Διονύσης Στεργιούλας “ΑΚΡΑΙΑ ΛΕΚΤΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ“, Εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2025
Γράφει ο Λουκάς Παπαδάκης
Όταν η λέξη φτάνει στα άκρα της, τότε δεν έχει να κάμει παρά ένα ακόμη βήμα και να προχωρήσει πέρα από αυτά. Ώστε συμβαίνει καμιά λέξη να μην έχει όρια και έτσι σε κάθε ευκαιρία μπορεί να γίνεται κάτι διαφορετικό και μαζί της να αλλάζει όποιον την εντάσσει στον λόγο του. Η αλλαγή σημασίας μιας λέξης, ή η απόδοση νέας σε αυτήν, μας μεταμορφώνει, αλλάζουν αυτά που έχουν σημασία για εμάς.
Αυτές τις μεταβολές στη γλώσσα, τις οποίες έργο του έχει να μελετά ο γλωσσολόγος, να αποτρέπει ως θεματοφύλαξ ο φιλόλογος και να καταγράφει ασθμαίνοντας ο λεξικογράφος, αυτές λοιπόν τις μεταβολές εκμεταλλεύονται οι συγγραφείς. Όσον αφορά δε την ποίηση, ο ποιητής τις μετα-χειρίζεται, για να φέρει και πάλι ενώπιον του κοινού του τη θεϊκή πνοή, έστω και ως αναπαράσταση. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως έχουμε να διαχειριστούμε ένα γλωσσικό κυκεώνα, όμως προτιμώ να πιστεύω ότι η γλώσσα παραμένει πάντοτε μια αρχέγονη σούπα.
Αυτές είναι οι σκέψεις που έκανα, στην προσπάθειά μου να συγχρονιστώ με την οπτική τού Διονύση Στεργιούλα, όπως αυτή εμφανίζεται στο τέταρτο ποιητικό του βιβλίο, μια ποιητική σύνθεση υπό τον τίτλο «Ακραία Λεκτικά Φαινόμενα». Η αρχική μου αίσθηση είναι πως κίνησε να δουλεύει την υπόθεσή του με σεβασμό στις αρχές και τους όρους που θέτει η φιλολογική επιστήμη. Μελέτησε, στοχάστηκε, θεωρητικολόγησε πάνω στις λέξεις και τα φαινόμενά τους, σε συνάρτηση μάλιστα με τα γλωσσικά φαινόμενα, και όταν έδεσε το ερώτημά του, προχώρησε στο δεύτερο στάδιο, στην in vitro αναπαραγωγή τού ασταθούς περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε. Αν για τα ακραία καιρικά φαινόμενα, υπεύθυνη είναι η κλιματική αλλαγή, ποιος ή τι ευθύνεται για τα ακραία λεκτικά φαινόμενα; Εργαστηριακά, με αλλεπάλληλα πειράματα, 132, όσα τα επιμέρους ποιήματα, διερεύνησε αν όντως έχουν ισχύ οι υποθέσεις, που η θεωρία πρότεινε ή και μαθηματικά απέδειξε, Φυσικά και Μεταφυσικά: «Λένε πως είναι οι σκέψεις λέξεις / που κάθε βράδυ ξαγρυπνούν / λένε πως βλέπουν στο σκοτάδι / και στο δωμάτιο τριγυρνούν. / Λένε πως ένας ουρανός / κρύβεται μέσα μας βαθιά / λένε πως μόλις ξημερώσει / μια νέα νύχτα ξεκινά. / Λένε πως όσα είναι μακριά / γρήγορα έρχονται σ’ εσένα / λένε πως όσα είναι κοντά / γίνονται μακρινά και ξένα» (σελ. 7).
Παρακολουθώντας τις λέξεις στον κραδασμό και τη μετάπτωσή τους, ο ποιητής εμπιστεύεται και διατυπώνει λόγο διδακτικό: «…Όσο και αν το προσπαθήσεις / να παραμείνεις αφανής / η παρουσία σου έχει καταγραφεί / όπως μια λέξη στο λευκό χαρτί. / Μόνο αν κάψεις το χαρτί / χάνεται η λέξη χάνεσαι κι εσύ» (σελ. 8). Από τον διδακτικό περνά, σαν σε άλλη διάσταση, στον αποφθεγματικό λόγο, ο οποίος μας προσδίδει κάποια ασφάλεια, ακόμη και αν πρόκειται για επίφαση σταθερότητας. Άλλωστε αυτή δεν ήταν για τον λαό, για χιλιετίες και μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, οπότε και αποκοπήκαμε από την παράδοση, αυτή δεν ήταν η λειτουργία τής παροιμίας; «Η λέξη «ανυπομονησία» / μπορεί να κρύβει άπειρη υπομονή / όπως η λέξη «αναμάρτητος» / μοιάζει να αναδύεται / μέσα από όγκους αμαρτίας» (σελ. 18).
Βεβαίως οι δοκιμαστικοί σωλήνες, τα τρυβλία Πετρί, η λευκή μπλούζα, δεν διατηρούν την αποδεικτική τους ικανότητα και εκτός τής Φύσης, της πραγματικότητας. Και εδώ έρχεται ο μυστικός λόγος, ο ποιητής γίνεται μυστικός: «Κι όμως το μεγαλύτερο μυστήριο / δεν είναι ο θάνατος των λέξεων / αλλά η γέννησή τους / η διαρκής τους γέννηση / κάθε φορά που τις καλεί η σιωπή» (σελ. 8).
Γνωρίζω πια καλά πως η λέξη εμπεριέχει τον δόλο, γίνεται το δόλωμά μας. Ωστόσο επιμένω στον λόγο, στον διάλογο. Μέχρι που ο διάλογος κόβεται και έρχεται η ώρα τής σιωπής. Η σιωπή έχει το χρόνο της, φτάνει να μη χρονίζει: «Στα πολλά λόγια ναυαγεί / κάθε αλήθεια. / Αλλά μη λες πως η σιωπή / είναι από μόνη της αλήθεια» (σελ. 14). Αν δεν αμφιβάλλεις, δεν αγαπάς. Αν δεν αρνηθείς, δεν πιστεύεις: «Όταν διαβάζεις διφορούμενους χρησμούς / να ξέρεις πως καμιά αλήθεια / δεν κρύβεται στις λέξεις τους / να ξέρεις πως η μόνη αλήθεια είναι / πως έχεις την ανάγκη των χρησμών» (σελ. 12). Αν δεν πεθάνεις, δεν ζεις: «Μιλούσα περιφραστικά / με εκτενείς περιγραφές / με αναλυτικές πληροφορίες / με πλήθος καλολογικών στοιχείων. / Μόνο όταν είδα απέναντί μου / τον θάνατο να ’ρχεται προς το μέρος μου / χωρίς να θέλω μίλησα απλά» (σελ. 14). Αν δεν ζήσεις, δεν πεθαίνεις: «Πότε θα έρθει εκείνο το παιδί / που με τη γόμα του θα σβήσει / προσεκτικά την κάθε λέξη σου;» (σελ. 17).
Στο «Ακραία Λεκτικά Φαινόμενα» ο Διονύσης Στεργιούλας απογειώνει τον ποιητικό λόγο, εκφραζόμενος με τη δική του φωνή και με τη δική του σιωπή. Με τη φωνή και τη σιωπή από τη μια, με τη ζωή και τον θάνατο από την άλλη, με εναλλασσόμενες τις αντιστοιχίες. Δυο του στίχοι περιγράφουν την αέναη κατάσταση ενός συγγραφέα: «Δεν έχω μάθει να διαβάζω το λευκό χαρτί· / μέχρι να μάθω να διαβάζω, γράφω» (σελ. 20).
Σε τι λοιπόν οφείλονται τα ακραία λεκτικά φαινόμενα; Υπάρχει μια απάντηση; Υπάρχει, αλλά δεν είναι μία. Για την ακρίβεια, όποτε η ερώτηση είναι συγκεκριμένη, ο αριθμός των απαντήσεων τείνει στο άπειρο. Εμφανίζονται πάλι οι μακαρίτες φίλοι μου να μπουν στη συζήτηση. Ο Ανδρέας Σαββάκης: «Το πραγματικό είναι τόσο πολύμορφο, που δεν μπορεί να παρασταθεί με τις λέξεις. Δεν είναι μνήμη, διότι η μνήμη αποκτάται αφεαυτού. Οι λέξεις είναι κάποια απεικάσματα της πραγματικότητας». Ο Μιχάλης Μανιός: «Στο τέλος-τέλος εμείς φτιάχνουμε τις λέξεις και οι λέξεις είμαστε εμείς». Συζήτηση στο διηνεκές.
Τα «Ακραία Λεκτικά Φαινόμενα» δεν είναι μια ποιητική σύνθεση, όπου θα αρκεστούμε να βρούμε καλά στοιχεία. Είναι αριστοτεχνικά δομημένα, παρά το ότι μας λέγεται πως «Ένας άνεμος σκόρπισε τις σελίδες / πριν προλάβω να τις αριθμήσω. / Όλες οι εκδοχές θα έχουν στο εξής / την ίδια εγκυρότητα, το ίδιο βάρος / την ίδια αληθοφάνεια. / Το πριν και το μετά θα είναι έννοιες / χωρίς καμία σημασία / σ’ αυτόν τον άχρονο κόσμο» (σελ. 32).
Τα Φαινόμενα λοιπόν αξίζει να διαβαστούν, να μελετηθούν, να αποτελέσουν μια αναφορά για το τι είναι η ποίηση, για το τι αυτή υπηρετεί. Επαινούμε τον ποιητή για την πρωτοτυπία τής ιδέας, για την ευρηματικότητά του, για το ότι επανασυνδέει την ποίηση με τη φιλοσοφία, τη μουσική, τη ζωγραφική. Και κυρίως για την πρόταση ζωής που θέτει.