Scroll Top

Αντώνης Μπαλασόπουλος “Το βασίλειο της σκιάς” | Παρουσίαση από τoν Τζιοβάνη Γεωργάκη

Αντώνης Μπαλασόπουλος, Το βασίλειο της σκιάς, Θράκα 2024.

Γράφει ο Τζιοβάνης Γεωργάκης

Η εξαιρετική αυτή νουβέλα αρχίζει με μια επιγραφή: τρεις στίχους από το ποίημα «Ισραήλ» του Jorge Luis Borges:

«Ένας άνθρωπος που αποτελεί το Βιβλίο,

Ένα στόμα που υμνεί εκ βαθέων τη

Δικαιοσύνη των ουρανών.» (σελ. 7)

Αυτό το απόσπασμα λειτουργεί ως προπομπός για όσα ακολουθούν, ανοίγοντας ένα πεδίο αμφισβήτησης της υπόσχεσης μιας τελικής λύτρωσης, που δεν μπορεί πλέον να μονοπωληθεί από την εσχατολογική προσδοκία της Βίβλου. Στην Εβραϊκή Βίβλο, η συνεχής αλληλεπίδραση του Θεού με τον λαό Του κατευθύνεται προς την αναπόφευκτη κάθοδο του Μεσσία και την εκπλήρωση των υποσχέσεων του Θεού. Ωστόσο, το ποίημα του Borges ανατρέπει την ιδέα ότι η ανθρώπινη ιστορία καθοδηγείται από τη Θεία πρόνοια και ότι η Βιβλική αφήγηση εμπεριέχει την τελική εκπλήρωση της ανθρώπινης πορείας.

Αυτό εκφράζεται μέσω του πρώτου στίχου, «Ένας άνθρωπος που αποτελεί το Βιβλίο». Το Βιβλίο εδώ, με κεφαλαίο «Β», παραπέμπει στη Βίβλο, αλλά αντί να αποτελείται από τον Θείο Λόγο, αποτελείται από έναν άνθρωπο με στόμα και φωνή. Μέσω του ανθρώπου, βιώνεται η αντίφαση: φωνή και σιωπή, λόγος και αντίλογος, λογική και παραλογισμός, ομοιότητα και ετερότητα. Οι επόμενοι στίχοι υποδηλώνουν ότι η «δικαιοσύνη των ουρανών» αναδύεται από τον άνθρωπο, χωρίς κεφαλαιώδη αναγνώσματα και ερμηνείες. Αυτή η δικαιοσύνη δεν κατέρχεται από τους ουρανούς, αλλά αναδύεται από τα βάθη, μέσω αλληγοριών.

Το βασίλειο της σκιάς, ως δυστοπικό έργο, εντάσσεται στο είδος της κριτικής δυστοπίας. Ο Tom Moylan ορίζει την κριτική δυστοπία ως «μια ανύπαρκτη κοινωνία περιγραφόμενη με εκτενή λεπτομέρεια και συνήθως τοποθετημένη σε χρόνο και χώρο, την οποία ο συγγραφέας επιθυμεί να αντιληφθεί ο σύγχρονος αναγνώστης ως χειρότερη από τη σύγχρονη κοινωνία, αλλά που συνήθως περιλαμβάνει τουλάχιστον μία ευτοπική εστία ή παρέχει την ελπίδα ότι η δυστοπία μπορεί να ξεπεραστεί και να αντικατασταθεί από μία ευτοπία.»[1]

Πράγματι, Το βασίλειο της σκιάς μας μεταφέρει σε μια μεταποκαλυπτική Ελλάδα, που αν και τοποθετείται στο μέλλον, δεν ανήκει σε ένα τεχνολογικά αναπτυγμένο πλαίσιο. Αντιθέτως, οι συνθήκες είναι παρόμοιες με τις σύγχρονες, αλλά δραματικά επιδεινωμένες. Στην εναρκτήρια σκηνή, παρουσιάζεται μια ζοφερή εικόνα περιβαλλοντικής καταστροφής: αφόρητη θερμοκρασία, πυρκαγιές, διάβρωση εδάφους, πλημμύρες και κατολισθήσεις. Αυτό το περιβάλλον οδηγεί στον θάνατο την πλειονότητα των ζωντανών οργανισμών. Ο Μπαλασόπουλος γράφει: «Του Παναγή τα ζωντανά ψόφησαν ένα-ένα, κάθε μέρα κι από λίγα, απ’ τη δίψα και την ασιτία. Κακάριζαν και βέλαζαν και γρύλιζαν, καλώντας τον Θεό των ζώων μέχρι να τους φύγει η τελευταία πνοή στον καυτό αέρα» (σελ. 11-12).

Η επίκληση στον «Θεό των ζώων», σε έναν διαφορετικό θεό από εκείνον των ανθρώπων, είναι σημαντική. Η καταστροφή του κόσμου είναι τόσο συντριπτική που υπερβαίνει κάθε Βιβλική αφήγηση και σωτηριολογία, καθιστώντας τις αναγνωρίσιμες δομές καταστροφής και λύτρωσης ανεπαρκείς. Η καταστροφή διαχέεται σε κάθε διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Γράφει ο Μπαλασόπουλος: «Η καταστροφή της εμπιστοσύνης, των σχέσεων, του λεγόμενου κοινωνικού ιστού· η καταστροφή της σχέσης των ανθρώπων με τα παιδιά τους, με τους συζύγους τους, με τους γονείς τους· η καταστροφή της ίδιας της σκέψης για όλα αυτά, της προσπάθειας να συλληφθούν οι αιτίες· η οικονομική καταστροφή» (σελ. 15).

Αυτή η καταστροφή είναι τόσο ολική που περιλαμβάνει την αυτοκαταστροφή της. Όντως, η νουβέλα πραγματεύεται την παραγωγή της καταστροφής, την καταστροφή κάθε μορφής καταστροφής. Εντούτοις, δεν εξετάζεται μόνο η αυτοαναίρεση της καταστροφής αλλά και η επακόλουθη καταστροφική δύναμη που προκύπτει—η διπλή άρνηση που οδηγεί σε μια μοναδική κατάφαση. Η νουβέλα εστιάζει στην αναπαραγωγή της καταστροφής ως οντολογία: ως αυτόνομο και κυρίαρχο έργο που περιλαμβάνει κάθε ον και την κοινωνία των όντων.

Όπως γράφει ο Μπαλασόπουλος: «Δεν υπάρχει, δεν υπήρξε «η καταστροφή.» Αυτή είναι μια λέξη που κρύβει την πολλαπλότητα, την ετερογένεια, τον χαώδη συσχετισμό διαφορετικών καταστροφών, με διαφορετική πορεία εξέλιξης, κλιμακώσεις, πυκνότητα, κλίμακα έκφρασης. Και ίσως αυτό το ίδιο, ο προσανατολισμός σε μία και μόνο υποτιθέμενη καταστροφή, να ήταν μια ακόμα καταστροφή, μια καταστροφή του τρόπου σύλληψης της καταστροφής, η ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή» (σελ. 15-16).

Τα ζώα, τα ά-λογα πλάσματα, συλλαμβάνουν την οντολογική καταστροφή. Αυτή η σύλληψη είναι μια αντίφαση: η «ζάλη», ο αποπροσανατολισμός του λογισμού. Ο αποπροσανατολισμός αυτός είναι επώδυνος και δημιουργικός, εγκυμονεί το καινούριο, το φαντασιακό και το ριζοσπαστικά ελπιδοφόρο. Αυτός είναι και ο ορισμός της ευτοπίας ως κοινωνίας, όπως διατυπώνεται από τον Tom Moylan: «Ευτοπία ή θετική ουτοπία είναι μια ανύπαρκτη κοινωνία περιγραφόμενη με εκτενή λεπτομέρεια και συνήθως τοποθετημένη σε χρόνο και χώρο, την οποία ο συγγραφέας επιθυμεί να αντιληφθεί ο σύγχρονος αναγνώστης ως σημαντικά καλύτερη από την κοινωνία στην οποία ζει ο ίδιος ο αναγνώστης.»[2]

Η κριτική δυστοπία, ως καταστροφικό έργο, οδηγεί τελικά σε μια ευτοπία, καθώς οι συνθήκες που διαμόρφωσαν τη δυστοπία κρίνονται—καταργούνται και αναδομούνται δημιουργικά. Αυτή η κατάργηση και αναδόμηση προκύπτει μέσω μιας ά-λογης λογικής, μιας περίπλοκης, πολυεπίπεδης και πολλαπλής λογικής, την οποία η μονοδιάστατη, στείρα και μη-κριτική δυστοπία αδυνατεί να αντιληφθεί και να ενσωματώσει. Αυτή η άλλη πολλαπλή και ετερόκλητη καταστροφική λογική οδηγεί στην ευτοπία και στη ριζοσπαστική ελπίδα, και αυτή η ελπιδοφόρα ευτοπία είναι το καινούριο και το πρωτότυπο όπως το περιγράφει και αναπαράγει ο Μπαλασόπουλος στο τελευταίο κεφάλαιο της νουβέλας.

Ας εξετάσουμε, λοιπόν, λεπτομερέστερα Το βασίλειο της σκιάς ως κριτική δυστοπία, αντιπαραθέτοντάς το με την, ίσως, πιο πολυσυζητημένη μη-κριτική δυστοπία όλων των εποχών, την αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα στην αρχή του έβδομου βιβλίου του έργου Η Πολιτεία. Το βασίλειο της σκιάς αρχίζει με αφηγητή ένα άνδρα, ο οποίος παραμένει ανώνυμος καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Ενώ αρχικά κατευθύνεται προς τον βορρά, «εκεί που θα μπορούν να προσποιηθούν πως δεν έχει φτάσει ήδη το τέλος, πως δεν είναι ήδη πολύ αργά» (σελ. 13), συναντά όχι μόνο μια απελπιστικά ατελείωτη ουρά αυτοκινήτων στην εθνική οδό, αλλά και την τραγική διάλυση της «παραδοσιακής» οικογένειας της Δήμητρας. Ο άντρας της, που «μοιάζει με θλιμμένο κλόουν σε παλιές σειρές» (σελ. 25), εγκαταλείπει ξαφνικά την οικογένειά του, βγαίνοντας από το αυτοκίνητο και περπατώντας «ήσυχα προς το τίποτα» (σελ. 25). Ο ανώνυμος αφηγητής αποφασίζει να παρέμβει και, αντιλαμβανόμενος ότι η Δήμητρα δεν ξέρει να οδηγεί, προσφέρεται να πάρει αυτή και το παιδί της μαζί του. Συνειδητοποιεί επίσης ότι δεν γνωρίζει πραγματικά εάν η πορεία προς τον βορρά είναι σωτήρια και μοιράζεται τις αμφιβολίες του με τη Δήμητρα. Σε αυτό το σημείο, ο άνδρας αποφασίζει όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για τους τρεις—και συμβολικά για ολόκληρη την κοινωνία—να κάνει αυτό που φαίνεται πρωτίστως παράλογο: να στρίψει και να κατευθυνθεί προς τον ακόμη πιο καυτό και αφιλόξενο νότο. Λέει στους άλλους δύο, σαν να μονολογεί: «Εμείς. Εμείς μπορούμε να στραφούμε στον νότο. Ίσως είναι η μόνη μας ελπίδα» (σελ. 38). Ο προορισμός είναι το Σπήλαιο Γλυφάδα Διρού.

Η κατάβαση προς το «βασίλειο της σκιάς» αποτελεί μια αντιστροφή της πλατωνικής αλληγορίας. Στην αλληγορία του Πλάτωνα, ο δεσμώτης απελευθερώνεται και ανέρχεται προς το φως, αντιλαμβανόμενος την αλήθεια.[iii] Στη νουβέλα, αντίθετα, οι χαρακτήρες κατεβαίνουν στο σπήλαιο, εστιάζοντας σε αυτό που η πλατωνική αλληγορία αγνοεί: τις κοινωνικές αντιφάσεις που συνθέτουν τη σκλαβιά της κοινωνίας των δεσμωτών.

Για Το βασίλειο της σκιάς, η σημαντική απορία δεν προκύπτει από το ακόλουθο πλατωνικό ερώτημα: «Πως είναι δυνατόν ο τόπος ιδεών—ως τόπος αδιανόητος και αδιάκριτος—να έχει ήδη προσφέρει διάνοια και διάκριση μέσω απατηλών σκιών που μόνο παραμορφώνουν αυτόν τον ιδεατό τόπο;» Τουναντίον, το ερώτημα άξιο απορίας εδώ είναι το αντίστροφο: «Πως είναι δυνατόν ο τόπος των σκιών—ως τόπος αδιανόητων και αδιάκριτων υλικών και κοινωνικών αντιφάσεων—να έχει ήδη προσφέρει διάνοια και διάκριση μέσω απατηλών ιδεών που μόνο παραμορφώνουν αυτόν τον υλικό και κοινωνικό τόπο;» Πράγματι, η αντιστροφή της πλατωνικής αντιστροφής μας φέρνει αντιμέτωπους με την αντιφατική καταστροφή του κοινωνικού φαινομένου που ονομάζουμε καπιταλισμό και την απατηλή και παραμορφωμένη ιδεολογία που τον διακατέχει.

Στη νουβέλα, συναντούμε πολλαπλές καταστροφές. Κατά τη διάρκεια του μεγάλου πολέμου, η «βαναυσότητα» των πολιτισμένων κρατών επέφερε την «επιστροφή στα προτεκτοράτα και τις αποικίες» (σελ. 20) . Μετά τον πόλεμο, οι ηττημένοι «βάρβαροι» δεν ήταν πρόθυμοι να επιστρέψουν στην παλιά τους ζωή, και οι οικονομίες των νικητών «κατέρρευσαν ραγδαία και ανεπανόρθωτα» (σελ. 21). Η απόλυτη κυριαρχία των προηγμένων καπιταλιστικών οικονομιών οδήγησε στην καθολική ήττα του καπιταλισμού. Το κυρίαρχο γίνεται το ηττημένο.

Στο μετακαπιταλιστικό βασίλειο της σκιάς, όσοι επιβιώνουν είναι εκείνοι που η καπιταλιστική κοινωνία είχε κρίνει ως άθλιους και ανάξιους. Η Δήμητρα, που δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδί, υιοθετεί ένα ορφανό, πιθανώς προσφυγόπουλο, που δεν έχει όνομα και δεν μιλάει. Ο ανώνυμος αφηγητής είναι ένας αποτυχημένος, άκληρος εργένης. Οι μουσουλμάνοι εργάτες, στερημένοι αξιοπρεπούς συμπεριφοράς, ζουν μια ζωή που αξίζει λιγότερο από ένα φρούτο. Ο Σικ εξομολογείται: «Το αφεντικό μας έκοψε το νερό στους εργάτες για να το πίνουν οι φράουλες» (σελ. 45).

Όλοι αυτοί οι απόκληροι κληρονομούν τον κλήρο της καταστροφής. Αυτή η αναδιανομή είναι σύμπτωμα της ίδιας της καταστροφής. Πρόκειται για μια μεταστροφή προς αυτό που ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσε ποτέ να αναγνωρίσει, να εκτιμήσει ή να εμπορευματοποιήσει. Η μεταστροφή αυτή είναι ακέφαλη και άναρχη, χωρίς συγκεκριμένη αρχή που να την παράγει ή να την υπολογίζει ως παράγωγο. Παραμένει μια αντιφατική περιουσία: ένα δώρο για όλους και ταυτόχρονα για κανέναν ξεχωριστά. Το κοινωνικό αγαθό που παραμένει είναι αντιφατικά κοινό.

Αυτή η μεταστροφή προς το αντιφατικό κοινωνικό αγαθό αποτελεί το διακριτικό γνώρισμα της νέας κοινωνίας του σπηλαίου και των σκιών. Λειτουργεί ως ο κοινωνικός συνδετικός κρίκος, ενισχύοντας την αλληλεγγύη και την αλληλοϋποστήριξη μεταξύ των χαρακτήρων, επιτρέποντας την επιβίωσή τους. Δίνει φωνή στο άφωνο παιδί, επιτρέποντάς του να γράφει μετακριτικά στο ημερολόγιό του. Το παιδί μετονομάζεται σε «Το Φοβούνται» και μετατρέπεται σε θρυλικό πολεμιστή που προστατεύει την κοινότητα.

Η μεταστροφή επιτρέπει στους μουσουλμάνους εργάτες να πιστεύουν σε έναν θεό χωρίς αρχή, που δεν κρίνει και δεν καθορίζει τους πιστούς του ως εκλεκτούς. Έχουν ως προτεραιότητα το μέλλον της κοινότητας, φροντίζοντας και προστατεύοντας τους άπιστους χωρίς διακρίσεις. Προσφέρουν φρέσκα ψάρια και αγαθά χωρίς αντάλλαγμα, καταργώντας την οικονομική συναλλαγή ως κύριο μηχανισμό διανομής πόρων.

Η μεταστροφή φέρνει τη Δήμητρα και τον Αμπντούλ να ενωθούν, επαναφέροντας τη γονιμότητα στη μήτρα της Δήμητρας και εξασφαλίζοντας τη φυσική επιβίωση της κοινωνίας του σπηλαίου.

Θα ήθελα να κλείσω με δυο λόγια για τη ριζοσπαστική ελπίδα ως την αρχή των πάντων, ως την απολύτως κενή και αρνητική ουτοπία που επιτρέπει τη μετατροπή της δυστοπίας σε ευτοπία. Αυτή η ελπίδα αποτελεί τον ορίζοντα για την καταστροφή της καταστροφικής δυστοπίας, την αντίφαση της αντιφατικής δυστοπίας. Είναι η διπλή άρνηση που επιτρέπει την έλευση μιας εξαιρετικής κατάφασης—αυτής της ευτοπίας—που καλωσορίζει τα πάντα χωρίς εξαίρεση με κριτική διάκριση, αναγνωρίζοντάς τα ως αντιφατικές σκιές.

Έτσι, αναστέλλει το κατανοητό παρόν ως μια νέα σκιώδη αντίφαση και αναμένει το μέλλον σαν μια ανάμνηση από το πλέον μακρινό παρελθόν: την αρχή της αρχής, την πανάρχαια καταστροφή, την καταστροφή της ίδιας της καταστροφικής μεταστροφής. Αυτά μας μεταφέρει και ο Άρης, ο νέος άνθρωπος, δικανικός ανθρωπολόγος, που επιστρέφει στη σπηλιά 220 χρόνια μετά, με σκοπό να ανακαλύψει την απαρχή και την ιστορία της γενεάς του, εντοπίζοντας υλικά τεκμήρια. Γράφει ο Μπαλασόπουλος στην τελευταία σελίδα της νουβέλας: ««Γαμώτο!», λέει ο Άρης βουρκωμένος. «Γι’ αυτό αγαπώ αυτή τη δουλειά. Είναι σαν να θυμάμαι κάτι, αυτό είναι. Σαν να θυμάμαι κάτι που δεν γνώρισα»» (σελ. 100).


[1] Tom Moylan, Scraps of the Untainted Sky: Science Fiction, Utopia, Dystopia. Westview Press, 2000. Βλέπε σελ. 195. Μετάφραση από το αγγλικό κείμενο: Τζιοβάνης Γεωργάκης.

[2] Tom Moylan, Scraps of the Untainted Sky: Science Fiction, Utopia, Dystopia. Βλέπε σελ. 74. Μετάφραση από το αγγλικό κείμενο: Τζιοβάνης Γεωργάκης.

[iii] Πλάτων, Πολιτεία. Μετάφραση Ν. Μ Σκουτερόπουλος. Πόλις, 2002. Βλέπε 514a-517a, σελ. 502-509. 

Βιογραφικό Τζιοβάνης Γεωργάκης

Βιογραφικό Αντώνης Μπαλασόπουλος