Scroll Top

Ηρώ Νικοπούλου – Η εκδρομή

 

Γιάννης Στεφανάκις, Του έρωτα και της επανάστασης, 2021, έγχρωμη λινιγραφία,50×70

Της φάνηκε πως την κοίταξε επιτιμητικά με τα σχεδόν ανθρώπινα μάτια του ξεφυσώντας ενοχλημένος, πάλι καψόνι στήνεις; πες στον άνθρωπο ότι δεν θέλεις και τέλειωνε, τι του δίνεις ραντεβού σ’ αυτόν τον κωλόδρομο; Άκουσε τις σκέψεις του, είχε ένα παράξενο δέσιμο με τον Στρίφο· τον είχε βρει δυο χρόνια πριν να περιπλανιέται στην Πλατεία Αμερικής μαλλιαρό κουτάβι ακόμα κι απόλυτα βέβαιο για την καλοσύνη των δίποδων κι είχε βαλθεί να την ακολουθεί χοροπηδώντας μέχρι την Φυλής. Μεγάλη διαδρομή για κουταβάκι σκέφτηκε γοητευμένη η Μαντώ, ήταν φανερό ότι την είχε επιλέξει, οπότε το υιοθέτησε ασυζητητί παρ’ όλες τις αντιρρήσεις των γονιών της.

Συνήθως ο μικρός Στρίφος είχε δίκιο, πράγματι ο νεαρός δε της άρεσε καθόλου αλλά με τους αυτάρεσκα επίμονους μνηστήρες που την τριγύρναγαν πάντα εκεί έκλεινε ραντεβού. Και τους έστηνε. Και μετά όσο σκεπτόταν πόσες ώρεςθα στριφογύρναγαν πάνω κάτω την Φυλής, την Αχαρνών κι όλους τους κάθετους δρόμους μέχρι να βρουν την λιλιπούτεια οδό Στριφτόμπολα για να την συναντήσουν, χαιρόταν με την τιμωρία που τους είχε επιβάλλει.

Όλη η ιστορία είχε ξεκινήσει από τα χρόνια του σχολείου, όταν ένα θεοσκότεινο απόγευμα Δεκεμβρίου με πολύ κακή διάθεση αποφάσισε μετά το σχόλασμα αντί της καθιερωμένη διαδρομής για το σπίτι να κατηφορίσει την Κύπρου. Μόλις έστριψε αριστερά στη Φυλής τα φώτα περαστικού αυτοκινήτου φώτισαν τον οδοδείκτη που βρισκόταν στα δεξιά της, Στιφτόμπολα είδε να ξεπετάγονται σαν αέρινα μπαλάκια οι συλλαβές. Κοντοστάθηκε προσπαθώντας να διακρίνει την πινακίδα μεσ’ στα σκοτάδια, περίμενε να περάσει κι άλλο αυτοκίνητο κι όταν βεβαιώθηκε με την ελαφρότητα των δώδεκα χρόνων της ξέχασε αυτοστιγμεί την κακή της διάθεση και ξέσπασε στα γέλια. Αυτό ήταν! Από τότε κόλλησε μ’ αυτή τη λέξη, που πότε γινόταν γλωσσοδέτης, πότε ξόρκι, άλλοτε έμοιαζε με ανέκδοτο κι άλλοτε την στριφογύριζε στη γλώσσα της καραμέλα που απλώς της έφτιαχνε το κέφι. Σίγουρα πάντως παρέμενε αίνιγμα κι όπως ήταν φυσικό το μοιράστηκε με τις φίλες της. Τι πα’ να πει Στριφτόμπολα; Κάτι σαν τόμπολα; Τι είναι τούτο; Με τον καιρό η αστεία λέξη απέκτησε μια παράξενη δύναμη. Για τις τρεις πρώτες τάξεις του γυμνασίου έγινε το βασανιστικό παρατσούκλι του άχαρου και ντροπαλού γειτονόπουλου της γωνιακής μονοκατοικίας. Ο Θανάσης Αναγνώστου ήταν ο μοναχογιός του αυστηρού και λιγομίλητου δικαστικού που έσωζε κάπως με το κύρος του την καταρρακωμένη φήμη της οδού Φυλής. Όταν μετακόμισε η οικογένεια κανείς δεν έμαθε αν έφταιγε ο δρόμος, τα καψόνια των κοριτσιών ή απλώς μια μετάθεση. Πάντως, χωρίς τον Θανάση στη γειτονιά η μαγική λέξη ξέμεινε σε αχρηστία μέχρι που οι εφευρετικές έφηβες σκέφτηκαν να την μετατρέψουν σε τιμωρία για τους επίμονους ενοχλητικούς νεαρούς που τις τριγύριζαν.

Όλα αυτά συνέβαιναν πολλά χρόνια π.Δ., οπότε άνευ γκουγκλ, διαθέτοντας μόνο την Θεία Όλγα ξέρει και ελάχιστη διάθεση για ουσιαστικό ψάξιμο στον Χάρη Πάτση, όλες απόμειναν με την απόλυτη πεποίθηση ότι ευφάνταστος υπάλληλος του Δήμου Αθηναίων —κι ας πρόκειται για σχήμα οξύμωρο— τους έκανε πλάκα δημιουργώντας μια κακόηχη λέξη· την περίπτωση του τυπογραφικού λάθους αυθαιρέτως την είχαν αποκλείσει.

Στα δύσκολα χρόνια της χούντας, πάνω στην εφηβεία, η παράξενη λεξούλα έγινε πρώτης τάξεως παρασύνθημα της μικρής τους παρέας που μοίραζε αντιχουντικές προκηρύξεις και φανταζόταν τον εαυτό της για αντιστασιακό. Αργότερα πάνω στην έξαλλη χαρά της μεταπολίτευσης τα κορίτσια σκόρπισαν για σπουδές· η Μαντώ μπήκε στο Πολυτεχνείο, ύστερα έφυγε για μεταπτυχιακά στο Παρίσι. Εκεί ερωτεύτηκε πρώτα την εορταστική ατμόσφαιρα της πόλης, έπειτα ένα καθηγητή της, αργότερα συγκατοίκησε μ΄ ένα συνάδελφο απ’ την εταιρεία που δούλευε· χώρισε, ξαναερωτεύτηκε, άλλαξε μέσα κι έξω. Έκοψε αγορίστικα τα μαύρα μαλλιά της, πάχυνε κι άρχισε να καπνίζει στριφτό. Το πιο γοητευτικό πάνω της ήταν πάντα τα ζεστά καστανά της μάτια και το εκφραστικό αν και λεπτό της στόμα. Το συμμετρικό, γεροδεμένο σώμα της απόπνεε σταθερότητα και ασφάλεια σε αντίθεση με τα εύθραυστα σχεδόν αναφρόδιτα σώματα των Γαλλίδων. Τελικά εγκατα­στάθηκε μόνιμα στη Μασσαλία. Πέρασαν χρόνια. Μιλούσε πια άλλη γλώσσα. Την απορρόφησε αυτή η γλώσσα, την τύλιξε λίγο-λίγο όπως το στρείδι το χαλικάκι. Σκεπτόταν πια στα γαλλικά. Σώθηκαν μέσα της μόνο οι λέξεις που δεν μπορούσαν να μεταφραστούν, όπως το όνομα του μικρού στενού της γειτονιάς της. Ξεφύτρωνε στις πιο απίθανες περιστάσεις και πάντα στα δύσκολα, όποτε αναρωτιόταν και τώρα τι κάνουμε; Στριφτόμπολα, απαντούσε στιβαρή άγνωστή της φωνή.

Ζούσε μια άνετη ζωή, έχοντας εκπληρώσει το μεγάλο αίτημα της γενιάς τής αυτοπραγμάτωσης, που τότε στη Γαλλία ο αέρας του σάρωνε τα πάντα με μεγαλύτερη ορμή απ’ ότι στην αγουροξυπνημένη από το νεωτερικό αεράκι Ελλάδα. Πραγματοποίησε τα σχέδια και τις επιθυμίες της όπως τις φαντάστηκε εκείνη, κανείς άλλος. Βοήθησε σ’ αυτό και η απόφασή της να εγκατασταθεί μόνιμα εκτός, αποδείχθηκε σωτήρια η απόσταση από τους απαιτητικούς συγγενικούς βρόγχους. Παντιέρα της, η προσωπική της ελευθερία, που δεν την θυσίασε ποτέ και για κανέναν. Σίγουρα, μιλούσε πια άλλη γλώσσα. Κι έτσι λίγο-λίγο θάμπωσαν φίλοι, παρέες, τόποι αγαπημένοι, λησμόνησε και τον πιστό της Στρίφο που ξεψύχησε όλος παράπονο για την προδοσία της μεσ’ στα αρθριτικά χέρια της μάνας της. Ζούσε μόνη σ’ ένα άνετο διαμέρισμα του έκτου ορόφου απ΄ όπου χάζευε τα γαλάζια νερά της Μεσογείου καθώς λαμπύριζαν στη δύση και παρηγοριόταν, με την σκέψη ότι βλέπει την ίδια θάλασσα των παιδικών της χρόνων απλώς από διαφορετική οπτική γωνία. Στους λίγους Γάλλους φίλους της έλεγε πως της άρεσε η μοναξιά της, που κάποια στιγμή την βάφτισε επιλεγμένη μοναχικότητα και ξεμπέρδεψε.

Στοιβάζονταν όμως αθόρυβα μέσα της αδιευκρίνιστα σκουπιδάκια, διαβρωτικές απωθήσεις, μικρές ανομολόγητες ανάγκες κι έγιναν σιγά-σιγά χώμα κατάλληλο που φύτρωσε μικρό σαράκι νοσταλγίας κοντά στο διάφραγμα. Υπήρχαν νύχτες που το ΄νιωθε να στριφογυρίζει και ν’ απλώνει ύπουλα τις ρίζες του στις φλέβες της, μικρό δεντράκι που τανίζεται, και ξαγρυπνούσε τότε από τη δύσπνοια και τον φόβο πως μια μέρα θα κινδύνευε να την καταλάβει ολόκληρη και θα έπρεπε να το υπακούσει και να επιστρέψει μόνιμα κι ας μην το παραδεχόταν ποτέ αυτό στο φως της μέρας. Μέχρι τότε το τάϊζε μικρές μπουκιές πατρίδας, το ξεγελούσε και για λίγο ησύχαζε. Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαιρινές διακοπές ερχόταν πάντα στην Ελλάδα. Συνήθως μόνη. Δεν ήταν πως δεν έβρισκε συντροφιά, ήταν που βαριόταν να συντονιστεί με οποιονδήποτε, το θεωρούσε χάσιμο χρόνου, εξηγούσε στον ψυχαναλυτή της. Είχε προ πολλού αφήσει πίσω της παρεϊστικα στέκια, τη χαρά του μοιράσματος, τα κοινά οράματα, άλλωστε κανείς πια δεν ονειρευόταν άυλα πράγματα. Αυτά οι άνθρωποι τα είχαν εναποθέσει στην τεχνολογία. Εξάλλου η απαιτητική πραγματικότητα ήταν γεμάτη με βολικά υποκατάστατα. Άσε που όσες φορές άνοιξε παραθυράκι στη μνήμη κι άρχισε να σκέφτεται και να ζυγίζει, το πλήρωσε ακριβά με δυσθυμία, ενοχές, μειωμένη απόδοση στη δουλειά, απώλεια μπόνους. Δεν την έπαιρνε. Επομένως, τραβούσε μπροστά κι ας ήταν το έσω βλέμμα βαθιά βυθισμένο στο χώμα.

Στρίμωξε πέντε ρούχα στο σακ βουγιάζ μαζί με το καψιαλιασμένο έσω βλέμμα και κίνησε για τα πάτρια όπως κάθε Πάσχα· φέτος είχε αποφασίσει να χαθεί στην Πελοπόννησο. Ξεκίνησε από την Κόρινθο, όμως η απογοητευτική σύγχρονη εικόνα της την έστειλε ολοταχώς στον Ακροκόρινθο και στην απόφαση να αποφύγει για το υπόλοιπο του ταξιδιού της τις μεγάλες πόλεις, έτσι αντί για την Τρίπολη έκλεισε δωμάτιο σε μια μικρή πανσιόν στα περίχωρα. Έφτασε κουρασμένη, ξύπνησε άκεφη, ανήμπορη να σχεδιάσει οτιδήποτε, ούτε καν μια απλή βόλτα στο διπλανό χωριό. Βγήκε στη βεράντα ν’ αγναντέψει το τοπίο κι όσο ρούφαγε με βουλιμία τον καθαρό βουνίσιο αέρα τόσο η μικρή ριζούλα νοσταλγίας έσπρωχνε το διάφραγμα, τα μικρά αδύναμα κλαδάκια της θεριεύοντας ξαφνικά άρχισαν να ξεμυτίζουν από παντού και να την πνίγουν. Έτριβε τα μάτια, τη μύτη και τ’ αυτιά της βλαστημώντας σιωπηρά την αλλεργία της που φούντωνε ανεξέλεγκτα. Έσπευσε στο κοντινότερο φαρμακείο για αντισταμινικό. Δεν είχε προλάβει να πληρώσει όταν χτύπησε το κινητό και μέσα στο πανικό τής ακατάσχετης καταρροής απάντησε λησμονώντας την απόφασή της για δέκα μέρες καθαρτικής απομόνωσης στη φύση.

Στριφτόμπολας, ακούστηκε να λέει μια βαθιά φωνή, μετά κενό κι ο ήχος της γραμμής που έκλεισε. Στάθηκε στιγμιαία σαστισμένη κι ύστερα έριξε ένα θριαμβευτικό φτέρνισμα που αντιλάλησε σε όλα τα γύρω βουνά. Και τότε αναστήθηκε στη μνήμη της το σύνθημα της παλιάς αντιχουντικής συντροφιάς. Λες να με πήρε κάνα μάτι; Αλλά εδώ πάνω; Έψαξε να βρει τον αριθμό που την κάλεσε αλλά η οθόνη του κινητού την πληροφόρησε πως η κλήση ήταν Απόρρητη. Καθώς επέστρεφε στη πανσιόν αισθάνθηκε δεκάδες ζευγάρια μάτια να την τρυπούν πίσω απ’ τους θάμνους. Μάζεψε τα λιγοστά της μπαγκάζια κι έφυγε σαν κυνηγημένη. Απ’ όπου κι αν ξεφύτρωσε αυτό το τηλεφώνημα ήταν αποφασισμένη να παραμείνει μόνη.

Μπροστά στο δημοτικό σχολείο μια νεαρή μητέρα τραβολογούσε απ’ το μανίκι ένα κλαμένο τσολιαδάκι που κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του ένα χοντροκομμένο διαστημικό όπλο που πετούσε ακτίνες. Εκείνη προσπαθούσε να του ισιώσει τη φουστανέλα κι ο μικρός κλωτσούσε θυμωμένος το χώμα. Η Μαντώ χαμήλωσε ταχύτητα και τους προσπέρασε αργά κοιτώντας την σκηνή προβληματισμένη. Το τσολιαδάκι γύρισε και της έβγαλε τη γλώσσα προκλητικά.

Άρχισε ν’ ανηφορίζει το δρόμο για τον Χελμό ρίχνοντας κάθε τόσο κλεφτές ματιές από το καθρεφτάκι προς τα πίσω. Δεν την ακολουθούσε κανείς. Ησύχασε κάπως. Σκέφτηκε ότι πηγαίνοντας προς τα Καλάβρυτα ίσως περνούσε κι από την Στρέζοβα το χωριό του νονού της —Δάφνη την έγραφε πια ο χάρτης— να δει τα φημισμένα πράσινα νερά του Λάδωνα και τα πολύχρωμα καγιάκ. Σ’ όλη τη διαδρομή ο δρόμος ήταν άδειος, ταξίδευε ολομόναχη, δίχως βιασύνη, δίχως χρόνο, δίχως προορισμό. Το καταπράσινο Μαίναλο ολόγυρα ήταν η μόνη αδιάψευστη απόδειξη του υπαρκτού κόσμου. Το νοικιασμένο Πόλο έπλεε σ’ ένα γκρίζο σύννεφο πάνω από το οδόστρωμα, καμία τριβή. Κενό. Κρατούσε το τιμόνι χωρίς έλεγχο, την οδηγούσε ο δρόμος, όλα άδειαζαν από το νόημά τους. Δεν σκεπτόταν πια τίποτα. Άρχισε να αισθάνεται άσχημα, άδειαζε ξαφνικά κι εκείνη. Μια πινακίδα που έγραφε Λεβίδι, την οδήγησε στην πλατεία του χωριού. Σταμάτησε. Παράγγειλε καφέ και κρουασάν, ο πιτσιρικάς που πήρε την παραγγελία την κοίταξε μισοένοχα και μισοξινισμένα, συμβιβάστηκε με απλό τοστ.

Εκδήλωση για την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την θυσία
του ηρωικού διδασκάλου Δημήτριου Στριφτόμπολα
στην καθοριστική μάχη του Λεβιδίου στις 14 Απριλίου του 1821

Ομιλητής ο Δρ. Αθανάσιος Αναγνώστου
Καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Τετάρτη 14 Απριλίου 2021, στις 18.00 μ.μ.
στη Βιβλιοθήκη του Αρκαδικού Μουσείου Τέχνης και Ιστορίας Λεβιδίου

   Έμεινε για κάποια λεπτά αποσβολωμένη. Δυο χτυπήματα απανωτά ήταν πολλά, χρειαζόταν χρόνο για να τα αφομοιώσει. Κατακλύστηκε αστραπιαία από ανάκατα στιγμιότυπα των παιδικών της χρόνων, σκηνές με τον άχαρο μικρό Θανάση να τρέπεται σε φυγή κατακόκκινος με σκυμμένο κεφάλι, θυμήθηκε τις αμυδρές ενοχές της όταν μαθεύτηκε πως η οικογένεια μετακόμισε. Κι έπειτα η μαγική λέξη- ξόρκι αναδύθηκε από μέσα της μαλακά, λυτρωτικά, φτεροκόπησε για λίγο γύρω της κι έπειτα πέταξε προς τα έξω. Κοίταξε απέναντι το επιβλητικό άγαλμα της πλατείας, πλήρωσε βιαστικά συγκρατώντας με δυσκολία τον κόμπο στο λαιμό της που ανέβαινε ασυγκράτητος. Σηκώθηκε κι έτρεξε κοντά του. Μπροστά στο όμορφο ανάστημα του αγωνιστή που έλαμπε στο φως ξέσπασε σε τρανταχτούς λυγμούς.

* Η Ηρώ Νικοπούλου είναι ποιήτρια – εικαστικός