Η ποιητική συλλογή Βιογραφία ενός χεριού του Κωνσταντίνου Νικολάου, ένα φροντισμένο και κομψό βιβλίο 87 σελίδων σε πολυτονικό, κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2022, από τις εκδόσεις Περισπωμένη. Δύο προκαταρκτικά δεδομένα σε σχέση με το βιβλίο και τον ποιητή: Το πρώτο – μέσα σε αυτόν τον ενάμισι χρόνο κυκλοφορίας της, έχουν γίνει μόλις δύο παρουσιάσεις. Και το δεύτερο – ο Νικολάου έχει υπερβεί το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του και, μοιραία, οδεύει στα σαρανταπέντε. Γιατί τα λέω αυτά; Για να σας επισημάνω πως ο ποιητής μας έχει αντιληφθεί τη σημασία της βραδύτητας –εμφανίζεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο αργά και δεν κυνηγάει ασθμαίνοντας τον χρόνο∙ βραδύτητα, η οποία, δεν είναι μόνο ευθέως ανάλογη με το βάθος της γνώσης και την ποιότητα της απόλαυσης αλλά και, όπως διατείνεται ο Κούντερα, με την ένταση της μνήμης.
Από τα 39 ποιήματα της συλλογής που εκτείνονται σε τέσσερις ενότητες, περισσότερα από τα μισά αναφέρονται σε ιστορικά, κυρίως, ή μυθολογικά πρόσωπα και έργα τέχνης. Ο Ροντέν και ο Σκεπτόμενος, ο Βερμέερ και το Κορίτσι με το σκουλαρίκι, ο Θερβάντες, ο Ντε Κίρικο, ο Χόπερ, αλλά και ο Κόμμοδος, ο Βρετανικός, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Ναπολέων, ο Μπουκόφσκι, η Σέξτον, ο Αστυάναξ, ο Ηρακλής, ο Δίας και άλλοι, παρελαύνουν και αισθητοποιούνται στην παρούσα συλλογή. Άραγε, αυτή η διακειμενική υπερφόρτωση, που είναι άμεση και ρητή, έχει να κάνει με μια ναρκισσιστική επίδειξη ευρυμάθειας, εκ μέρους του ποιητή, και μια προσπάθεια διεκδίκησης και κατοχύρωσης του τίτλου του poeta doctus; Νομίζω πως θα τον αδικούσαμε εάν του προσάπταμε αυτήν την ευκολία.
Ο Νικολάου χρησιμοποιεί την Ιστορία ή τον μύθο ώστε να αναγάγει με κρυπτικό, και άρα ποιητικό, τρόπο το παρόν στο ιστορικό ανάλογο του παρελθόντος. Αυτή η αντιστοιχία του παρόντος με το παρελθόν, η διαλεκτική σχέση του «τώρα» με το «τότε» – που δεν είναι παρά η ιστορική μέθοδος του ισχυρού προγόνου του, του Καβάφη–, προσδίδει στην ποίησή του αφενός την απαιτούμενη ποιητική υπαινικτικότητα και μοντερνιστική πολυσημία, αφετέρου μια ανιούσα δραματικότητα που κορυφώνεται μέσω πολλαπλών αντανακλάσεων. Η ιστορική πραγματικότητα και ο εδραιωμένος στο συλλογικό ασυνείδητο μύθος, λειτουργεί ως πρόσχημα για φιλοσοφικό στοχασμό, ως αφορμή να καταγραφεί η έκκεντρη τυχαιότητα (ναι, αυτό που λέμε μοίρα) και η ματαιότητα της ατομικής – ανθρώπινης περιπέτειας, που δεν καταγράφηκαν στην ιστορία.
ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ ΓΙΑ ΚΛΑΜΑΤΑ
Με ρωτάς για την υστεροφημία σου.
Να σε πληροφορήσω λοιπόν
πως αμέσως μετά τον θάνατό σου
ο γιατρός σου Φραντσέσκο Αντομάρτσι
σ’ευνούχισε μπροστά σε δεκαεπτά μάρτυρες
γιατί όπως ισχυρίστηκε τον άφησες εκτός διαθήκης.
Μόνο το ατροφικό σου πέος
διατηρείται πλέον ανέπαφο
σ’ένα μικρό κουτί στο Νιου Τζέρσευ.
Σε αρκετούς μαλιστα
προκαλεί μεγαλέτερο ενδιαφέρον
από όσα σπουδαία κατόρθωσες
ως στρατηγός και αυτοκράτορας.
Είχες δίκιο τελικά.
Εσύ έκανες όλους τους υπολογισμούς
και η μοίρα τους υπόλοιπους. {…}
Η αποσταγματική ουσία αναδύεται στο τέλος με τρόπο λοξό, μέσω ενός ειρωνικού πλέγματος διακειμενικών αναφορών, μιας παιγνιώδους αυξομείωσης του φωτός, της απόκρυψης και της αποκάλυψης, και εν τέλει της σταδιακής και «ερεθιστικής» αφαίρεσης των ιστορικών επικαλύψεων. Η απρόοπτη ανατροπή, «ζουρλαίνει» –όπως θα έλεγε και ο δάσκαλός μου Σουλιώτης– τους υποψιασμένους αναγνώστες. Τώρα πια παρελθόν και παρόν διαδρούν, το ένα ερμηνεύει το άλλο, όλη η ιστορία χωράει στο παρόν του ποιήματος.
Πέραν του Καβάφη, ο άλλος ισχυρός επιδραστικός πρόγονος του Κωνσταντίνου Νικολάου είναι ο Πολωνός Χέρμπερτ, διαμεσολαβημένος, κυρίως, από τον βασικό μεταφραστή του στην Ελλάδα, Χάρη Βλαβιανό. Η συμβολιστική χρήση της ιστορίας, η διανοητικότητα –που δεν εκπίπτει ποτέ σε άνευρη εγκεφαλικότητα– και η δεσπόζουσα ειρωνεία, που προκύπτει από τη σύγκρουση του «πεπερασμένου» του ατόμου με δυνάμεις ακατάβλητες, το ευφυές χιούμορ που αποδραματοποιεί την τραγική μοίρα, ο ευρηματικός αιφνιδιασμός και η έκτυπη λογιότητα του Νικολάου, ανιχνεύονται με ευκρίνεια στην ποίηση του Καβαφικού Χέρμπερτ. Εάν στα παραπάνω στοιχεία προσθέσουμε την πεζολογία, την αφηγηματική δεξιοτεχνία, τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων και την απουσία λυρικού/εξομολογητικού τόνου και φωνασκούντος προσωπικού βιώματος, τότε με ασφάλεια μπορούμε να πούμε πως το ποιητικό σύμπαν του Κωνσταντίνου Νικολάου έχεις σαφείς αναλογίες με το αντίστοιχο του Πολωνού.
Τέως θεός
Οι γείτονες, αηδιασμένοι, σχολιάζουν:
— Τόσον καιρό άνεργος στα μετακόσμια,
έγινε οκνηρός.
Δεν έχει διάθεση για πρόνοια […]
Στην πόρτα, ακούγεται το κλειδί του να γυρίζει.
Απ΄ τα θερινά ανάκτορα γύρισε εσπευσμένα.
Οι φήμες τελικά είν’ αληθινές (;)
Ο Δίας — μόνος —
αγνώριστος από το πάχος,
βούλιαξε με πάταγο
σε μια ετοιμόρροπη πολυθρόνα στο σαλόνι.
Εξαντλήθηκε να κάνει
άσκοπους κύκλους στο διάστημα.
( Ο χαμένος χρόνος τον εξάρθρωσε.)
Δε νιώθει πλέον, να ορίζει τον εαυτό του.
Αμίλητος, ατμίζει με βλέμμα απλανές.
Δεν είν’ ευερέθιστος όπως παλιά.
Στην εποχή του,
ως διαβόητος ηγέτης, έγινε μύθος.
Τ’ όνομά του δόθηκε σ’ έναν γιγάντιο πλανήτη.
Τώρα μ’ αυτό, στους δρόμους, γυρίζουν σκύλοι
και ομάδες αστυνομικών με μηχανές.
Απομονωμένος σε λίγα τετραγωνικά,
αναπολεί τη χαμένη του αίγλη.
Συγκινήθηκε με τη γιορτή που έστησαν
προς τιμήν του στο Λιτόχωρο […]
Περιμένοντας ένα θαύμα,
η έννοια του χρέους
επαναπροσδιορίζεται ερήμην του.
Δεν κατάλαβε πως πέρασε η ώρα.
Γέμισε το πιάτο, με ό,τι βρήκε στο ψυγείο.
Η τηλεόραση τον νανούρισε
μέχρι που βυθίστηκε
σε ύπνο χωρίς όνειρα.
Νομίζει ότι κοιμάται.
Ενδιαφέρον στοιχείο της ποίησης του Νικολάου είναι τα ποιήματα ποιητικής στα οποία καταθέτει το ποιητικό του φρόνημα. Ετσι, στο ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο Ύφος προς αποφυγή, στηλιτεύει τα λυρικοπαθή επίθετα και τη συναισθηματική υπερχείλιση, ενώ στο ποίημα Ευχαριστήριο, που το αφιερώνει στους μελοδραματικούς ποιητές, γράφει
Οι μούσες θανατώνονται
Με θολά νοήματα
Τετριμμένες μεταφορές
Θαμβωτικά επίθετα.
Να και κάτι
Που μάθαμε από εσάς.
Η εν λόγω αυτοαναφορικότητα συχνά εκφράζεται κατά τρόπο αποφθεγματικό και γνωμοδοτικό, όπως στο ωραίο ποίημα Ανομοιοκατάληκτος ρεαλισμός, όπου ο Νικολάου, σχολιάζοντας τη γνωστή άποψη του Ωντεν για τον ελεύθερο στίχο, μας διαβεβαιώνει πως όπως υπάρχουν τσαλακωμένες ρίμες/ άλλο τόσο υπάρχουν σιδερωμένοι ελεύθεροι στίχοι, ή απευθυνόμενος στον εκάστοτε ποιητή δια στόματος Μπουκόφσκι, λέει: «βρες αυτό που αγαπάς κι αφησέ το να σε σκοτώσει, μην περιμένεις να σε σκοτώσει κάτι που ήδη είναι νεκρό».
Ο Κωνσταντίνος Νικολάου είναι επικοινωνιακός ποιητής. Μολονότι τα ποιήματα της παρούσας συλλογής κινούνται στις παρυφές της ιστορίας και το φιλοσοφικό τους φορτίο δεν είναι αμελητέο, είναι «ανοιχτά», είναι δραστικά με την έννοια της αμεσης αισθητικής συγκίνησης και της ποιητικής ανταπόκρισης. Παρόλα αυτά, υπάρχουν διευκρινιστικές υποσημειώσεις που διευκολύνουν τον αναγνώστη, απόδειξη της διάθεσης –και της ανάγκης– του ποιητή να επικοινωνήσει με το κοινό του, να αποκαλύψει τη βιοθεωρία και κοσμοθεωρία του, χωρίς να εκπέσει –προσέξτε το αυτό– στο «πιασάρικο» και εύκολο βιωματικό στριπτήζ κάποιων ποιητών της εποχής μας. Στην κατεύθυνση της αυτοαποκάλυψης ή καλύτερα αυτοσύστασης του εαυτού του, κινούνται ο τίτλος Βιογραφία ενός χεριού, στον οποίο υπονοείται αν όχι η πίστη στη μοίρα, σίγουρα η πίστη στην αλληλοδιαδοχή συμπτώσεων που θεμελιώνουν και ξεθεμελιώνουν ζωές και φήμες, τα μότο του Επίκτητου και του Χέρμπερτ (που υποδηλώνουν τη σχετικότητα και την «υλικότητα» της φαντασίας αντιστοίχως) και, κυρίως, η αφιέρωση: της Μαρίας, που δίνει νόημα στα πάντα. Γιατί η ποίηση δεν επαρκεί…
Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας, λοιπόν, επισημαίνω τα εξής:
Πρώτον: Ο Κωνσταντίνος Νικολάου, εκκινώντας από ασφαλείς αφετηρίες (τον Καβάφη και τον Χέρμπερτ) περιηγείται όχι στις φωταγωγημένες λεωφόρους της ιστορίας αλλά στις υποφωτισμένες ψυχολογικές ατραπούς των πρωταγωνιστών της. Δεν ενδιαφέρεται για το προφανές, αλλά για το περιφερειακό και το έλασσον. Ξέρει ότι από τα ελάσσονα προκύπτουν τα μείζονα. Στην ποίηση και παντού.
Δεύτερον: Διαβάζει τις γραμμές ζωής που υπάρχουν στην παλάμη μας –άλλοτε μεγάλες και βαθιές και άλλοτε βραχείες– διαβάζει τη βιογραφία και τη μοίρα μας. Ξέρει εκ του σύνεγγυς, βλέπετε, είναι γιατρός, ότι η θνητότητα είναι η μόνη απόλυτη πραγματικότητα. Για όλους.
Τρίτον: Ο ποιητής μας γνωρίζει, όσο κανείς άλλος, τη ματαιότητα του «ανθρώπινου», τη μεταστροφή της τύχηςˑ η πίκρα, η φθορά, η οδύνη βρίσκονται στον πυρήνα της ποίησής του. Και όμως δεν υπάρχει τίποτα τεθλιμμένο σ’αυτήν. Η ειρωνεία και το χιούμορ προσδίδουν στη συλλογή του μια αέρινη βαρύτηταˑ τη βαθιά επιφάνεια.
Και Τέταρτον: Το τελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο Τι μένει αποδίδεται σχηματικά ως κώνος και η βάση του ως κλεψύδρα.
Είχε δίκιο ο Γιουνγκ όταν διατύπωνε τη θεωρία της συγχρονικότητας.
Κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει. Αυτός έβλεπε παντού ψάρια ενώ
εσύ βλέπεις κώνους[…] Κώνος το χωνάκι που κρατά ένα
παιδί στο χέρι […]κώνος η κόλαση του Δάντη
όπως την απεικόνισε ο Μποτιτσέλι.
Κώνος κι αυτά τα λίγα γράμματα
που σωρεύονται στη
βάση
της
κ
λεψ
ύδρας.
Ο Γιουνγκ βλέπει ψάρια. Ο Ποιητής κώνους και χρόνο (κλεψύδρα).
Εγώ, πάλι, βλέπω ένα ποτήρι για μαρτίνι. Και φαντάζομαι τον Κωνσταντίνο Νικολάου να λέει όχι την κλασική ατάκα του Τζέημς Μποντ «shaken, not stirred” αλλά, υψώνοντας το ποτήρι, την αγαπημένη απόφανση του Γκοντάρ “Η Ποίηση είναι ένα παιχνίδι χαμένων-που-τα-παίρνουν-όλα”.