Χριστίνα Λιναρδάκη, ΣΚΠ, εκδόσεις Ενάντια, 2024.
ΣΚΠ: Πανοπτικό τραύματος – μία συναισθηματική εμπειρία
Μαριάννα Πλιάκου
Guernsey, Μάης 2024
Το ΣΚΠ θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα ποιητικό-θεωρητικό πλαίσιο του τραύματος, όπου το τελευταίο μεθοδικά ανατέμνεται και μαζί ανακατασκευάζεται. Ένα πανοπτικό όπου η συγγραφέας με διαύγεια, ακρίβεια και γενναιότητα διανύει περιμετρικά το χρόνο, αντίστροφα – από το παρόν της νόσου-ουλής στο παρελθόν-πληγή και το τραύμα που επαναλαμβάνεται και εκτείνεται στο παρόν. Μαζί, όμως, μέσα από αυτή την έκθεση και την αναδρομή-ανατομή φαίνεται να αντιστέκεται, να διεκδικεί τον έλεγχο του τραύματος αυτού, τον έλεγχο του αφηγήματός του, της δικής της ιστορίας και ζωής. Αν δεν ήξερα ποια είναι λογοτεχνικά η Χριστίνα Λιναρδάκη, όλα αυτά θα μου έκαναν εντύπωση. Γνωρίζοντας όμως το μεγάλο (κριτικά και μεταφραστικά) έργο της, δεν εκπλήσσομαι. Πάμε, λοιπόν.
Ανατομή
Από το παρόν στο παρελθόν, από την παρούσα ουλή της ΣΚΠ στο τραύμα της απώλειας της μητέρας στην παιδική ηλικία, και την επανάληψη της απώλειας αυτής στα επόμενα στάδια της ζωής.
Η συγγραφέας μας εισάγει στον κομματιασμένο τόπο της νόσου απαλά: ένα πεσμένο βλέφαρο, ένα πόδι που ξαφνικά παύει να λειτουργεί κι «’Έτσι άρχισαν όλα» (σ.13). Ακολουθούν οι εξετάσεις, η γνωμάτευση και άλλα, επόμενα συμπτώματα που αποσταθεροποιούν και εξαφανίζουν τον (πρότερο) εαυτό: ο σπασμός που «σου τεμαχίζει / την όψη / σε μετατρέπει σε / σπασμένο είδωλο / αυτού που ήσουν πριν» (σ.17). Παράλληλα, οι άλλοι ασθενείς που θετούν την προσωπική ασθένεια σε μία άλλη προοπτική και μαζί παρουσιάζουν το ευρύτερο παλίμψηστο πόνου που διακριτικά λειτουργεί γύρω μας, πίσω από κλειστές πόρτες και θαλάμους νοσοκομείων.
Στον παραμορφωμένο τόπο της ΣΚΠ, και πιθανά σε μία απόπειρά συμφιλίωσης με τη νόσο, τα φάρμακα είναι εξωτικά, οι πεταλούδες είναι μπλε και πράσινες, η κορτιζόνη φωτιά, και οι απομυελινωτικές εστίες «λευκοί νάνοι… λάμπουν / με το σκιαγραφικό / σαν δυσοίωνα άστρα / στον σκοτεινό ουρανό / της μαγνητικής μου» (σ. 23). Παράλληλα, οι εστίες αυτές είναι τα «κατάλοιπα παλιών πληγών» (σ. 23), κατευθύνοντας έτσι το βλέμμα της ποιήτριας (και το δικό μας που την ακολουθεί) στο παρελθόν.
Το παρελθόν: “There is a light that never goes out” μας λέει ο Morrissey, “There is a darkness that never goes out” θα μπορούσε να μας είχε πει ο Freud. Τραύμα που επαναλαμβάνεται και μας δια(παρα)μορφώνει. Εδώ ο πρόωρος θάνατος της μητέρας θα μπορούσε να ιδωθεί ως η αρχετυπική απώλεια, την οποία ακολουθούν άλλες πολλές: η λήθη και απουσία της από τη γλώσσα (ως δεύτερος θάνατος), η κλονισμένη υγεία της γιαγιάς και του παππού ως επαπειλούμενη αίσθηση της όποιας ασφάλειας έχει μείνει, η απώλεια της γιαγιάς, η προκρούστεια σκληρότητα του οικογενειακού βλέμματος, ο σύντροφος και η θρυμματισμένη συμβίωση. Η γλώσσα του τραύματος που διατρέχει το χρόνο δημιουργώντας τις συνθήκες της νέας απώλειας και της μετάστασής της στο σώμα.
Αντίσταση-Ανακατασκευή
Τα ποιήματα αυτά, ως σημείο εξόδου από τον εαυτό, λειτουργούν ως πράξη αντίστασης. Καταρχάς, αντιστέκονται στην απομόνωση και τη σιωπή που συχνά χαρακτηρίζει τη νόσο και το τραύμα. «η Γη σταμάτησε ξαφνικά εκεί / στις περιστρεφόμενες πόρτες του Mediterranean / Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα» (σ. 16), μας λέει, δείχνοντας διακριτικά στο νέο, βουβό σημείο μηδέν.
Αντιστέκονται στη λήθη, «Πλέκω και ξεπλέκω / το νήμα των αναμνήσεων» (σ. 44), μας λέει η δημιουργός, αναζητώντας τη μητέρας της, για να τη βρει τελικά στον τόπο: «Ο τόπος / όπου μεγάλωσε η μάνα μου / υψώνεται μέσα μου / σαν μία άλλη εικόνα της / Τη μοναδική / που μπορώ πια να έχω» (σ. 47). Σε προσωπικό επίπεδο ομολογώ ότι νιώθω έντονα την αλήθεια των στίχων αυτών.
Αντιστέκονται στις μικρές πράξεις καθημερινής βίας που αναίμακτα μα τόσο ισχυρά και δεξιοτεχνικά μας αποδομούν και μετατρέπουν τη συμβίωση «σε ερείπιο του εαυτού του» (σ. 54). Αντιστέκονται, τελικά, στη θυματοποίηση και το «επώδυνο βλέμμα στο σημείο της τρωτότητας του σώματος» (Χ.Λ.), επανακτώντας τον έλεγχο του τραύματος, του αφηγήματός του και μαζί του εαυτού. Η δημιουργός αρνείται να οριστεί και να καθοριστεί από τη νόσο, αντιστρέφοντας την ισορροπία, με την ίδια τώρα να ορίζει ποιητικά την ταυτότητά της.
Τελικά
«Όλη μου η ζωή / ένα σκοτάδι πηχτό ήταν / κι εγώ / έβαζα πάντα τα δυνατά μου / να φτάσω / ένα φως αδύναμο / κάπου μακριά» (σ. 57). Ένα φως αδύναμο κάπου μακριά, μας λέει η Χ.Λ., αλλά η φωνή της στο ΣΚΠ κάθε άλλο από αδύναμη είναι: ανεξάρτητη, ανυποχώρητη, αμείλικτα διαυγής και ποιητικά άψογη, μας δίνει το δικό της γενναίο πανοπτικό του τραύματος και μαζί του ανυπότακτου, απελευθερωτικού αυτοπροσδιορισμού, γιατί «Εγώ δεν είμαι / το σώμα μου» (σ.30).
Γλώσσα προσβάσιμη, γλώσσα απτή, σύνολο σφιχτό. Ποίηση που επιχειρεί το απόλυτο παράδοξο – να εκφράσει αυτό που δε μπορεί να εκφραστεί. Και τα καταφέρνει.