Σκέψεις για τον αφιερωματικό τόμο στον Χριστόφορο Μηλιώνη
Γράφει ο Σπύρος Μπρίκος, Συγγραφέας, υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Ο αφιερωματικός τόμος στον Ηπειρώτη συγγραφέα Χριστόφορο Μηλιώνη με τον τίτλο Χριστόφορος Μηλιώνης-Νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις στην πεζογραφία του, των εκδόσεων Αιγόκερως, είναι το πρώτο ουσιαστικά βιβλίο της σειράς Δυτικά της Πίνδου. Γραφές για λογοτέχνες και αποτελεί μία συγκεντρωτική έκδοση δεκαοκτώ κειμένων από δεκαεπτά μελετητές που προσεγγίζουν με επιστημονικό τρόπο, και με διαφορετικές μεθοδολογίες, πτυχές του έργου του συγγραφέα. Η παράθεση μιας σημαντικής βιβλιογραφίας στις ξεχωριστές αυτές προσεγγίσεις, δίνει ακριβώς στον τόμο αυτό τον χαρακτήρα εκτενούς και εμπεριστατωμένης επιστημονικής μελέτης, με την επιλογή από τον επιμελητή Ευάγγελο Γρ. Αυδίκο, Ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πεζογράφο, με τεράστια και πολύχρονη εμπειρία στην επιστημονική έρευνα, μιας πολύ αξιόλογης συντακτικής ομάδας, καθώς και μιας ομάδας ερευνητών και ερευνητριών μικτή, αποτελούμενη δηλαδή από παλιούς και καταξιωμένους κριτικούς λογοτεχνίας, όπως ο γραμματολόγος Αλέξης Ζήρας, ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, ο Καθηγητής Νεοελληνικής Γραμματείας Δημήτρης Κόκορης, αλλά και νεότερους. Δεκαοκτώ επιστημονικά κείμενα από δεκαεπτά μελετητές, μιας και ο ένας από αυτούς, ο Δημήτρης Χριστόπουλος, συμμετέχει με δύο κείμενα -δικαιωματικά- αφού η διδακτορική διατριβή του που εκπονήθηκε πρόσφατα έχει αντικείμενό της την μελέτη του έργου και του βίου του Χριστόφορου Μηλιώνη, και είναι η μοναδική ως τώρα. Υπάρχουν τρεις βασικοί άξονες πάνω στους οποίους κινούνται οι προσεγγίσεις αυτές των ερευνητών του τόμου. Ο πρώτος άξονας είναι ένας εντοπισμένος εσωτερικός ψυχολογικός ρυθμός του συγγραφέα που συντονίζεται και επηρεάζεται από τον τόπο και τον χρόνο προβολής της Ιστορίας, το εξωτερικό περιβάλλον, και εναρμονίζεται με τις αλλαγές του. Το ίδιο ακολουθεί και η αφήγησή του. Ο δεύτερος άξονας είναι ο τόπος, που εμπλέκεται βέβαια με τη μνήμη, αφού η μνήμη τον επαναφέρει και τον ανακατασκευάζει. Ο τρίτος άξονας είναι οι κοινωνικές διαστάσεις. Αν και κάθε ξεχωριστό μελέτημα θα μπορούσε να ενταχθεί στον έναν από τους τρεις αυτούς άξονες -που τοποθετούνται ίσως εξαρχής και αδρά- όπως θα έπρεπε άλλωστε σε κάθε οργανωμένη και σοβαρή επιστημονική δουλειά από τον επιμελητή του τόμου κύριο Ευάγγελο Γρ. Αυδίκο, εν τούτοις είναι δύσκολο μία επιστημονική προσέγγιση να εντάσσεται πλήρως και αποκλειστικά στον έναν από τους τρεις. Έτσι βλέπουμε πως τα περισσότερα κείμενα διατρέχοντας και αναδεικνύοντας ένα μεγάλο μέρος της γνωστής βιβλιογραφίας γύρω από τη ζωή και το έργο του Μηλιώνη, των γνωστών μέχρι σήμερα κριτικών κειμένων, ανακαλύπτουν άλλες, νέες οδούς, καινούργιες θεάσεις, και όλα αυτά μαζί συνθέτουν, ανασυνθέτουν μέσα από διακλαδώσεις και μεταξύ τους διαύλους επικοινωνίας, εκείνο που φαίνεται να ισχύει για την τέχνη και τα έργα τέχνης, ότι ουσιαστικά αποτελούν υπόθεση πολλών θεάσεων, πολλών βλεμμάτων, παραμένοντας συστήματα ανοιχτά. Όλες οι προσεγγίσεις φαίνεται να βρίσκονται στο μεταίχμιο της ιστορίας, της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας, αλλά και ενός λιγότερα ορατού πολιτικο-ιδεολογικού άξονα. Είναι ιδιαίτερη τιμή για εμένα το ότι επιλέχθηκα να συμμετέχω με μελέτημά μου σε αυτόν τον τόμο και ευχαριστώ από καρδιάς τον επιμελητή του τόμου κύριο Ευάγγελο Αυδίκο. Η δική μου προσέγγιση έγινε πάνω στο πεζογραφικό έργο Ακροκεραύνια του Χριστόφορου Μηλιώνη και ως μεθοδολογία επέλεξα την ψυχαναλυτική προσέγγιση. Συνδέσεις ανάμεσα στην ψυχολογία του βάθους και τη λογοτεχνία βλέπουμε και στο έργο του Ηπειρώτη ποιητή και καθηγητή ψυχολογίας Θανάση Τζούλη. Ο τίτλος του κειμένου μου είναι «Το ξενοδοχείον ‘’Η Ωραία Ελλάς’’», οι αναπαραστάσεις της πραγματικότητας και το κρυπτογενές τραύμα. Το ξενοδοχείον ‘’Η Ωραία Ελλάς’’ είναι αφήγημα της παραπάνω πεζογραφικής συλλογής του Μηλιώνη. Αυτή η τόσο ξεχωριστή από άποψη αισθητικής αλλά και περιεχομένου πεζογραφική συλλογή Ακροκεραύνια, μέσα από τα σπλάχνα της οποίας αναδύεται ατόφια η ανθρωπολογία της βίας, καθώς και η ανθρωπολογία του πολέμου, δεν θα μπορούσε παρά να μας εισάγει ταυτόχρονα και στον κόσμο ενός κρυπτογενούς τραύματος που φαίνεται να διαμορφώνει τον λόγο αλλά τους όρους της γραφής, καθώς και τις αφηγηματικές μεθόδους. Το τραύμα δίνει στον δημιουργό των Ακροκεραύνιων, αλλά και στο έργο του αυτό κάθε αυτό μία διάσταση η οποία βρίσκεται κοντά στην τραγωδία. Στο έργο Ακροκεραύνια -που είναι οι κορυφές των Κεραύνιων Ορέων που αντίκριζε από πολύ μικρός ο Χριστόφορος Μηλιώνης στο ορεινό χωριό της Ηπείρου όπου μεγάλωσε κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα- ακολουθείται πιστά η χρονολογική σειρά της ιστορικότητας, δηλαδή η μαθηματική χρονική ροή των πραγμάτων, το ιστορικό background, με την ταυτόχρονη εξιστόρηση γεγονότων από το ελληνοαλβανικό μέτωπο, τη Γερμανική κατοχή στη συνέχεια, μέχρι τον Εμφύλιο, από την άλλη όμως παρατηρούνται ιδιόμορφοι εγκιβωτισμοί που διαταράσσουν φαινομενικά την αφηγηματική συνέχεια, δημιουργώντας πολυπλοκότητα και πλαστικότητα στην εξιστόρηση. Η βίωση του πολέμου ως τραύματος είναι γνωστή στην ψυχανάλυση από μελέτες του S. Freud για το τρομώδες σύνδρομο των στρατιωτών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Χριστόφορος Μηλιώνης μιλάει για την «μπλοκαρισμένη μνήμη» στο δοκίμιό του «Παθολογία μιας γενιάς» που δημοσιεύθηκε στη Φιλολογική Καθημερινή το 1976. Διόλου τυχαίος ο χαρακτηρισμός αυτός αν λάβουμε υπ΄όψιν τον τρόπο που υπεισέρχεται η τραγωδία του πολέμου, αυτό το κρυπτογενές τραύμα, τον χώρο που καταλαμβάνει στο ψυχικό όργανο, και την εμπλοκή του στον μηχανισμό της ιστορικής μνήμης. Αναφέρομαι επί της ουσίας σε μία «παθολογία» που γίνεται διαχειρίσιμη, αφομοιώσιμη δηλαδή, μέσω του λόγου, και σε μία μνήμη με στοιχεία καθήλωσης σε γεγονότα που η ίδια ιεραρχεί ως προς τη βαρύτητα και τη δριμύτητά τους. Πώς διαχέεται το τραυματικό μέσα στο έργο συγγραφέων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (όπως ο Δημήτρης Χατζής) της δεύτερης (όπως ο Χριστόφορος Μηλιώνης) και πώς λειτουργεί η τραυματική εμπειρία ως προς την έντασή της στις μετέπειτα γενιές, που δεν βιώνεται άμεσα ως τραγωδία του πολέμου, όμως μεταφέρεται διαγενεαλογικά; Μιλώντας για το δικό μου μελέτημα πάντα, που ακολουθεί την ψυχαναλυτική μέθοδο προσέγγισης σε ένα ιστορικό περιβάλλον γνωστό, δεδομένο άλλα ταυτόχρονα ρευστό, το νέο που πιστεύω ότι προσφέρει η προσέγγισή μου αυτή είναι η διαφοροποίησή της από τη γνωστή παραδοσιακή θέση, που είναι πλέον λογοτεχνικός κανόνας στην ανάγνωση του έργο του Μηλιώνη από μελετητές, που συνοψίζεται στο ότι κεντρική σημασία σε όλα τα πεζά του έχει η μνήμη, ο απεριόριστος και αεικίνητος χρόνος της αναθύμησης, της αναπόλησης. Θέση μου, που υποστηρίζω βιβλιογραφικά, με γέφυρες ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ψυχολογία του βάθους και την ψυχανάλυση, είναι πως οι παιδικές αναπαραστάσεις του συγγραφέα και η καθήλωση του ψυχικού οργάνου σε συγκεκριμένα γεγονότα καθιστούν τον χρόνο και τον χώρο της αφήγησης συγκεκριμένο, πυκνό, και πιθανότατα επιλεγμένο και οριοθετημένο από τον ίδιο με τη χρήση αφηγηματικών τεχνικών και μέσων, και την αναθύμηση μία διαδικασία ανομοιογενή και «μπλοκαρισμένη» σύμφωνα άλλωστε και με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα.
Συγκεφαλαιώνοντας, αξίζει να τονιστεί πως αν διαβάσει κανείς ξεχωριστά, και με προσοχή, τα μελετήματα αυτού του τόμου, θα διαπιστώσει πως αναπτύσσονται νέες κριτικές τάσεις και προσεγγίσεις, ανατρεπτικές και διαφοροποιημένες οπτικές πέρα από γνωστές και στυλιζαρισμένες, παρόλο που εκκινούν από το υλικό παλαιοτέρων προσεγγίσεων, που άλλωστε αυτό είναι το επιστημονικά σωστό, στη μεθοριακή ζώνη με το παλαιό πολλές νέες σκέψεις αναδύονται. Τα συγκεκριμένα κείμενα του τόμου αυτού φαίνεται να οδηγούν το έργο του Χριστόφορου Μηλιώνη σε ένα άλλο ξέφωτο νοημάτων και νοηματοδοτήσεων, παρακινώντας ολοένα και περισσότερους φιλαναγνώστες να σκύψουν πάνω από τα πεζογραφήματα του σημαντικού αυτού Ηπειρώτη δημιουργού.