήν Επικράτειαν, επεκτείνετο με την αυτήν ζέσιν και αγχίνοιαν εις άρθρα πολιτικά και ζητήματα πολιτισμού, αντικατοπτρίζον την βαθυτάτην αγάπην του εκδότη του δια τον λαόν μας και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Φιλτάτη κυρία. Από της πρώτης εκδόσεως της εφημερίδος του, μέχρι και της βιαίας διακοπής της, την 20ην Φεβρουαρίου του 1826, δεν θα ήτο υπερβολή να σας είπω, ότι η στάσις του ως δημοσιογράφου και μαχητή, δεν ήτο μόνον θαρραλέα αλλά και απολύτως συνεπής και πειθαρχημένη. Ως εκ τούτου, ουδείς εξ ημών έδωκεν πίστην εις τα λεγόμενα των εχθρών του περί χρεών και ασώτου βίου τον οποίον δήθεν διήγεν κατά ταις σπουδαίς του εις Γερμανίαν. Ότε δε επληροφορήθημεν ότι ο Πλάτων Πετρίδης, Γενικός Έφορος Ιονίων Σχολείων, τον κατεμήνυεν ευθέως δι απερισκεψίαν και αμέλειαν εξ αφορμής του εγκωμιαστικού άρθρου του «περί τα Ισπανικά», σύμπαντες εξεμάνημεν.
Και δεν είχομεν άδικον. Μηδέ τα ποταπά συμφέροντα των υψηλά ισταμένων διπλωματών, μηδέ η κατάπτυστος διακήρυξις του Αρμοστή των Ιονίων νήσων περί δήθεν παραβιάσεως της Ιονικής γης από τινά αρματωμένα πλοία, μηδέ αι μεταξύ ημών καταστροφικαί έριδες, μηδ’ αυτή ταύτη η επέλασις των Αφρικανών Αράβων και των Τουρκαλβανών και ο φοβερός λιμός, όστις επηκολούθησεν εν Μεσολογγίω, απεδείχθησαν ικανά να κάμψουν το φρόνημά του. Τουναντίον, μέχρι του ηρωικού θανάτου του ιδίου και της οικογενείας του, εξηκολούθη με την αυτήν μάνητα τον αγώνα.
Aγαπητή μου φίλη. Δεν σας κρύβω ότι ευρισκόμενος αδιαλείπτως παρά τω πλευρώ του, πλειστάκις καγώ εξεπλάγην δια το σθένος του, καθώς μοι εφαίνετο φυσικότερον, εις Ευρωπαίος και μάλιστα μορφωμένος, να προτιμή ν’ απαγγέλλη ποίησιν εις την γη των προγόνων του, παρά, μαχόμενος δια την εθνικήν μας υπόθεσιν, να παραμένη, οικεία βουλήσει, εις τούτον τον άθλιον τόπον. Αναλογιζόμενος δε και το πάθος του προς την γενναίαν Γριλιανού (γόνον της αριστοκρατικής οικογενείας Ιγγλέση, μετά της οποίας, μάλιστα, είχεν συνάψει γάμον ελληνικόν και είχεν προλάβει ν’ αποκτήση και τέκνα), συχνά εμνημόνευον τους στίχους του Γάλλου ποιητή Louis Antoine Léon de Saint-Just: «Dans la vertu l’audace se ranime»[iv], αλλά και το περίφημον «Le cœur de l’homme est l’énigme du Sphinx»[v].
Δυστυχώς, αγκαλά και ημπόρεσα να επιζήσω εκείνης της φρικώδους καταστροφής, ουδέν ηδυνήθην να περισώσω εκ των τελευταίων καταγραφών του «Ημερολογίου» του,το οποίον, και μετά την καταστροφήν του τυπογραφείου μας, ούτος ουδόλως παρέλειπεν να εμπλουτίζη με τα συμβάντα των μαχών και τα βάσανα των πολιορκημένων∙ εποίει, μάλιστα, εξ αυτών και αντίγραφα, τα οποία μοι ενεχείριζεν, προς διάσωσιν.
Αλλοίμονον. Δια την αδυναμίαν μου και δια το ότι απεδείχθη ανάξιος της εμπιστοσύνης και των προσδοκιών του, δεν ήθελον εύρει συγχώρησιν, μηδέν ανάπαυσιν. Η καταισχύνη και η θλίψις θα μ’ ακολουθούν. Όθεν, προς εξιλέωσιν και επειδή εκ βάθους καρδίας το επιθυμώ, έσται βεβαία, ότι όσον αφορά τα ιδικά σας συγγράμματα, πολλά εκ των οποίων τυγχάνει να ευρίσκονται εις την κατοχήν μου, θα μεταχειρισθώ παν μέσον και θα προβώ εις πάσαν ενέργειαν, δια να φθάσουν εις χείρας του μοναδικού κληρονόμου σας ακέραια, αναλλοίωτα, και με την δέσμευσιν να μην αφεθούν βορρά εις τους σκώληκας και το σαράκι.
Ονομάζομαι Ι. Παυλίδης, είμαι κατ’ επάγγελμα διερμηνέας και μεταγλωττιστής, και κατάγομαι από το Ζαγόρι.
[i] Στο επιστολικό αφήγημα «Γράμμα στην Ελισάβετ», ο Παυλίδης,ωςαρθρογράφος και μεταφραστής των «Ελληνικών Χρονικών» τουΜάγιερ, (1824-1826), απευθύνεται στο πνεύμα της Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου, συγκρίνοντας την αγάπη της για την παιδεία και την ελευθερία, με εκείνες του Ελβετού φιλέλληνα.
[ii] Αγκαλά= αν (και)
[iii] Τα όσα παραθέτονται με πλάγια γράμματα αποτελούν απόσπασμααπό την Αυτοβιογραφία της Μαρτινέγκου.
[iv] Στην αρετή το θάρρος αναβιώνει.
[v] Η καρδιά του ανθρώπου είναι το αίνιγμα της Σφίγγας.
* Η Χρύσα Φάντη είναι συγγραφέας. Σπούδασε Νομικά και Παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.