Φιλελληνικό κέντημα με παράσταση οικογένεια Έλληνα αγωνιστή. Aρχές 19ου αιώνα. Iστορικό Αρχείο «Ευγενίας Αντωνίου Σκιαθά».
Γκελ, έλα να σε ειπώ για το Μισολόγγι, κουρσούμι πλάκωμα στην ψυχή το ‘χω. Οτούρ.[1] Κοντά είκοσι χρόνους τώρα το κουβανώ, άνθρωπος δεν το ξεύρει. Ο Θεός μοναχά. Κι ο διάβολος.
Απέ την αρχή θα σε τα ειπώ, όπως τα θυμούμαι. Απέ την αρχή, γι’ αυτό υπονομέψου και σχώρα με για τις κλωθογυρισιές, άφκε με να τα βγάνω όπως τους πρέπει, να αεριστούν σκοινί κορδόνι, μπας κι αφρατέψουν κομμάτι. Να φέξουν, μπας και μερώσω.
Εμένα ο μπαμπάμ μπάφατζης ήνταν, δηλαδής μπάφες στη λιμνοθάλασσα έθρεφε, κέφαλους σα να λέμε αν δεν κατέχεις. Μισολογγίτισσα γέννημα θρέμμα. Παιδούλα, τον έπαιρνα στο κατόπι καθώς έμπηγε στον βούρκο ιβάρια για παγάνες στις μπάφες. Βούταγε αυτός με τ’ αδέρφιαμ, τσαλαβούταγα κι εγώ η στερνοπούλα στη ρηχοπατιά με τα μισοφόρια, μαύρη γίνουμαν στη λασπουριά – μάνα γιοκ, απόθανε σαν ήμαν στα δυο και μήτε τη θυμούμαι. Μοναχές τους έβοσκαν οι μπάφες και, σα γίνουνταν θρεφτάρια, απ’ της Παναγιάς κι ύστερα αρχίναγε το ψάρεμα, ως μέσα Σεπτέμβρη. Ακλούθαγε το ξεκοίλιασμα στις παράγκες πλάι στη λίμνη, να βγάνουν τους ασκούς γιαβάς γιαβάς μη βλαφτούν τ’ αβγούλια. Μια στραβομαχαιριά και χάλναγαν τα ρημάδια, του πεταμού γίνουνταν.
Αχ, άμα αγαπάς, δώκε με, τζιγέρι μου, λίγο σερμπέτι να πιω, που ξεράθηκα. Άφεριμ! Τι έλεγα; Άνα γειά σου, για το ξαντέριασμα. Υπομονέψου, είναι λόγος που σ’ τα λέγω όλα τούτα.
Ξεπλένουνταν τ’ αβγοτάραχα κατόπιν με νερό κάμποσο σε κυκλωτικές γούρνες να φεύγουν οι γλίτσες, ύστερις παστώνουνταν στ’ αλάτι για καιρό, έπειτα ξαναπλένουνταν και τα καλούπωναν κρεμαστά σ’ άλλες παράγκες, στα ξηραντήρια. Άμα στέγνωναν όσο ήταν πρεπό, άναβαν τις καζάνες και τα βούταγαν στο λιωμένο το κηρί να τα κάμουν μπαστούνες απέθαντες. Ζόρικη δουλειά με μπόλικο χαμαλίκι, αμά έβγαινε μεζές τρανός για το πιοτί, ειδικά οι Τούρκοι πολύ μεράκι το έκαμαν. Προτού τον ξεσηκωμό, μέχρι οι μαγέροι του τρανού σαραγιού παράγγελναν μια κατοστή δωδεκάδες μπαστούνες, τι το ορέγουνταν ο σουλτάνος για τη ρακή του το αβγοτάραχο. Βλέπεις, το ‘χε πει κάνα δυο αιώνες πίσω ο Ελβιγιά Τσελεμπή πως είναι πεσκέσι ταμάμ για σουλτάνους. Οι Μισολογγίτες, έτσι ξανθό που ‘βγαινε στα τελειώματα, λέγαν πως είν’ το χρουσάφι που γεννοβολούν τα σωθικά της λίμνης για να μη λιμάσει ποτές μήδ’ ένας Μισολογγίτης. Οι δόλιοι, πού να ήξευραν…
Αχ, γιαβρούμ, δώκε με, να χαρείς, λίγον ασουρέ, που πικράθηκα. Άφεριμ! Τι ιστορούσα; Άνα γειά σου, για τις μπαστούνες.
Απ’ όταν ήρθε στο Μισολόγγι κείνος ο Εγγλέζος ο Μπάρον –εγώ ήμουν δεκαπέντε στα δεκάξι τότες–, το θάμαξε και δαύτος τ’ αβγοτάραχο και το ‘καμε βούκινο στην Εγγλεζία και σ’ ούλας τας Ευρώπας. Κι ήρχονταν σε μας –προτού αρχινήσει το τρίτο κακό με τους Τούρκους–, γραφιάδες απ’ την Εσπερία να μάθουν για τ’ αβγοτάραχο, αυτοίνοι σύραν μαζί κι εμπόρους κι άμα δεν γίνουνταν ο χαλασμός, μπορεί το Μισολόγγι να θησαύριζε. Αλλά για άλλο λόγο σ’ τα λέγω αυτά.
Ο μπαμπάμ, άμα έμαθε τον Μπάρον απ’ τ’ αβγοτάραχα και γίναν τακίμια, τον έπιασε και τον είπε, γραμματιζούμενος άνθρωπος είσαι, τα φράγκικα τα ομιλείς, παίρνεις το κορίτσι μου αποδίπλα να το μάθεις γράμματα να ξεχωριατέψει; Γιατί καλό τ’ αβγοτάραχο και παράδες μας δίνει, δόξα τω Θεώ, μα δεν είναι γυναίκεια δουλειά, έχει πολύ ζαχμέτι[2]. Κι ο Μπάρον είπε ταμάμ. Έτσι γίνηκε και μπήκα στο σπίτι του και μ’ είχε αγάπη ο Μπάρον. Τ’ αγαπούσα τα γράμματα, αλλά, τι τα θες, το κισμέτ άλλα είχε γραμμένα κι όχι να γίνω σεβαστικιά μεγαλοκυρά στην Εσπερία, όπως το ‘χε κατά νου ο μπαμπάμ.
Βλέπεις, βγήκε από κάτου απ’ τον Θεό ο διάβολος και γίνηκαν πράματα και θάματα. Πρώτα πρώτα, εγώ απόμεινα με τα γράμματα λειψά, γιατί απόθαν’ ο Μπάρον. Από κακές θέρμες. Κρίμας στον άνθρωπο, μα να ήταν αυτό μοναχά… Αφού ο Βρυώνης το εικοσιδυό κι ο Μουσταφά πασά το εικοστρία φάγαν τα μούτρα τους στα τείχη του Μισολογγιού, ο παντισάχ έτρωγε τα λυσσακά του. Μεγάλο άχτι μας είχε, κι έστειλε σερασκέρη[3] κείνον τον Κιουταχλή πασά, τον σκύλο τον Ρεσίτ. Το εικοσπέντε – Μάρτης ήταν; Απρίλης; Δε θυμούμαι καλά, πάντως ο τόπος μοσχοβόλαγε λουλουδιασμένος – έφτακε απ’ τα τείχη όξω ο διάολος ο Ρεσίτ με ασκέρι λεφούσια, τριάντα χιλιάδες, λέγαν. Εμείς, πάνω απ’ τους μισούς μέσα στην πόλη, γυναικόπαιδα. Εγώ τότες είχα ένα χρόνο που απ’ το κονάκι του Μπάρον ξαναγύρισα στου μπαμπάμ κι είχα το νοικοκυριό. Τέσσερις άντρες μαζί με τ’ αδέρφιαμ, όλοι στις πλάτες μου.
Ο Κιουταχλής, προτού αρχινήσει να στέλνει τις μπόμπες, παραδίνεστε, ωρέ; ρώτηξε, όχι, τον είπαμε. Σκύλιασε αυτός κι έφερε να μας κλείσουν κι απ’ τη θάλασσα τον Μεχμέτ Χιουρέφ και τον Γιουσούφ πασά που μπήκαν μέχρι μέσα στη λιμνοθάλασσα κι αβγοτάραχο από κείθε κι έπειτα γιοκ. Ήρθε ο μπαμπάμ και μαράζωσε, τ’ αδέρφιαμ μπήκαν στα όπλα κι οι τρεις. Έπειτα, μήνα Ιούλη, ήρθαν ο Σαχτούρης με τον Μιαούλη, πήραν στο κατόπι τους Τούρκους κι έτσι μπήκαν στην πόλη φαγιά και όπλα, πήραμε μια ανάσα. Αύγουστο μήνα έφτακαν κι οι Σουλιώτες κι ο Τζαβέλας ο Κίτσος κι ο Ρεσίτ τα βρήκε μαύρα, αμά δεν το έβανε κάτω. Τέλη του χρόνου το πράμα ήρθε ανάποδο, τι κατέφτασε για βοήθεια στον Τούρκο ο Μπραΐμης. Δεκαπέντε χιλιάδες Αραπάδες.
Α, γκιουζελίμ, κάμε το καλό και φέρε με το λαγήνι με το νερό που στέγνωσα. Άφεριμ! Πού ήμουν; Α, ναι, στον Μπραΐμη. Δυο χιλιάδες μπόμπες νύχτα μέρα πάνω μας κι η πείνα να ροκανίζει το μεδούλι, μα δε σε τα λέγω γι’ αυτό. Για άλλο σε τα λέγω.
Όσο ήμουν στου Μπάρον το κονάκι, παραδουλεύτρα ήντουνε μιαν Ανατολικιώτισσα[4], από μένα δυο χρόνους μεγαλύτερη. Η Γαζία. Όνομα και πράμα. Τέτοια φρεσκάδα είχε, τόση μοσκοβολιά λιγωτική σκόρπαγε στο διάβα της… Είχε και μια φωνή, τ’ αηδόνια θάμαζαν σαν έπιανε το τραγούδι. Εγώ, να ξεύρεις, προτού τη Γαζία, μήτε και πήγαινε ο νους μου πως… Άντρα δεν είχα κοιτάξει μέχρι τα τότε, μα έλεγα που ήμουν μικρή ακόμα, γι’ αυτό. Άμα όμως είδα τη Γαζία, απ’ την πρώτη φορά ακόμα ακόμα, θαρρείς κι όλα λάμπισαν, τόσο σεβντά έπαθα. Φιλίες πιάσαμε απ’ την πρώτη μέρα κι έλιωνα εγώ σαν κηρί στα καζάνια τ’ αβγοτάραχου. Μα, τούτα είναι διαόλου θελήματα, σε ποιον παπά να το πω και να μη με κάψει; Νύχτα μέρα προσεύχομαν να μ’ αφήκει το σαράκι, αυτό θαρρείς μέρα τη μέρα θέριευε. Γιατί είχε η Γαζία αγαπητικό έναν δικό μας Μισολογγίτη κι απά στο τρίμηνο γίναν τα στέφανα, στον χρόνο γκαστρώθηκε κι εγώ, όσο στρογγύλευε, τόσο περσότερο τη λιγουρεύομαν. Σαν μπήκε στον μήνα της, έκοψε απ’ τον Μπάρον κι είπαμε δε χανόμαστε, αμά έπειτα απόθανε ο έρμος ο Εγγλέζος κι εγώ ξαναπήγα στου μπαμπάμ κι ύστερα ήρθε ο Ρεσίτ κι ο Μπραΐμης κι η πείνα η κοφτερή και πού καιρός και πού μυαλό γι’ αγαπητιλίκια;
Αχ, ασκίμ, ζωή να ‘χεις, δώκε με να γέψω λίγο σιμίτι[5], που λιγώθηκα. Άφεριμ! Τι σε έλεγα; Α ναι, για την πείνα.
Φλεβάρη του ’26, η πείνα μάς θέριζε, κοπάδια. Γάτες, σκύλοι, ποντικοί, όλα αφανιστήκαν. Ο μπαμπάμ σβήστηκε στα χέρια μου ένα απόδραδο, τ’ αδέρφιαμ άφαντα, μοναχιά μου πια. Αξημέρωτα με πόδια τρεμάμενα ξεπόρτιζα να βρω κάνα αφάγωτο, στην πόλη του τάφου σιωπή. Σε κείνα τα ξεπορτίσματα ήκουσα Σουλιώτη να καταριέται το ντουφέκι του με κλάμα σμιχτό –τι να σε κάμω, έρμο, οπού μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξεύρει; θρηνούσε ο καψερός–, μια μέρα συναπάντησα και τη Γαζία να παραφυλάγει τα πουλιά και μήτε τη γνώρισα έτσι που ‘χαν ρουφηχτεί τ’ αμυγδαλωτά της. Στην αρχή νόμισα πως στήνει καρτέρι να πιάσει για φάγωμα κάνα πετούμενο, έπειτα την είδα να χιμά στο σπυρί που ‘χε βάλει στο μάτι ο σπουργίτης και κατάλαβα. Κατάστηθα κουβανούσε το βρέφος, η καρδιά μου πήδηξε. Σαν μ’ είδε, σκιάχτηκε, Γαζία, την είπα, εγώ είμαι, κι ήπεσε στην αγκαλιά μου με μαύρο δάκρυ κι αποκεί κι ύστερα μήτε πείνα λογάριαζα μήτε Τούρκο. Ο άντρας της σκοτώθηκε από βόλι, το σπιτικό της ρημάχτηκε από μπόμπα, στον δρόμο γυρνούσε, στα χαλάσματα έγερνε, μ’ είπε, με το λεχούδι μέρα τη μέρα να σβήνει στο κρύο και στην αφαγιά. Την πήρα σπίτι, τη γιατροπόρεψα, την έδωκα τη μισή μπουκιά μου – είχα κάτι μπαστούνια αβγοτάραχα απομεινάμενα και τα πιπίλαγα όταν η πείνα μ’ έκοβε, δεν ήταν για πολύ, λύσσα στ’ αλάτι, καίγοσαν για νερό μετά και πού να τό ‘βρεις; Μη σ’ τα μακραίνω, τη Γαζία την έδωκα θεριεμένη αγάπη –εσύ μην κουνήσεις στην παγωνιά, εγώ θα βγαίνω για φαί–, μα αυτή άσκημα με ξεπλέρωσε.
Μάρτης θα ‘ταν, ένα πρωί ξεγυμνώθηκε να στραγγίζει τα στήθια της στο στόμα του κούτσικου, άπλωσα χέρι, την άγγιξα. Είδε στο μάτι μου την αλήθεια κι αντίς… Αντίς να με νιώσει, μ’ έριξε ένα βλέμμα όλο σιχασιά – όσο ζω, δε θα το λησμονήσω –, μάζεψε τα κουρέλια της, πήρε το παιδί κι έφυγε δίχως κουβέντα. Μπουρίνιασα, θόλωσα. Έτσι πλερώνεις εσύ την αγάπη; Ε, θα διεις κι εγώ τότες.
Στις 10 τ’ Απρίλη, Κυριακή του Βαγιού, δυο τη νύχτα αρχίνησε η Έξοδος. Μπότσαρης, Μακρής, Τζαβέλας ένα τρίγωνο οπλισμένοι και στη μέση μπουλούκι τα γυναικόπαιδα. Εγώ, με το ντουφέκι του μπαμπάμ, πήγα με τους πολεμιστές. Ο Καραϊσκάκης θα μας σύντρεχε απ’ τις πλαγιές του Ζυγού, δεν πρόφτασε, ο Μπραΐμης το ‘μαθε κι ήταν στημένος με τον Κιουταχλή στις ντάπιες.
Εγώ το μήνυσα στους Αγαρηνούς. Εγώ. Μ’ έκαιγε η λύσσα για τη σιχασιά της Γαζίας. Εγώ πήρα στο λαιμό μου τους Μισολογγίτες. Έλεγα, ας αποθάνουμε όλοι να ‘συχάσω, μα πιότερο ήθελα ν’ αποθάνει η Γαζία να μη με τρώει άλλο το μαράζι. Μα, έλα που αλλιώς τα ‘φερε η μοίρα. Ή ο διάολος.
Βγήκα με το πρώτο γιουρούσι. Κάμποσοι κατορθώσαμε φτάσαμε στην Άμφισσα, οι άλλοι, έμαθα, όλοι κυλίστηκαν στο αίμα. Εμένα μ’ έπιασαν οι Τούρκοι, τα ξεύρεις. Με πλύναν, με στήλωσαν, μ’ είδαν καλοστεκάμενη, έτσι κατέληξα εδωνά στο χαρέμι, κι έχω ζωή χαρισάμενη, δεν παραπονούμαι. Η Γαζία δεν ξεύρω τι απόγινε και πια μήτε με μέλει. Κείνο που με καίγει είναι που πρόδωσα για δαύτην. Το αίμα των αποθαμένων στο Μισολόγγι, αχνιστό, με σφάζει, να, τώρα ξεύρεις γιατί μαδιέμαι και νυχοπατώ τις νύχτες. Είναι που πνίγουμαι.
Αχ, σεβγκιλίμ, ο Αλλάχ μόνο καλά να σε δίνει, άνοιξε μια στάλα το παραθύρι, που καίγουμαι. Άφεριμ!
Νοέμβριος 2021
[1]. Κάτσε.
[2]. Μόχθος.
[3]. αρχιστράτηγο.
[4]. Ανατολικό = το σημερινό Αιτωλικό.
[5]. κουλούρι.
Oι πολιορκημένοι από ξηρά και θάλασσα κάτοικοι και η φρουρά του Μεσολογγίου, αποδεκατισμένοι από το επισιτιστικό πρόβλημα και τις αρρώστιες, αποφασίζουν Έξοδο για την Κυριακή των Βαΐων 15 Απριλίου 1826 σε τρία σώματα, υπό την αρχηγία του Νότη Μπότσαρη, Δημήτριου Μακρή και Κίτσου Τζαβέλα και με γενικό αρχηγό τον Αθανάσιο Ραζή- Κότσικα. Στο μέσο του τριγώνου που θα σχημάτιζαν αυτές οι δυνάμεις, θα τοποθετούνταν τα γυναικόπαιδα. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, δεν κατόρθωσε να επιτεθεί από τις πλαγιές του Ζυγού για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στους πολιορκητές, όπως ήταν το σχέδιο, γιατί ο Ιμπραήμ το πληροφορήθηκε και απέκλεισε τα περάσματα. Η Έξοδος των Ελλήνων ξεκινά στις δύο τα μεσάνυχτα. Ο αιφνιδιασμός του Ιμπραήμ προκάλεσε μεγάλη σύγχυση στην ελληνική πλευρά και ο άνισος αγώνας απέβη συντριπτικός για τους Έλληνες. Μόνο η εμπροσθοφυλακή τους διασχίζοντας τις τουρκικές τάξεις φτάνει αποδεκατισμένη στις πλαγιές του Ζυγού και από εκεί στην Άμφισσα, οι υπόλοιποι επέστρεψαν μέσα στην πόλη και σφαγιάστηκαν σε οδομαχίες. Ξέφυγαν 1.300 μαχητές και περίπου εκατό γυναικόπαιδα. Υπολογίζεται ότι πυρπολήθηκαν 2.000, άλλοι 3.000 σκοτώθηκαν από τους Τούρκους και χίλιοι αιχμαλωτίστηκαν.
Το διήγημα «Άφεριμ!» συνομιλεί με το γεγονός, καθώς επίσης και με την καλλιέργεια αβγοτάραχου στο Μεσολόγγι, που διατηρείται μέχρι σήμερα, ανοίγοντας, επίσης, διακειμενικό διάλογο με τον Ελβιγιά Τσελεμπή και με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους – Σχεδίασμα Β΄ του Διονύσιου Σολωμού. Όλα τα υπόλοιπα αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας.
* Η Φανή Κεχαγιά είναι φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπ/ση και ασχολείται με τη συγγραφή και την επιμέλεια κειμένων.