Ειρήνη Γιαννικουρή, Κίτρινα μπερδέματα και ρομαντισμός: λίγα λόγια για τη συλλογή διηγημάτων Ένα κίτρινο μπαλόνι στα κορδόνια σου της Ευαγγελίας Πάσσαρη, Εκδόσεις Συρτάρι
Το Ένα κίτρινο μπαλόνι στα κορδόνια σου είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Ευαγγελίας Πάσσαρη, η οποία κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριου του 2024 από τις Εκδόσεις Συρτάρι. Η γνωριμία μου με τη συγγραφέα τοποθετείται στο μακρινό, λίγο πολύ, 2017. Αν και επτά χρόνια μοιάζει πολύς καιρός, το διάστημα αυτό ίσως να μην είναι αρκετό για να πει κανείς ότι γνωρίζει κάποιον ολικά ψύχη τε και πνεύματι, ώστε να ασκήσει κριτική στο έργο, που παράγει. Ωστόσο, ας μου επιτραπεί να επιχειρήσω να σας συστήσω την Ευαγγελία Πάσσαρη μέσα από το συγγραφικό ντεμπούτο της, μέσα από το κίτρινο μπαλόνι της, γιατί, πιστεύω, όχι μόνο θα σας συγκινήσει, σύμφωνα πάντα με την άποψη μιας φιλολόγου, αλλά θα σας κάνει να αισθανθείτε ξανά την νεότητα και την ελπίδα, που διακατέχει κάθε ώριμο/ανώριμο νέο και νέα.
Η συλλογή αποτελείται από δώδεκα διηγήματα. Ο διαχωρισμός τους σε κατηγορίες δεν είναι απόλυτος, αλλά στα μάτια μου και στην αφηρημένη μου φαντασία, στα κείμενα πρωταγωνιστούν ο έρωτας, η μοναχικότητα, το σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι και τέλος η φαντασία. Αυτές οι διακρίσεις εφάπτονται και δημιουργούν ποικίλα συναισθήματα στον μέσο αναγνώστη, με το μεγαλύτερο να είναι η αγωνία: τι γίνεται τώρα; Πώς συνεχίζει;
Η συγγραφέας αφορμάται από καθημερινά αντικείμενα ή καταστάσεις και δημιουργεί μία απλούστατη σειρά γεγονότων. Πώς μία καρέκλα, μία οδοντογλυφίδα κι ένα πιάτο μπορούν να συνοψίσουν τις έννοιες του ξεκινήματος, της λήξης και της επανάληψης ενός κύκλου; Πώς ένα κραγιόν, μία μυστηριώδης σκόνη και μία λίμνη μπορούν να μάς υποδείξουν ποιοι πραγματικά είμαστε –όχι μόνο αντικειμενικά, όχι μόνο αυτό που βλέπουν οι γύρω μας– αλλά αυτό που νιώθουμε και δείχνουμε μόνο στους εαυτούς μας, μόνο στα αγαπημένα μας πρόσωπα.
Με πολύ λεπτούς χειρισμούς, καταφέρνουμε να γινόμαστε μέρος της κάθε ιστορίας. Μετατρεπόμαστε οι ίδιοι πρωταγωνιστές της ιστορίας ή έστω πολύ κοντινοί θεατές. Πολύ συχνά θα γνωρίζουμε τι σκέφτεται ο κάθε πρωταγωνιστής, πράγματα που φαντάζουν απλά και καθημερινά, όπως ποια είναι η σωστή θέση της καρέκλας σε ένα νέο σπίτι ή την διαδρομή που ακολούθησε ένας τουρίστας για να φτάσει στα τουριστικά καταστήματα ενός ανώνυμου νησιού. Πράγματα ωστόσο, που κατά την ολοκλήρωση του εκάστοτε διηγήματος δεν είναι τόσο απλά όσο σκεφτόμασταν στην αρχή.
Ας πάρουμε, ωστόσο τα πράγματα από την αρχή. Η «ξένη καρέκλα» αποτελεί την έναρξη της παρούσας συλλογής διηγημάτων. Περιγράφεται ένα νέο ξεκίνημα ζωής, που αρχίζει με μία μετακόμιση. Κι όπως κάθε αλλαγή περιβάλλοντος, κουβαλάει μαζί της το καινούριο και ό,τι έχει απομείνει από μία προηγούμενη ζωή. Το κεντρικό αντικείμενο της ιστορίας, μία άχρηστη φορτική καρέκλα πολιορκείται από ένα έντομο-εισβολέα. Παρόλο που το έπιπλο είναι κάτι ανούσιο στο νέο ξεκίνημα της πρωταγωνίστριας, κάτι που δεν έχει και δεν μπορεί να βρει θέση στη νέα ζωή της, η πολιορκία του επίπλου από το ενοχλητικό έντομο, το καθιστά ποθητό και την πρωταγωνίστρια ζηλόφθονα απέναντι σε αυτό που θα μπορούσε να έχει και δεν το διαχειρίστηκε σωστά. Ακόμη κι η καρέκλα, πλέον, δεν είναι μόνη, παρά του ότι είναι ένα ανούσιο κομμάτι επίπλου. Η πρωταγωνίστρια και εμείς, όμως, είμαστε απλοί παρατηρητές στο ότι κάτι αποκτά αξία από το πουθενά.
Η αξία ενός αντικειμένου δεν καθορίζεται από κανέναν άλλο πέρα από τους ίδιους μας τους εαυτούς. Κι αυτό είναι ένα καθοριστικό μοτίβο στα διηγήματα. Το «δώρο» του εργαζόμενου κυρίου στην δεύτερη ιστορία δεν είναι ένα αρμόζον δώρο σύμφωνα με τους τυπικούς κανόνες της κοινωνίας μας. Ένας κουστουμαρισμένος βιαστικός κύριος μπαίνει σε ένα κατάστημα, για να προμηθευτεί ένα άγνωστο δώρο, για έναν άγνωστο σκοπό. Η σφικτή γραβάτα του είναι η αιτία που δεν μας αποκαλύπτεται η πραγματική ταυτότητα του κυρίου. Μόνο στον προσωπικό του χώρο, μόνο στο ίδιο του το σπίτι, μπορεί να αξιοποιήσει το «δώρο», που τελικά προοριζόταν για τον ίδιο. Ένα κόκκινο κραγιόν, που τον έκανε να αισθάνεται άνετος, ήρεμος, χαλαρός, το ακριβώς αντίθετο από την γραβάτα, που τον χαρακτηρίζει στον έξω κόσμο. Αλλά το «δώρο» δεν κρατά για πολύ, γιατί ο εξωτερικός μας εαυτός είναι εκείνος, που οφείλει να επιβιώσει στους σύγχρονους ρυθμούς. Η συγγραφέας με εξωτερική εστίαση καταφέρνει να μας περιγράψει το ζήτημα του κοινωνικού ρόλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού και της πάλης με τα βαθιά μας συναισθήματα – τα οποία σε κάποιον άλλο φαντάζουν ανούσια, δευτερεύοντα.
Το «δευτερεύον», με την σειρά του, πραγματεύεται πάλι ένα κοινωνικό ζήτημα· συγκεκριμένα ο αναγνώστης δεν μαθαίνει παρά στο τέλος της ιστορίας για την ιεράρχηση των αιτημάτων σε ένα τοπικό αστυνομικό τμήμα: πώς η βία κατά των ζώων –αδέσποτων και μη– καταχωρείται ως ένα δευτερεύον θέμα. Και γιατί να ενδιαφερθούμε κιόλας; Δικό μας ζώο ήταν; «Αδέσποτα είναι, μπορεί και να πεθαίνουν από γηρατειά». Αλλά αν όχι εμείς και όχι κάποια κυρία, που πονά τα νεκρά «ζωντανά», τότε ποιος θα νοιαστεί; Μέσα σε μόλις 2 σελίδες, το μικροδιήγημα μάς περνά τον πόνο της γηραιάς κυρίας, απλά μέσω ενός σκηνικού ίσαμε ενός τετάρτου. Αλλά τι σημασία έχει ο χρόνος και η διάρκεια, όταν το μήνυμα είναι τόσο ηχηρό;
Μια βουτιά στην λίμνη μπορεί να διαρκέσει από ένα τέταρτο ως ένα μισάωρο. Η συγγραφέας επηρεασμένη, όπως μας εξομολογείται, από τον Ε.Χ. Γονατά και το διήγημα του «Από τα βάθη της λίμνης» της συλλογή; Το Βάραθρο, μάς μεταφέρει στο όνειρο ενός υπαλλήλου βιομηχανίας, ο οποίος στο διάλειμμα του βρίσκεται δίπλα σε μία λίμνη. Εκεί ένα κόκκινο βότσαλο τον μεταφέρει σε έναν παράλογο κόσμο, όπου ζώα μετατρέπονται στα αγαπημένα του πρόσωπα και τον συνοδεύουν στην περιπέτεια του. Το κομμάτι του φανταστικού, λοιπόν, δεν είναι απόν από την συλλογή, ειδικότερα εάν το συνδυάσετε με μία πολύχρωμη παλέτα. Σε όλη την ιστορία –όπως και σε όλη τη συλλογή– πρωταγωνιστούν τα χρώματα: κοκκινωπό, καταπράσινο, ροδακινί, κίτρινο, μελί κλπ. Όχι μόνο χρώματα, αλλά πληθώρα αποχρώσεων, που δεν ξεκουράζουν την φαντασία μας ως αναγνώστες.
Τα χρώματα όπως και οι λέξεις είναι μέρος της τέχνης, που λίγοι εκτιμούν. Η λογοτεχνία και η ζωγραφική δεν είναι τέχνες χωρίς τα εργαλεία τους. Και το έργο της Ε. Πάσσαρη είναι διπλή τέχνη. Το επόμενο διήγημά της τοποθετείται στη μακρινή καραντίνα – μετράμε 4-5 χρόνια από τότε, για ποια μακρινή μιλάμε στα αλήθεια– όπου ένα χωρισμένο ζευγάρι ζυγώνει εν όψει λοκ ντάουν, για να θαυμάσει ο ένας την τέχνη της άλλης. Βαρετές ασχολίες, ζωηρά χρώματα, ιδιαίτερες τεχνικές ζωγραφικής, απλές περιγραφές, καθημερινοί άνθρωποι αρκούν για να νιώσουμε κάτι το μεγαλύτερο. Η παρατήρηση του κόσμου είναι αυτή που μας ανάγει στην αναζήτηση ενός μεγαλύτερου νοήματος. Η πικροδάφνη στην δεξιά μεριά του δρόμου μπορεί να είναι το πιο ρομαντικό πράγμα σε ολόκληρη την πόλη. Το χρώμα της ανταποκρίνεται και σε άλλον τύπο ανθρώπου, χωρίς όμως να παύει να θυμίζει τον έρωτα – περισσότερο από το αντίζηλο της το τριαντάφυλλο. «Οι πικροδάφνες είναι παντού. Όμορφες, πυκνές. Πιάνουν εύκολα, φουντώνουν». Και ειδικά όταν θες να τις ζωγραφίσεις, είναι πολύ εύκολο να χαρακτούν, με ένα φτηνό πακέτο οδοντογλυφίδων. Η συγγραφέας στο διήγημα της «Χαρακιές από οδοντογλυφίδες» αναφέρεται στην αξία του έρωτα μέσα από την φύση και τα χρώματα της. Την μεταφέρει σε ένα πίνακα ζωγραφικής, ο οποίος είναι πολύ πιο εύκολο να χαραχτεί από όσο να γεννηθεί. Ενώ η τέχνη και ο χρόνος είναι απαιτούμενα για κάτι μεγαλύτερο, ένα αναλώσιμο και φτηνό αντικείμενο είναι ικανό να το μετατρέψει.
Οι καθημερινές αφορμήσεις παραμένουν σταθερές σε όλο το έργο. Στη «Μυρωδιά ναφθαλίνης», η πρωτοπρόσωπη αφήγηση μας μεταφέρει σε σπίτια και σκηνές, που οι περισσότερες από εμάς έχουμε ζήσει. Η βόλτα ενός δυσκοίλιου σκύλου και η στάση κάτω από το σπίτι μεταφέρει την πρωταγωνίστρια σε σκηνή παλαιότερης εποχής, σε μία εποχή όπου δεν ήταν μόνη και η πεπτική λειτουργία ενός ζωντανού δεν ήταν προτεραιότητα. Η οσφρητική εικόνα της ναφθαλίνης ξυπνά τις παιδικές μνήμες και γίνεται το πρόσχημα, για να μας ταξιδέψει η συγγραφέας σε εποχές, όπου οι έγνοιες ήταν να γίνουμε μοντέλα με τα ρούχα της γιαγιάς, να ψαχουλεύουμε τα πιο παλιά κουτιά αναμνήσεων και να ανοίγουμε τα μπαούλα με ένα κλειδί, που ενέπνεε εμπιστοσύνη. Η ναφθαλίνη προστατεύει με την μαγική της χημική δύναμη τα ρούχα και καταφέρνει να μας ταξιδεύει σε μέρη, που δεν θα μπορούσαμε να πάμε αλλιώς. Η νοσταλγική αφήγηση, η οικογενειακή θαλπωρή και τα πειράγματα δεν ελλείπουν από αυτήν την ιστορία.
Και αν παίρνουμε μία ιδέα για το ότι οι γιαγιάδες μας είναι οι δεύτερες μάνες μας με τη ναφθαλίνη, το ιδιαίτερο δέσιμο με εκείνες εμφανίζεται και επιβεβαιώνεται στο «Χαλασμένο πιάτο». Εκεί διαβάζουμε για τις οικογενειακές Κυριακές, για το πώς η γιαγιά έδινε τον δικό της προσωπικό αγώνα, ώστε να είναι όλα στην εντέλεια και το πώς δεν έπρεπε τίποτα να χαλάσει αυτήν την μικρή της κοσμοθεωρία. Δεν έπρεπε ένα ελαφρώς χαλασμένο πιάτο να χαλάσει το μεσημεριανό της Κυριακής, ένα πιάτο που δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να φέρει φαγητό εκείνη την ημέρα. Οι Κυριακές ήταν για τα καλά πιάτα και το πιάτο της γιαγιάς δεν είχε θέση εκεί, ακόμα κι αν ήταν όλες τις υπόλοιπες μέρες κομμάτι της ρουτίνας. Ξανά η συγγραφέας καταφέρνει να μετατρέψει ένα φαινομενικά απλό και αμελητέο αντικείμενο σε κεντρικό άξονα της οικογενειακής παράδοσης. Το σπασμένο ταιριάζει μόνο στον ξενιστή ή προορίζεται για ανόητες δουλειές – ποτέ δεν δίνεται στους επίσημους καλεσμένους, ακόμα κι αν αυτοί είναι μέλη της οικογένειας, και δεν φέρει το κυρίως φαγητό. Η εσωτερική εστίαση και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δεν μάς αφήνει να αποχωριστούμε αυτό το αίσθημα νοσταλγίας για τα κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια.
Πέρα από την νοσταλγία και την μελαγχολία για ένα μακρινό, αλλά και κοντινό συχνά παρελθόν, στη συλλογή περιγράφεται με μεγάλη επιτυχία η βιασύνη και η αδιαφορία που προκύπτουν από τους γρήγορους ρυθμούς ζωής. Στο «Δεν ήταν πανέμορφη;» οι υποχρεώσεις άγνωστων αναμεταξύ τους ατόμων αναβάλλονται εξαιτίας της επίσκεψης μιας βασιλικής οικογένειας στον χώρο μιας βιβλιοθήκης. Η επιρροή που έχουν πρόσωπα «ύψιστης» σημασίας σε καθημερινούς και πολυάσχολους ανθρώπους έρχεται σε αντίθεση με όσα παρουσιάζονται στα προηγούμενα διηγήματα. Ενώ σε όλα τα διηγήματα, τα μικρά αντικείμενα είναι αυτά που επηρεάζουν και κάνουν τους πρωταγωνιστές να έρθουν αντιμέτωποι με τις αναμνήσεις και τα πάθη τους, εδώ ένα βασιλικό ζεύγος αναγκάζει άγνωστους να αναμένουν ώρες ένεκα επίσκεψης προσώπων, για τα οποία αδιαφορούν. Η επιρροή ενός μεγάλου και «αντικειμενικά σημαντικού» ατόμου είναι το ίδιο σημαντική με ενός μικρού και υποκειμενικά σημαντικού, όπως φαίνεται από τα διηγήματα.
Φτάνοντας στα τελευταία διηγήματα, θα μιλήσουμε για την κατηγορία του έρωτα. Σε κάθε ερωτική σχέση υπάρχουν διάφορα στάδια, που περιγράφονται στο βιβλίο που έχετε μαζί σας. Το πρώτο στάδιο έρχεται ένα βράδυ, μία «Νύχτα, τέλη Αυγούστου». Η περιγραφή γίνεται επαγωγικά, ξεκινώντας από την ειδικότερη κατάσταση της ηρωίδας –της αμηχανίας, του άγχους, της αϋπνίας– στην πιο γενική εικόνα. Είναι το πρώτο βράδυ, που περνάει στην αγκαλιά του αγαπημένου της και όσο κι αν θέλει να λειτουργήσει, να βολευτεί, να νιώσει άνετα, αυτό δεν συμβαίνει. Το δεύτερο στάδιο έρχεται με το «Μέσα σε εννιά λεπτά». Εδώ μεταφερόμαστε από ένα δωμάτιο διαμερίσματος στα σοκάκια ενός νησιού. Η παιχνιδιάρικη προσωπικότητα της ηρωίδας ελαφραίνει την ατμόσφαιρα και μετατρέπει την αναζήτηση του συντρόφου της σε κυνήγι θησαυρού. Περιγράφεται έντονα η ζωή ενός τουριστικού νησιού το καλοκαίρι, αφού δεν παραλείπονται να αναφερθούν ακόμα και οι πιο απαρατήρητοι των κατοίκων, που κάνουν τα νησιά μας ξεχωριστά. Με αντίπαλο τον χρόνο, η φέρελπις βρίσκει τον σύντροφο της, ο οποίος κερδίζει το προσωπικό τους στοίχημα. Μέσα σε εννιά λεπτά, δεν ταξιδεύουμε μόνο σε ένα κυκλαδίτικο νησί, αλλά βιώνουμε την αγωνία και την λαχτάρα μιας ερωτευμένης, για να φτάσουμε τελικά στο τρίτο στάδιο μιας σχέσης, που κάνει την εμφάνιση του με μία μυστηριώδη σκόνη. «Το μυστήριο Π.Α.Κ.Σ», ομολογώ, είναι το αγαπημένο μου από τα διηγήματα και δεδομένου ότι θέλω να σας αφήσω να ανακαλύψετε την μαγεία του από μόνοι/μόνες σας, θα δηλώσω το εξής: στα μάτια μας, ο σύντροφος μας είναι ονειρικός σαν αστερόσκονη και μόνο εμείς βλέπουμε την πραγματική ομορφιά του. Μόνο εμείς τον βλέπουμε σαν κάτι μαγικό και η συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει αυτό το αίσθημα με τον πιο εύστοχο και ρομαντικό τρόπο.
Η ρομαντική, ας μου επιτραπεί, φύση της συγγραφέας καταλήγει στο τελευταίο διήγημα. Ακόμα κι αν δεν είναι η ίδια η πρωταγωνίστρια σε αυτό –δεν παίρνω κι όρκο, δεν την ρώτησα για να κρατήσουμε λίγο το μυστήριο–, δεν μπόρεσα να μην την φανταστώ να κάνει βόλτα στην Αθήνα, απολαμβάνοντας τις εικόνες της ηλιόλουστης πρωτεύουσας και βρίσκοντας την ελπίδα και την πίστη ακόμα και στα πιο απαισιόδοξα σενάρια. Ξεκινώντας από την αγένεια των αστικών λεωφορείων, συνεχίζοντας στα κοσμικά κέντρα με τους μικροεμπόρους, η ηρωίδα συναντά το πρόσωπο της αισιοδοξίας σε έναν άγνωστο άνδρα, ο οποίος θα έπρεπε να έχει χάσει την ελπίδα. Ωστόσο, ο ίδιος είναι που έχει δέσει ένα κίτρινο μπαλόνι στα κορδόνια του, απλά και μόνο επειδή είναι αστείο. Η ελπίδα εμφανίζεται σε κάτι πολύ πολύ απλό και ο παράδοξος τίτλος απομυθοποιείται από μία εντελώς ρεαλιστική εικόνα. Πιθανώς γιατί, κατά τη συγγραφέα, η ελπίδα είναι κάτι ρεαλιστικό.
Ίσως αυτό είναι που μας λείπει σήμερα. Ίσως αυτό είναι που μας προσφέρει το Κίτρινο Μπαλόνι. Λίγη αστερόσκονη, λίγη νοσταλγία, λίγη μελαγχολία, πολλή πίστη, πολύ ρομαντισμό, πολύ χρώμα και πάνω από όλα φως. Σίγουρα, το βιβλίο της Ε. Πάσσαρη είναι το ιδανικό για όσους και όσες ψάχνουν το χρώμα και τον ρομαντισμό στα μικροπράγματα. Εγώ πάντως τα βρήκα.