Χριστίνα Καραντώνη, Από βροχή σε βροχή, εκδ. Ροδακιό, 2021
Γράφει η Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου
Περί φωτογραφίας και… ποιήσεως: Χριστίνα Καραντώνη Από βροχή σε βροχή
Το καλαίσθητο λεύκωμα–ποιητική συλλογή της Χριστίνας Καραντώνη με τίτλο, Από βροχή σε βροχή, εκδόσεις το Ροδακιό (2021), περιλαμβάνει 42 φωτογραφικά αποτυπώματα και 42 άτιτλα ποιήματα σε ελεύθερο, νεωτερικό στίχο. Έργο πολυεπίπεδο και πολυσήμαντο. Έλκει την καταγωγή του από την αρχαία ελληνική σκέψη και φιλοσοφία. Η ποιήτρια Χριστίνα Καραντώνη με το παρόν βιβλίο, μας συστήνεται και ως φωτογράφος. Η φωτογραφική ματιά της αποτελεί την ερμητική και αινιγματική προέκταση της ποιητικής ματιάς. Τα στιγμιότυπα που περιλαμβάνονται στη συλλογή αποτελούν το φωτογραφική απεικόνιση κάθε ποιήματος.
Η γλώσσα είναι «εύρωστη», διεισδυτική, εικονοποιητική, συμβολική και παράλληλα δωρική. Η παράθεση των φωτογραφιών γίνεται σε πέντε (05) ενότητες, όπου εναλλάσσονται τοπία, άνθρωποι και τοπία, αενάως δέσμιοι στη φθορά: Πισώπλατα χτυπούσε η φθορά / Λόγχιζε όνειρο / Νερά αποταμίευε για τέλμα // Την καρτερία δανειζόσουν απ’ το φως / καθώς έσβηνε τα βουνά μπροστά / καμβά ξεδίπλωνε λευκό // το πέραν ζωγράφιζες / απ’ τα δεσμά του τότε // και εδώ (σ. 63). Η γλώσσα είναι το «όχημα» της σκέψης της ποιήτριας, η οποία καταδύεται στο πιο μικρό κύτταρο των πραγμάτων και αναδύεται μέσα από τη βροχή στην όχθη της φιλοσοφίας της ζωής. Οι καθημερινές περιπλανήσεις και αποδράσεις της, οι αναδρομές, οι ενατενίσεις και τα οράματά της, εκφράζονται μέσα από αυτή τη σειρά των φωτογραφιών σε συνδυασμό με τα ποιήματα. Είναι οι εμπειρίες, τα βιώματα, τα ταξίδια, τα όνειρα, οι μεταπλάσεις και οι αναγνώσεις της, οι οποίες διαπνέονται από υπόγεια νοήματα, συχνά σκοτεινά και δυσπρόσιτα.
Λεύκωμα ιδιαζόντως ενδιαφέρον στη σύλληψή του, χαρακτηρίζεται από τη λιτότητα και την ποιότητα της φωτογραφίας αλλά και των στίχων, όπου εικόνα και λόγος μοιράζονται την οπτική γωνία, τον χρόνο, τον χώρο, τα πρόσωπα, τη χρήση συμβόλων. Η δημιουργός ‒ πλάνητας της τέχνης και της ζωής, μέσω του φακού και των λέξεων, πραγματώνει «υδάτινες διαδρομές», υλοποιώντας ταξίδια είτε με φυσικό είτε με νοερό τρόπο. Στη διπλή αυτή αποτύπωση, της τέχνης της φωτογραφίας και της τέχνης της ποίησης, η Χριστίνα Καραντώνη κερδίζει και στα δύο! Ο συνδυασμός των αντικριστών εικόνων και ποιημάτων δημιουργούν μία πρωτότυπη σύνθεση. Σαράντα δύο (42) φωτογραφίες και ποιήματα με συμπαντική διάσταση διάθεση οι οποίες κυριαρχούν στον χωροχρόνο, βουτώντας δυναμικά στη στεριά, στη θάλασσα, στον ουρανό και στην ανθρώπινη νόηση. Μεθοδικά ‒η πολυδιάστατη Χριστίνα Καραντώνη‒ αποτυπώνει το θαύμα κάθε «νοτισμένης στιγμής» με στίχους ψυχής: Ψυχή υδρόβια / στης αθανασίας την παραμυθία / αφέθηκες / Μεσούντων των μουσώνων // σταγόνες ψιχία (σ. 17).
Κατά τη γνώμη μου σ’ αυτό το βιβλίο-λεύκωμα η φωτογραφία και ο ποιητικός λόγος διεκδικούν τη θέση τους στην οπτική και στη ρηματική δυναμική. Στη φωτογραφία ‒εμπειρία αιχμαλωτισμένη‒ αποτυπώνεται κάτι το δραματικά πρωτογενές, που καθίσταται πηγή έμπνευσης για την ποιήτρια αλλά και τον θεατή-αναγνώστη και προκύπτει μια νέα διήγηση ή διαφορετική αποτύπωση του ποιητικού λόγου. Ο ποιητικός λόγος αγκαλιάζει τη φωτογραφία, εμπνεόμενος από αυτήν. Έτσι οι δύο τέχνες αλληλοδιαπλέκονται και ζωντανεύει η φωτογραφία. Μεταμορφώνεται από την ίδια τη μεθοδική φωτογράφο και ποιήτρια Χριστίνα Καραντώνη ‒άριστη χειρίστρια της ελληνικής γλώσσας‒ που εξυψώνει αριστοτεχνικά τη φωτογραφία–εικόνα σε στίχους: Από τη θάλασσα η βροχή, τα ποτάμια /‒δις το εμβήναι και τρις‒ / χνότο που δε χάνεται επιστρέφει // Βαθεία η εκπνοή τής γης / χοάνη της η αγκάλη (σ. 11).
Από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους ο Αναξιμένης είναι αυτός που θεωρεί το νερό ως την πηγή (αρχή) του κόσμου. Θεωρεί ότι όλα τα όντα και τα πράγματα ‒υλικά ή μη‒ είναι συμπυκνώσεις του πρωταρχικού ύδατος. Φυσικά δεν εννοεί το φυσικό νερό αλλά μια κατάσταση της φύσης, μια μορφή ενέργειας. Η ποιήτρια νιώθει μέσα στον χειμέριο καιρό μια καταβύθιση της ύπαρξής της, μίαν απομόνωση στα σκοτεινά βάθη της μοναξιάς και της νόησης. Η βροχή δίνει την εντύπωση της δυσκολίας, του εμποδίου, της φραγής από και προς τον έξω κόσμο! Η επαφή με το νερό φέρνει πάντα ανάπλαση! Τα νερά διασπούν και καταλύουν τις μορφές, «νίπτουν ανομήματα», έχουν ενέργεια εξαγνισμού, αλλά και αναγέννησης: Ως μη αποχρώντα / τον λόγο βύθισες / να πνιγεί μα // βγήκαν αγκάθια, φύλλα / Νοτισμένη υπόνοια πως /και κάποιοι // πιθανώς / ανθοί (σ.41).
Η βροχή είναι για πολλούς λαούς το ουράνιο σπέρμα που γονιμοποιεί τη γη και την κάνει να βλασταίνει. Η βροχή «βλασταίνει» και τη φαντασία της Καραντώνη ‒εικονογραφική και ποιητική‒ και φανερώνει την ανάγκη της να κατανοήσει τα αδιανόητα φυσικά φαινόμενα με την όραση μέσω του φακού και της πένας, εκφράζοντας έτσι τη δύναμη των εικόνων αλλά και του λόγου. Μέσα από τον φακό της φωτογραφικής μηχανής αντικρίζει τη βροχή που καθαίρει την ψυχή της, αποτυπώνοντας παράλληλα σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα με την ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας που αγαπά και έχει κατακτήσει μ’ έναν τρόπο ιδιαζόντως μαγικό. Σαν να βρέχει μέσα της και να βαραίνει η μελαγχολία την ψυχή της, ραίνοντας με στάλες βροχής σώμα και πνεύμα…
Θαρρώ πως έχουμε όλοι «γευτεί» τις μαγεμένες στάλες της βροχής να ηχούν στα αυτιά μας, να ηλεκτρίζουν και να μουσκεύουν το κορμί μας καθώς και να δροσίζουν τη γλώσσα μας. Ο φακός εξακτινώνει τις προσδοκίες με αμέτρητα σήματα και μηνύματα, ποικιλότροπους γκρίζους ιριδισμούς και κραδασμούς ψυχής που δίνουν ουσία στον χώρο και στον χρόνο. Ολοζώντανες οι εικόνες εναλλάσσονται, νοσταλγικές σκέψεις και εμπειρίες βροχής αναβιώνουν, διαβάζοντας τους ηχοποίητους στίχους της Καραντώνη: Υδαρή τα τοπία της μνήμης / με τα περιγράμματα του ενός εντός να / εισχωρούν του άλλου // Έως αλώσεως διαβρώνουν αποκλεισμούς / την ανελαστικότητα των βεβαιοτήτων πως έτσι (σ.13).
Η βροχή δίνει το έναυσμα για την έκφραση των συναισθημάτων που κυριαρχούν στο ποιητικό υποκείμενο. Το νερό διασπά, καταλύει, διαβρώνει, αναβλύζει στον χώρο και τον χρόνο και διεισδύει στο παιχνίδι της ποίησης, λες και «εκβάλλει» από τις φωτογραφίες: Ας βραχούν ας / καούν / συμπαγή στερεά τα οικοδομήματα /ότι χάσκουν // Αδιάβροχα έπειτα / όσα σ’ εμάς αφορούν /ή έστω-/ σαν (σ.15).
Βασικός άξονας του βιβλίου είναι το βρεγμένο τοπίο αναμεμειγμένο με το ανθρώπινο στοιχείο με μια διαφορετική ματιά∙ αυτή του εικαστικού ανθρώπου που μέσα από το «καδράρισμα» του φακού αποτυπώνει τη βροχή και τα συμβάντα αυτής, καθιερώνει νέους κανόνες ακοής, αφής, όρασης, όσφρησης και γεύσης, δίνοντας τους μια άλλη διάσταση μέσα από τους στίχους. Μια σταγόνα βροχής αρκεί για να πετύχει η δημιουργός ταυτόχρονα τη μαγική σύμπτωση φωτογραφίας και ποίησης. Η Καραντώνη δεν επιλέγει τις νοτισμένες στιγμές που φωτογραφίζει, φαίνεται ότι αυτές την επιλέγουν για να τους δώσει πνοή μέσα από τους στίχους της: Συντονισμένος με τις ρανίδες ο ρυθμός / γοργός κάποτε ή // αργός ασθμαίνων //τα βήματά μας όπως (σ.67).
Η Καραντώνη έχει έμφυτη ροπή προς το φιλόκαλο και με σκευή τη γραφή της ξεκινά από τα υποκείμενα της ανάγνωσης της φωτογραφίας, την απεικόνιση, δίνοντας στον αναγνώστη-θεατή την ευκαιρία να θεαθεί μορφές ανθρώπων κάθε ηλικίας, μέλη σωμάτων και ποικίλων άψυχων αντικειμένων. Μορφές και αντικείμενα βγαίνουν στο φως μέσα από τους στίχους, εκφράζοντας την αγωνία, την απόλαυση και την τρυφερότητα της δημιουργού. Η προσήλωση, η απορρόφηση, η μοναξιά, η ονειροπόληση, η απόλαυση, οι διάλογοι και η σιωπή των ανθρώπων γύρω και μέσα από τη βροχή είναι όλα παρόντα. Απεικονίζουν στιγμές από την καθημερινή ζωή, ατενίζουν το διαβρωμένο παρόν και το αβέβαιο μέλλον. Συχνά η φωτογραφία εγκλωβίζεται σ’ ένα φόντο από ποικίλους εξωτερικούς χώρους κτίρια, πάρκα, εκκλησίες: Μετά τρούλων κυρτή / η πίστη των καθαρμών / Από παντού μπάζει // Απορία βροχής εάν / αγιάζει τ’ αγιάζι (σ.19).
Οι λέξεις κλειδιά για το νερό της βροχής είναι ο ρυθμός και η μουσικότητα. Η ποιήτρια στοιχειοθετεί τον κόσμο του λευκώματος, προσδοκώντας από τη μια να αποδώσει την εικόνα τοπίων και ανθρώπων και από την άλλη να αισθητοποιήσει στους αναγνώστες ιδέες και τα συναισθήματα. Μαζί με τη μυστική μαγεία της βροχής και τις σκιές ανθρώπων που αχνοφαίνονται, αποκαλύπτονται πάθη ανθρώπων και παθήματα. Η κάθε περιπλάνηση της ποιήτριας μετατρέπεται σε μια δημιουργική εμπειρία και έχει το χάρισμα να αποσπά και να ενσωματώνει στον γραπτό της λόγο τα προσφερόμενα ερεθίσματα και να «μεταποεί» σε λέξεις τις συνθέσεις εικόνων ενίοτε «κρυπτογραφημένων»: Του μέσα χώρου το ξέφωτο / μπάζει νερά / Γλιστρούν απ’ το περβάζι τα βάζα // λόγια χυμένα στο δάπεδο // ερήμην του κουταλιού γλυκά (σ.81).
Στη φωτογραφική και ποιητική αυτή αποτύπωση «εκβάλλουν» ήρεμα και μελαγχολικά όλα τα στιγμιότυπα της βροχής έξω και έσω: Υδροσυλλέκτης το δέρμα / της υγρασίας μετάγγιζε τη δωρεά στην αφή /το σχήμα αμετάβλητο να κρατά των χεριών // την εγγύς μυρωδιά των σωμάτων (σ.35).Η γοητεία της ποίησης της Καραντώνη εδράζεται στο ότι τα κείμενα είναι πάντα ανοιχτά σε ερμηνείες. Η περιπέτεια της ανάγνωσης είναι αναμφισβήτητα μια περιπέτεια υποκειμενική. Ο αναγνώστης βιώνει ένα παιχνίδι με τις φωτογραφίες και τους στίχους που τις συνοδεύουν, αναζητώντας σύμβολα και σκέψεις. Ίσως, βλέποντας την ίδια φωτογραφία και ακούγοντας τον ίδιο στίχο, η φαντασία μας να μας οδηγήσει σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια.
Οι στίχοι κάποιες φορές σκοτεινοί και σιβυλλικοί μας ξαφνιάζουν και μας παρασύρουν σε άγνωστες διαδρομές. Δεν αποδίδονται με σαφήνεια και καλούμεθα να προεκτείνουμε τη φαντασία μας, περνώντας από την εικόνα στον λόγο και το αντίθετο, να ανοιχτούμε στις αισθήσεις μας και να τις εμπιστευτούμε. Να αφήσουμε τις στάλες της βροχής να μας αγγίξουν, να νιώσουμε τον ήχο, τη γεύση, το σχήμα, το χάδι τους και τη μυρωδιά της γης μετά τη βροχή. Να περπατήσουμε, ακολουθώντας τα βήματα της ποιήτριας, ανακαλύπτοντας εικόνες της καθημερινότητας όπου στάθηκε το βλέμμα της, απολαμβάνοντας εικόνα και λόγο ανάμεσα στο μαύρο και το γκρι: Ζέον εξ ουρανού αίφνης κάμα / τη θερμοκρασία υπενθύμισε του βρασμού // Ότε εξαερούμενο απόλλυται / ‒διά παντός όμως‒ / από τα μάτια των παιδιών / και ως προσδοκία // το θαύμα (σ.91).
Η βροχή με την άλογη δύναμή της γίνεται το γεώδες της ποίησής της, εκφράζει το σύνολο των αρχών της ιωνικής φιλοσοφίας του χώματος, του νερού και του αέρα. Το γεώδες και το βρόχινο αποκαλύπτονται με ποικιλότροπους ήχους αλλά και με την ανομβρία: Όταν ανομβρία έγδερνε τη γη / αναπνοή σού στέγνωνε και τα μάτια // Τράβαγαν τότε οι ουλές / στο χορό σ’ έσερναν βροχής δια της βίας / άθλιο κουρελή / επαίτη ικέτη (σ.33).Με το κάλλος της γλώσσας της μας προκαλεί, μας ταξιδεύει, μας σαγηνεύει, μας αναδομεί: Κλαριά και να σμίγουν / να μεταγγίζουν απαντοχή // Έτσι και τα κορμάκια / δένουν και δένονται / Στις καταιγίδες / Κορμοί (σ.73).
Το πρωτότυπο λεύκωμα εισδύει στους χώρους της τέχνης, της αισθητικής και της απόλαυσης. Το βρόχινο νερό «μιλάει» είτε με τη σιωπή του, είτε με την απουσία του, είτε με τους θορύβους του∙ όλα καταλήγουν να δομούν μία γλώσσα πλήρη σημασιών. Οδεύοντας από φωτογραφία σε φωτογραφία, τα συναισθήματα, ο νους, η σιωπή, το ανεπάντεχο και ο ρυθμός της βροχής είναι τα στάδια της πορείας της Καραντώνη εκ του μη όντος εις το ον: Σκιά εξ ανάγκης / το λιμνάζον ‒ όταν / τέμνεις καθέτως νερό / με το υψηλόν διασταυρούσαι / ασχέτως ορίων (σ.53).
Η φωτογραφία γεφυρώνει και συμφιλιώνει εικόνα και λόγο. Η Καραντώνη δουλεύει με τον φακό και τη γραφίδα της, ισχυροποιώντας τα φωτογραφικά αποτυπώματα καθιστώντας τα πολιτισμικά ζώπυρα. Ζωντανεύει τις ριπές της βροχής, τους δίνει τη φωνή της γης, των ανθρώπων και των καθημερινών πραγμάτων, δημιουργώντας σχέσεις αναγέννησης. Τα ποιήματά της είναι δημιουργήματα υψηλού αφαιρετικού λόγου: Ανα-σύνταξη / Σε ενεργητική πρέπει με / το υποκείμενο απολύτως σαφές / Τους επιρρηματικούς προσδιορισμούς / τόπου ιδίως και χρόνου /τους παρακάμπτεις /εάν όντως βαρείς // υδατοπτώσεως συγκυρία ιδίως (σ.51).
Αναμφισβήτητα, όσες φορές κι αν επιστρέψουμε στους ίδιους στίχους, πάντα θα υπάρχει κάτι που θα μας περιμένει να το ανακαλύψουμε, να το δούμε, να το νιώσουμε, να δούμε τη δική μας σχέση με τη γλώσσα, να αισθανθούμε τον πλούτο της και τη μαγεία της ποίησής της. Ας περπατήσουμε λοιπόν, στις ίδιες ατραπούς με τη δημιουργό και ας δημιουργήσουμε τον δικό μας προσωπικό μύθο, ακούγοντας τις στάλες της βροχής ή τις ριπές της καταιγίδας.
Βιογραφικό Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου