Έφη Καλογεροπούλου “Στο μονοπάτι των σκύλων”, Εκδόσεις Περισπωμένη, 2024
Γράφει η Κατερίνα Λιάτζουρα
Μια στοχαστική και βαθιά υπαρξιακή κατάθεση αποτελεί η νέα ποιητική συλλογή της Έφης Καλογεροπούλου με τίτλο «Στο μονοπάτι των σκύλων» (εκδόσεις Περισπωμένη, 2024). Με τους στίχους «Κι αυτό που απομένει / το καταστρέφει η μνήμη» του W. G. Sebald μάς υποδέχεται η ποιήτρια στη νέα – την έβδομη κατά σειρά- ποιητική κατάθεση της· υποδοχή που λειτουργεί κι ως άξονας και ταυτόχρονα ως υπόγειο ρεύμα που διατρέχει το ποιητικό της σύμπαν και που έρχεται να μας συγκλονίσει σημαδεύοντας τη γλώσσα, τις εικόνες και τη μυστική δραματουργία των ποιημάτων.
Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής «Στο μονοπάτι των σκύλων» είναι βαθιά συμβολικός και πολυεπίπεδος, διαμορφώνοντας από την αρχή έναν εσωτερικό, σκοτεινό προσανατολισμό. Η επιλογή των λέξεων «μονοπάτι» και «σκύλων» δεν είναι τυχαία· συνθέτουν ένα τοπίο μοναχικής πορείας, ενστικτώδους ύπαρξης και υπόγειας έντασης, λειτουργώντας όχι μόνο ως κυριολεξία αλλά και ως υπαρξιακή μεταφορά. Το «μονοπάτι» δηλώνει έναν στενό, προσωπικό δρόμο· όχι δημόσια διαδρομή, αλλά μια πορεία δύσβατη, εσωτερική, ένα πέρασμα από το σκοτάδι προς μια άγνωστη ή ακατανόητη έξοδο. Πρόκειται για έναν δρόμο που διασχίζεται σιωπηλά, συχνά χωρίς επιστροφή, έναν δρόμο που δεν διανοίγεται αλλά ακολουθείται, σαν ίχνος, σαν μνήμη. Δεν είναι σταθερός· είναι ζωντανός και διαρκώς μεταβαλλόμενος, όπως και η εμπειρία της ίδιας της μνήμης που αποτελεί το θεμέλιο της συλλογής. Η παρουσία των «σκύλων» φέρει έναν βαθύ συμβολισμό. Στην παγκόσμια μυθολογική και λογοτεχνική παράδοση, οι σκύλοι είναι ζώα μεταίχμια· φύλακες του κάτω κόσμου, αγγελιοφόροι του αόρατου, σύντροφοι του ανθρώπου, αλλά και απόβλητοι της πόλης. Εδώ δεν παρουσιάζονται ως κατοικίδια της τρυφερότητας, αλλά ως πλάσματα νυχτερινά, άγρυπνα, αδέσποτα – φορείς ενστίκτου και εσωτερικής σοφίας. Το μονοπάτι τους είναι το μονοπάτι των παραγκωνισμένων, των τραυματισμένων, των σιωπηλών υπάρξεων που διασχίζουν τη ζωή έξω από το φως της σκηνής. Στον πυρήνα του, ο τίτλος προτείνει έναν κόσμο στον οποίο το ανθρώπινο απογυμνώνεται από την ασφάλεια της γλώσσας και εισέρχεται στο πεδίο του άλογου, του αισθητού, του υπαρξιακού. Το μονοπάτι των σκύλων είναι ο χώρος όπου η μνήμη δεν διατυπώνεται, αλλά μυρίζεται, ανιχνεύεται, μεταφράζεται σε παύσεις και σιωπές. Εκεί, ο χρόνος δεν κυλά γραμμικά, αλλά επιστρέφει κυκλικά, σαν σκιά που σε ακολουθεί. Ο τίτλος, τελικά, λειτουργεί σαν χαμηλόφωνη πρόσκληση: να ακολουθήσουμε αυτό το δύσβατο μονοπάτι, να σκύψουμε κοντά στη γη, να αφουγκραστούμε αυτό που δεν λέγεται, να υπάρξουμε μέσα στην πυκνότητα της σιωπής. Δεν υποδεικνύει προορισμό, αλλά κατεύθυνση· δεν υπόσχεται λύτρωση, αλλά συνοδεία. Στο μονοπάτι των σκύλων, βαδίζουμε εκεί όπου η μνήμη δεν επουλώνεται, αλλά ζει – και η σιωπή, αντί να σβήνει, γίνεται η πιο ειλικρινής μορφή λόγου.
Η φωνή της Καλογεροπούλου είναι σμιλεμένη, αυστηρή, θεατρική — μια φωνή που δεν αφηγείται αλλά στήνει σκηνές, μικρά ποιητικά τοπία, συχνά με τη χροιά του ελάχιστου και του σχεδόν ανείπωτου. Οι εικόνες της δεν έχουν την πρόθεση να καθηλώσουν, αλλά να επιτρέψουν στον αναγνώστη και την αναγνώστρια να περπατήσει μέσα τους. Φως, σκόνη, νερό, πέτρα, σάρκα: λέξεις που επαναλαμβάνονται με διακριτικές μετατοπίσεις, διαμορφώνοντας έναν ποιητικό χώρο όπου τα υλικά φορτίζονται με εσωτερικές εντάσεις. Η μνήμη δεν είναι εδώ νοσταλγία ή αναπαράσταση, αλλά πράξη ενεργής διάλυσης και ανασύστασης. Είναι μια δύναμη που δεν απλώς επαναφέρει, αλλά αλλοιώνει, τραυματίζει, μεταμορφώνει. Γι’ αυτό και η σιωπή δεν έρχεται ως παύση, αλλά ως συνέπεια της υπερβολικής πυκνότητας, σαν κάτι που δεν χωρά πια στη γλώσσα και αναγκαστικά σβήνει μέσα της. Η μνήμη στους στίχους της Καλογεροπούλου φέρει μέσα της έναν φιλοσοφικό στοχασμό που τέμνει θεμελιακά τη σχέση ανάμεσα στη μνήμη, τον λόγο και τη σιωπή. Η μνήμη δεν παρουσιάζεται ως ουδέτερη αποθήκη του παρελθόντος, ούτε ως γλυκιά νοσταλγία, αλλά ως δραστική και επικίνδυνη λειτουργία: όχι απλώς μια πράξη ανάκλησης, αλλά μια δημιουργική και καταστροφική ενέργεια. Πρόκειται για μια σκέψη που συναντάται στον Bergson, για τον οποίο η μνήμη είναι πάντα μια παραγωγή του παρόντος, μια δυναμική πρόσβαση στη διάρκεια, όχι μια φωτογραφική αναπαραγωγή. Κάθε φορά που θυμόμαστε, δημιουργούμε. Κι αυτή η δημιουργία φθείρει το ίδιο το παρελθόν που επιχειρεί να ανασύρει. Η σιωπή που επέρχεται δεν είναι παύση ούτε έλλειψη· είναι το αποτέλεσμα μιας υπερφόρτωσης. Συγκροτείται ως υπαρξιακή δήλωση: η μνήμη δεν διατηρεί, αλλά μεταπλάθει· δεν εξισορροπεί, αλλά ανατρέπει. Και η σιωπή δεν είναι νηνεμία, αλλά το ίχνος αυτής της υπερφόρτισης: η στιγμή που το παρελθόν, έχοντας διαρρήξει τις δομές του λόγου, εξαφανίζεται μέσα στην ίδια τη γλώσσα που το ανακάλεσε. Μνήμη και σιωπή συναντιούνται λοιπόν ως δύο μορφές αλήθειας: όχι της επανάληψης, αλλά της ρωγμής. Όχι της ανάμνησης, αλλά της ύπαρξης που δεν αντέχει να ειπωθεί ολόκληρη.
Οι στίχοι της Καλογεροπούλου είναι λιτοί αλλά αιχμηροί. Λειτουργούν συχνά ως θραύσματα από έναν εσωτερικό μονόλογο, ως ψίθυροι που διασχίζουν τα όρια μεταξύ προσώπων, σωμάτων και καιρών. Δεν αναζητούν απαντήσεις ούτε κατασκευάζουν βεβαιότητες· αντίθετα, αφήνουν ερωτήσεις να αιωρούνται, συχνά ημιτελείς, ανοιχτές, σαν αναπνοές που δεν ολοκληρώνονται. Σε αυτό το μονοπάτι —των σκύλων, των νυχτερινών βλεμμάτων, των αμυδρών θορύβων— η ποίηση γίνεται άσκηση σιωπής, παρατήρησης και αντοχής. Το ελάχιστο (μια λέξη, μια παύση, ένα ίχνος) παίρνει βαρύτητα σχεδόν μεταφυσική. Δεν είναι μια εύκολη ποίηση· απαιτεί συνύπαρξη, αφοσίωση, υπομονή. Είναι όμως μια ποίηση που ανταμείβει — όχι με νοήματα, αλλά με εκείνη τη βαθιά αίσθηση ότι κάποιος έγραψε, ή μάλλον σιώπησε, για λογαριασμό σου. Είναι μια ποίηση όπου η σιωπή, το σκοτάδι και η φθαρτότητα δεν είναι σύνορα αλλά δρόμοι — ανοικτοί, τρομακτικοί και, τελικά, βαθιά ανθρώπινοι.