Scroll Top

Δημήτρης Χριστόπουλος, “Έλα να παίξουμε!” | Παρουσίαση από την Τζούλια Γκανάσου

Δημήτρης Χριστόπουλος,  Έλα να παίξουμε!, Εκδόσεις Ροδακιό

Το τέταρτο πεζογραφικό έργο του Δημήτρη Χριστόπουλου με τον ιδιαίτερο τίτλο «Έλα να παίξουμε!» αποτελεί αποκάλυψη. Συνήθως, η επαφή με ένα βιβλίο ολοκληρώνεται μετά την ανάγνωση της τελευταίας σελίδας. Εκτός αν το κείμενο είναι τόσο επιδραστικό και πολυεπίπεδο ώστε ακολουθεί και στοιχειώνει τον αναγνώστη μετά το πέρας της μελέτης. Αυτό συνέβη με το εν λόγω μυθιστόρημα το οποίο με καλούσε όχι μόνο να επιστρέψω σε παραγράφους που με είχαν γοητεύσει, αλλά τριγυρνούσε στο μυαλό μου κυριαρχώντας σε ανύποπτες στιγμές.

Στο «Έλα να παίξουμε!», ο κεντρικός ήρωας, ο Στέργιος Σιδέρης, μεταβαίνει στη Σίφνο τον Φεβρουάριο του 1992 για να κάνει το «αγροτικό» του ως νέος γιατρός. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο νησί, ο Στέργιος, θα αποπειραθεί να εξιχνιάσει την εξαφάνιση ενός επτάχρονου αγοριού η οποία συντελέστηκε τα Χριστούγεννα του 1942. Σε αυτή την προσπάθεια, ο ήρωας θα έρθει αντιμέτωπος με σημαντικά μυστικά της οικογένειάς του, καθώς και με απρόσμενα γεγονότα που θα τον αναγκάσουν να αναθεωρήσει τη ζωή του και να λάβει κρίσιμες αποφάσεις.

«Θα πω: Αν τα δάκρυα ήταν θάλασσα, θα θρηνούσαμε ναυάγια. Έστω κι έτσι. Τώρα που νυχτώνει περισυλλέξτε με σεβασμό τα δάκρυα. Ένα-ένα, σας παρακαλώ. Άταφα μην τα αφήσετε – βορά για τα θηρία – και βρικολακιάσουν. Τα δάκρυα κύματα είναι που φουσκώνουν. Χέρια που απελπισμένα σκαρφαλώνουν στα δικά σας χέρια και σας πνίγουν. Καύτρες από τσιγάρα που καίγονται στο δέρμα σας. Αδέσποτα που ξεσκίζουν τις σάρκες σας. Σε μποτίλιες σφραγίστε τα. Μετάληψη για τους αμαρτωλούς.»

Ο Χριστόπουλος με πολυμήχανη γραφή, σπαρταριστές εικόνες και εύστοχους στοχασμούς δημιουργεί ένα σαγηνευτικό κείμενο. Σεργιανίζοντας στις «κρυψώνες» και τις «παγίδες» της παιδικής ηλικίας, ο συγγραφέας προσφέρει διαδρομές στις ατομικές και καθολικές μνήμες οι οποίες δημιουργούν νοσταλγία, ταύτιση, αγωνία και μια γλυκιά συμπόρευση. Ωστόσο, ο Χριστόπουλος δεν στέκεται σε αυτό. Αφού υλοποιήσει και εδραιώσει τη συνοδοιπορία του αναγνώστη με τον αφηγητή, ο συγγραφέας αρχίζει να σκάβει πιο βαθιά. Σε όσα πληγώνουν και πονάνε. Σε όσα στοιχειώνουν και αλλοιώνουν. Σε όσα διαμορφώνουν τις παιδικές, εφηβικές και αργότερα, ενήλικες συνειδήσεις και συμπεριφορές καθορίζοντας την ύπαρξη.

«Στην καρδιά του σκότους τριγυρνούν τα φαντάσματα των ξεχασμένων λέξεων, παίζουνε κυνηγητό, κρύβονται πίσω από τις πόρτες, διαπερνούν τους τοίχους, παρεισφρέουν στα πιο απίθανα μέρη και μας τρομάζουν περιγελώντας την ευπιστία μας».

Η εξαίρετη χρήση της γλώσσας, οι εναλλαγές στην οπτική γωνία της αφήγησης, καθώς και το ρευστό στοιχείο στη διαχείριση του χρόνου ενισχύουν την αναγνωστική τέρψη. Το ίδιο και η ποιητική διάσταση στη γραφή του Χριστόπουλου, η οποία προσδίδει στο κείμενο έναν πολυμορφικό χαραχτήρα. Η θεματολογία του βιβλίου η οποία αγγίζει κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα, είναι εξίσου πολυδιάστατη. Η παιδική παραπλάνηση, χειραγώγηση και κακοποίηση, οι αδυναμίες και οι ελλείψεις των ανθρώπων, η παθογένεια της «κλειστής» κοινωνίας με τις επιβολές, τα ψεύδη και τα προσχήματα, οι δυσκολίες της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, η επίδραση του πολέμου σε όλες τις γενιές, τα ακούσια ή εκούσια λάθη των οικείων και οι συνέπειες τους είναι μόνο λίγα από τα θέματα που τροφοδοτούν το εν λόγω μυθιστόρημα.

Μέσα από την εμβάθυνση στις ρωγμές των ηρώων, την υπαινικτικότητα, την ενδελεχή σκιαγράφηση της εποχής και της ψυχοσύνθεσης των χαρακτήρων της ιστορίας, ο Χριστόπουλος μιλάει για τη ματαίωση και τη ματαιότητα, την ηδονή και την ομορφιά, το απόλυτο και το παράταιρο, το εφικτό και το ανέφικτο, για το βαθύ αποτύπωμα μιας καθημερινής εμπειρίας στο οποίο επιστρέφουμε αέναα ως τόπο τραύματος, θυσίας ή θαύματος. Ως εκ τούτου, στο «Έλα να παίξουμε!», η μνήμη είναι απανταχού παρούσα. Μέσω των προσωπικών αναμνήσεων, του ιδίου και των κατοίκων του νησιού, ο κεντρικός ήρωας προσπαθεί να διαχειριστεί τις πληγές, να κατανοήσει και να δικαιολογήσει. Σε αυτό το πλαίσιο, η μνήμη επιλέγει τι θα συγκρατήσει και τι θα αποβάλει ορίζοντας την πορεία των ανθρώπων. 

«Θα πεις: Στη ζωή, είσαι ή λύκος ή πρόβατο. Διαλέγεις. Σαν φτάσει η ώρα της πιο μεγάλης Σιωπής –το ξέρω ότι θα φτάσει-, θα μπω στο βεστιάριο, θα βάλω την προβιά μου και θ’ αλυχτήσω. Για στερνή φορά ν’ ακούσω τη φωνή μου, τα ίχνη μου να εξαφανίσω, προτού τις σάρκες σας καταβροχθίσω. Εγώ, ο λύκος. Ασφαλώς ο κόσμος αγγελικός ποτέ δεν υπήρξε. Μια φυλακή ο κόσμος, κι ο καθένας εκτίει τη σιωπή του. Κι ο νόμος είναι νόμος και δεν αστειεύεται –λύκε, λύκε, είσαι εδώ;- γιατί οι λύκοι είναι καταδικασμένοι μια ζωή να υποκρίνονται όταν τους καταδιώκουν τα αποσπάσματα. Τόλμησα όλα όσα αρμόζει να κάνει ένας λύκος με προβιά πατέρα. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Και ποιος ξέρει, ίσως στο μέλλον μιλήσουν για μας με επιείκεια.»

Στο «Έλα να παίξουμε!», ο αναγνώστης γίνεται εκ νέου παιδί, παύει να είναι μόνος, συμπορεύεται με τον πρωταγωνιστή και αφήνεται να εμπλακεί στο «παιχνίδι» ανασκαλεύοντας τα δικά του ανήλικα τραύματα, προσεγγίζοντάς τα από άλλη σκοπιά, υπό γωνία φροντίδας. Με ματιά που ανατέμνει τα πάντα, έναν ιστό μυστηρίου που εξυπηρετεί την καταβύθιση στις πιο μύχιες πτυχές του εαυτού και έναν λυτρωτικό ανθρωπισμό, ο Δημήτρης Χριστόπουλος μας δίνει ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα το οποίο μας προτρέπει να κοιτάξουμε τις πιο κρυφές πληγές και να «παίξουμε» μαζί τους μέχρι την επούλωση ή τη συμφιλίωση και ύστερα, να φτερουγίσουμε ελεύθεροι προς μια νέα εκδοχή ύπαρξης μέσα στον κόσμο. Σπουδαία γραφή, έξοχη σύλληψη, άψογη εκτέλεση που δημιουργεί βαθιά αναγνωστική ευγνωμοσύνη.

Βιογραφικό Τζούλια Γκανάσου