Scroll Top

Φωτεινή Μυλωνά – Ραΐδη “Κι απόμειναν μονάχα οι λυγμοί” | Παρουσίαση από την Ανδρομάχη Παπαζήση

Φωτεινή Μυλωνά   Ραΐδη, “Κι απόμειναν μονάχα οι λυγμοί”, Εκδ. Το Δόντι, 2024, 978-618-5834-21-0

Γράφει η Ανδρομάχη Παπαζήση

Κι απόμειναν μονάχα οι λυγμοί”: το παράλογο και το τραύμα του εμφυλίου.

Στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε το βιβλίο της Φωτεινής Μυλωνά-Ραΐδη, “Κι απόμειναν μονάχα οι λυγμοί”, θεωρούμε απαραίτητη μια σύντομη αναφορά

α) στον εμφύλιο πόλεμο και β) στο πώς πέρασε το τραύμα του εμφυλίου στη λογοτεχνία.

Μέρος Α΄ -Ο εμφύλιος πόλεμος-

-12 Οκτώβρη 1944, απελευθέρωση της Αθήνας.

-Στις 12 Φλεβάρη 1945 υπογράφεται η Συμφωνία της Βάρκιζας. Η  συμφωνία αυτή τερματίζει τα Δεκεμβριανά του 1944, δηλαδή  την ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις με τα αγγλικά στρατεύματα από τη μια και τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ (Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού) από την άλλη, που ήταν το στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ (Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου), της αντιστασιακής οργάνωσης, που είχε ιδρυθεί κατά τη γερμανική κατοχή από το Κ.Κ.Ε.

Η Συμφωνία της Βάρκιζας προέβλεπε τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και παρείχε εγγυήσεις για την ελεύθερη έκφραση των πολιτικών φρονημάτων όλων των πολιτών. Ήδη όμως η Συμφωνία αυτή ήταν προσχηματική, παρά το γεγονός ότι η γενικότερη διάθεση του ΕΑΜικού κόσμου αλλά και του ΚΚΕ ήταν να τηρηθούν οι συμφωνίες και να προχωρήσει η χώρα (όπως άλλωστε όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες) σε εκδημοκρατισμό και ειρηνική πορεία ανασυγκρότησης.

Η γενική κατάσταση της χώρας ήταν χαώδης. Οικονομία κατεστραμμένη, το φάσμα της πείνας, η αστάθεια στα πολιτικά πράγματα, η ακραία οξύτητα και πόλωση ανάμεσα στα αστικά κόμματα και οι απροσχημάτιστες επεμβάσεις των ξένων, Άγγλων και Αμερικανών, που ένα μέρος του πολιτικού κόσμου τις αντιμετώπιζε με ταπεινωτική δουλικότητα.

Στις 31 Μαρτίου του 1946 έγιναν οι πρώτες εκλογές μετά τον πόλεμο. Το ΚΚΕ προεξοφλώντας το νόθο αποτέλεσμα κήρυξε αποχή. Νικητής των εκλογών το δεξιό Λαϊκό Κόμμα με ευρεία πλειοψηφία, γιατί δεν είχε αντίπαλο.

Εκείνες τις μέρες η εισβολή αριστερών ενόπλων στο σταθμό του Λιτόχωρου σηματοδότησε συμβολικά την έναρξη του εμφυλίου.

Από τον Οκτώβρη του 1946 συντονίστηκαν οι ανταρτικές ομάδες υπό το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών σε ενιαία διοίκηση, που τον Δεκέμβρη ονομάστηκε Δ.Σ.Ε. (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας). Αρχηγός του και προσωρινός πρωθυπουργός Της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, η οποία σχηματίστηκε ένα χρόνο αργότερα (Δεκ 1947) ο Μάρκος Βαφειάδης.

Την αναδιοργάνωση και ενίσχυση του Εθνικού Στρατού ανέλαβαν οι Αμερικανοί. (Η Αγγλία δήλωσε πώς αδυνατούσε να συνεχίσει τη βοήθεια προς την Ελλάδα.)

Με το Δόγμα Τρούμαν οι ΗΠΑ αναγνώριζαν στον εαυτό τους το δικαίωμα να παρέμβουν και στην Ελλάδα (μιας κι ανήκε στην Α. Μεσόγειο), γιατί «κινδύνευε η ασφάλειά τους».

Με το  Σχέδιο Μάρσαλ τέθηκε  σε εφαρμογή η παροχή οικονομικής βοήθειας προς τις ευρωπαϊκές χώρες. Έκθεση του στρατηγού Τζέιμς Βαν Φλιτ, αρχηγού της αμερικανικής αποστολής στην Ελλάδα, αναφέρει ότι ως τις 30/9/1948 της είχε δοθεί βοήθεια ύψους 260 εκατομμυρίων δολαρίων  υπό μορφή στρατιωτικού εξοπλισμού: αεροπλάνα, βόμβες κ.λ.

Από την Άνοιξη του 1948 μέχρι το καλοκαίρι του 1949 πυκνώνουν οι επιθέσεις του Εθνικού Στρατού συνεχώς βελτιούμενες σε αποτελεσματικότητα.

Εξελίξεις στα δυο στρατόπεδα

*Με το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτ.1946 επιστρέφει ο βασιλιάς στην Ελλάδα (Γεώργιος Β΄) και μετά τον θάνατό του (1-4-47) ο αδελφός του Παύλος.

Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ εκτός νόμου. Λειτουργούν έκτακτα στρατοδικεία. Οι εκτελέσεις σε ημερήσια διάταξη. Τον Οκτ. του 1948 αρχιστράτηγος των ενόπλων δυνάμεων ο Αλεξ. Παπάγος.

*Στο κομμουνιστικό στρατόπεδο αρχηγός του αγώνα ο Ζαχαριάδης με πρωθυπουργό της κυβέρνησης των ανταρτών τον Μήτσο Παρτσαλίδη. (Όλα αυτά με την καθαίρεση και διαγραφή του Μάρκου Βαφειάδη)

– Καλοκαίρι του 1948 η ρήξη των σχέσεων του Τίτο της Γιουγκοσλαβίας με τον Στάλιν επέφερε σοβαρό πλήγμα στον ΔΣΕ, γιατί καθώς το ΚΚΕ  συντάχθηκε με τον Στάλιν έκλεισαν τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας (μια πολύτιμη οδός διαφυγής σε ώρα ανάγκης).

-Μετά τις εκτεταμένες εκκαθαρίσεις των κυβερνητικών δυνάμεων ο μεγάλος όγκος των ανταρτών του ΔΣΕ είχε συγκεντρωθεί στον Γράμμο και το Βίτσι. Από το καλοκαίρι του 1948 μάχες σκληρές, πολύνεκρες και παρατεταμένες.

-Στην τελική φάση του εμφυλίου εφαρμόζεται το σχέδιο «Πυρσός» από τις αρχές Αυγούστου 1949 μέχρι τις 29 του ίδιου μήνα, που σήμανε και το τέλος του εμφυλίου.

Η τελευταία πράξη της επιχείρησης, που στρεφόταν κι αυτή κατά του Γράμμου, προσέλαβε τελετουργικό χαρακτήρα: Μετέβησαν επί τόπου για να την παρακολουθήσουν από απόσταση ασφαλείας ο βασιλιάς Παύλος και ο Αμερικάνος στρατηγός Βαν Φλιτ.

-Η επίθεση εξαπολύθηκε ξημερώματα της 25ης Αυγούστου.

Στις 29 Αυγούστου ο ΔΣΕ εγκαταλείπει το τρομερό οχυρό και ορμητήριό του και περνά τη μοναδική απομένουσα δίοδο προς την Αλβανία, προκειμένου να μην εγκλωβιστεί από τον κυβερνητικό στρατό.

Ο εμφύλιος έχει λήξει, αλλά οι συνέπειές του σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό κι ανθρώπινο) βασάνισαν και βασανίζουν την Ελλάδα για πολλές δεκαετίες μέχρι σήμερα.

Μέρος Β’ -Το τραύμα του εμφυλίου στη λογοτεχνία-

Εδώ, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με το ιστορικό μυθιστόρημα. Όχι, όμως, ακριβώς! Θα του δώσουμε έναν άλλον όρο.

Το ιστορικό μυθιστόρημα, τα τελευταία 50 χρόνια, από τη μεταπολίτευση και μετά γίνεται η κεντρική συνιστώσα της μεταπολιτευτικής πεζογραφικής παραγωγής. Όμως αθόρυβα μεταβαίνει από το ιστορικό στο ιστοριογραφικό μυθιστόρημα. Δηλαδή παρακολουθεί στενά και με ακρίβεια τα ιστορικά γεγονότα.

Έτσι η λογοτεχνία έρχεται πιο κοντά στην επιστήμη, αλλά κι η επιστήμη έρχεται πιο κοντά στη λογοτεχνική παραγωγή.

Οπότε το ιστορικό μυθιστόρημα θα λειτουργήσει με τη σειρά του ως ένα διαρκώς ανοιχτό και υπό διαμόρφωση αρχείο. Το άνοιγμα αυτού του αρχείου, με τη σειρά του, έχει στρώσει τον δρόμο προς τον μεταμοντερνισμό. Εκεί θα συλλειτουργήσουν καινούριες έννοιες που άπτονται της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας , της ιστορίας: οι νεότευκτες έννοιες της μνήμης, του τραύματος και της μεταφοράς στην τέχνη (εν προκειμένω στην πεζογραφία).

Εδώ τώρα αποκτά το μυθιστόρημα ιστορικό άρωμα και καινούριο πολιτικό νόημα. Ανανεώνεται το είδος.

Οι δεσμοί της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας είναι στενοί με το δράμα του εμφυλίου.

Παραδείγματα: Χρόνης Μίσσιος με την τριλογία του (Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς/ Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε/Τα κεραμίδια στάζουν), Μάρω Δούκα, τριλογία (Αθώοι και φταίχτες/Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ/ Έλα να πούμε ψέματα:20ος αι. Κρήτη), Παύλος Μάτεσις (Η μητέρα του σκύλου), Στρατής Τσίρκας (Χαμένη Άνοιξη), Αλεξ. Κοτζιάς, Βασίλης Βασιλικός («Ζ») και πολλά εμβληματικά μυθιστορήματα.

Οι δεσμοί με το δράμα του εμφυλίου συμβάλλουν στην ανάδυση ενός καθολικότερου κοινωνικού τραύματος, που φτάνει μέχρι τις μέρες μας και ίσως μας απασχολήσει  και στο εγγύς, ακόμα και στο απώτερο μέλλον. Ως οικογενειακή, εθνική και εν τέλει ιστορική υπόθεση και τραγωδία.

Το ιστοριογραφικό μυθιστόρημα βέβαια το ενισχύουν εδώ και καιρό τα διεθνή και κοινωνικά θέματα της μετανάστευσης και της ταυτότητας των ανθρώπων σε καιρούς δυστοπικούς.

Διαφωτιστικό γι’ αυτές τις σκέψεις που κάνω  είναι το βιβλίο του Δημ. Τζιόβα, ένα συνθετικό έργο με τίτλο: «Ιστορία, Έθνος και Μυθιστόρημα στη Μεταπολίτευση: Τραύμα, Μνήμη και Μεταφορά»

Και όλες αυτές οι λογοτεχνικές απόπειρες και πραγματώσεις θα ενσωματωθούν και θα γίνουν κομμάτια (τμήματα) του κορμού της Ιστορίας της σύγχρονης και μετα-μοντέρνας λογοτεχνίας.

Μέρος Γ΄  “Κι απόμειναν μονάχα οι λυγμοί”

Η Φωτεινή Μυλωνά-Ραΐδη με το βιβλίο της «Κι απόμειναν μονάχα οι λυγμοί» μας μεταφέρει στην καρδιά τους Εμφυλίου της πατρίδας μας (διάρκεια 1946-1949) αφηγούμενη προσωπικές ιστορίες οικογενειών. Χωρίς να παρεκκλίνει από τη βάσανο και την εγκυρότητα των (ιστορικών) πηγών.

Η έκδοση του βιβλίου (εκδ. Το Δόντι) ιδιαίτερα επιμελημένη με τη φωτογραφία του εξωφύλλου πραγματικό έργο τέχνης. Του φωτογράφου Κώστα Παπαγεωργίου. Μοιάζει με ζωγραφικό πίνακα.

Η υπόθεσή του μυθιστορήματος.

Τόπος: Τα χωριά της Ευρυτανίας.(Κυρίως το Κρίκελλο).

Ο γερο-Γιάννος και η θεια-Λενιώ δουλεύουν στον μύλο του χωριού με τους δυο γιους τους (Γιώργη και Κωστή). Έχουν και μια θυγατέρα, την Ερατώ. Ζουν, από το ’45 και μετά, την τρομοκράτηση της υπαίθρου από παρακρατικούς και χωροφύλακες, αλλά και τον ερχομό των ανταρτών του ΔΣΕ, που εναλλάσσονται με τους διώκτες τους.

Στη Δομνίστα (γειτονικό χωριό) ζει ο ανθρώπινος Βασίλης (κουμπάρος του Γιώργη) με την οικογένειά του. Ο Βασίλης έχει βαθιά συνειδητοποιήσει το είδος αυτού του πολέμου. Οι δυο φίλοι και κουμπάροι (Βασίλης και Γιώργης) έλαβαν μέρος.

Ο αδερφός του Γιώργη, ο Κωστής, κράτησε τον μύλο, δεν έφυγε στο βουνό, είχε όμως την κρυφή αποστολή του πληροφοριοδότη των ανταρτών(ήταν Καπαπίτης).

Η γυναίκα του Βασίλη σύρεται από τους χωροφύλακες και τους παρακρατικούς στη φυλακή. Το λάθος της; Ήταν σύζυγος του αντάρτη!

Και τώρα πάμε στην άλλη οικογένεια. Μονογονεϊκή. Η Λένη νεαρή χήρα με δυο παιδάκια), γειτόνισσα  και φίλη της θεια-Λενιώς, γυναίκα με εσωτερικό σθένος, εντιμότητα, θάρρος και καλοστημένο υγιές κορμί. Επιστρατεύεται αναγκαστικά από τους  αντάρτες και παλεύοντας μέσα της τα διαφορετικά χρέη (παιδιά ή πατρίδα;) επιστρατεύει τον εαυτό της αρχικά ως άοπλη αντάρτισσα και μετά με όπλο στις μάχες του Γράμμου.

Η συνάντηση (τυχαία) της Λένης και του Γιώργη στο βουνό (που στο χωριό είχαν τυπικές σχέσεις, -ήταν φίλη της μάνας του-) γίνεται αφορμή να ξεκινήσει μια βαθιά συντροφικότητα κι αγάπη μεταξύ τους.

Ο Γιώργης κρατά ημερολόγιο μέσα σ’ ένα κλειστό τάσι φαγητού ( το μπακρατσάκι).

Στις σελίδες  του καταγράφει τις σκέψεις του και τα γεγονότα, που πότε τον αισιοδοξούν και τον καθησυχάζουν και πότε τον αναστατώνουν στην πορεία προς τον Γράμμο και τη διάσχιση εκατοντάδων χιλιομέτρων μέσα από τα βουνά, από τις πόλεις, τα χωριά και τα τοπωνύμια της Ελλάδας, μιας χώρας με έντονο ανάγλυφο.

Δυο συγκλονιστικές στιγμές περιγράφονται, όταν πλήθος αόπλων και λιγότερων αριθμητικά ενόπλων ανταρτών επιχειρούν να περάσουν στο διάστημα Φεβρ.-Μάρτη 1948, τη λίμνη Κάρλα και τον αφρισμένο Πηνειό στη Θεσσαλία.

Απ’ την άλλη μεριά οι νεοσύλλεκτοι τους Εθνικού στρατού, επιστρατεύονται από τον Εθνικό Στρατό και έρχονται ανίδεοι κι ανυποψίαστοι γι’ αυτό που τους περιμένει.

Ανυποψίαστος επίσης έρχεται στην  Ελλάδα από τις Η.Π.Α. και μάλιστα στο Κρίκελλο, ένα άλλο πρόσωπο, ο Ντίνος. Έχοντας τελειώσει η γερμανική κατοχή ο Ντίνος  , Ελληνο-Ιρλανδός, Αμερικάνος δεύτερης γενιάς (ανιψιός του γερο-Γιάννου, του αδερφού του παιδί) θέλει να εκπληρώσει την επιθυμία του πρόσφατα νεκρού πατέρα του, να επισκεφτεί τη γενέθλια γη του.

Ανυποψίαστος, λοιπόν, για τα αδιανόητα που συντελούνται στην πατρίδα του πατέρα του, με την ταυτότητα και τη νοοτροπία  του Αμερικανού πολίτη, εμπλέκεται αθέλητα, μοιραία και θανάσιμα στη δίνη του εμφυλιοπολεμικού μίσους.

Χαρακτηριστικός (της κατάστασης) ο διάλογος του Ντίνου με τον Λευτερόγιαννο, ένα οικονομικό αρπακτικό της εποχής του «εκμεταλλεύσου τις ευκαιρίες και μην τα χαλάς με τον ισχυρό».

Σ’ αυτό το β΄αντάρτικο  ο ανθρωπότυπος του αντάρτη φαίνεται να αλλάζει. Δεν είναι το εθνικοαπαλευθερωτικό ιδεώδες που τους κινεί, αλλά η πάλη απέναντι σε έναν ταξικό και άρα ιδεολογικό εχθρό: τους μοναρχοφασίστες, όπως εύλογα τους αποκαλούν.

Οι δυο αντίπαλες πλευρές: η μια πλήρως εξοπλισμένη και με τη βοήθεια ξένης δύναμης(Αγγλία. Η.Π.Α.). Κι η άλλη, sans culottes, σαν τους αβράκωτους της γαλλικής επανάστασης, έπρεπε να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να νικήσουν. Ακόμη και την επιστράτευση ανδρών και γυναικών προερχομένων, βέβαια, από δημοκρατικές οικογένειες, αλλά όχι απαραιτήτως πρόθυμων να πολεμήσουν στο πλευρό του Δ.Σ.Ε.

Η Φωτεινή Μυλωνά γράφει βιωματικά, σαν να τα έζησε. Οδοιπορεί  με τα πρόσωπα της αφήγησης. Κάνει στάσεις και κοιτάζει μπρος και πίσω. Οι γωνιές των νοικοκυρόσπιτων των γεωργοκτηνοτρόφων, οι πυροστιές και οι αχνιστές πίτες, τα φρέσκα γεννήματα, ΟΛΑ μπροστά μας. Πώς ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι πριν τους βρει ο πόλεμος; Τυπικό παράδειγμα πώς βιοπορίζονταν οι κάτοικοι της Δομνίστας.  Δεν αφήνει όμως από τα μάτια της το γενικό κάδρο. Οι περιγραφές της εποπτεύουν από ψηλά τα τεκταινόμενα:

Α) Τη σκυτάλη της προστασίας από την Αγγλία την παίρνουν οι Η.Π.Α.

Β) Την αναγκαστική απόφαση του ΚΚΕ για το β΄αντάρτικο.

Γ) Τον ρόλο της Γιουγκοσλαβίας μετά τη διαφωνία του Τίτο με τον Στάλιν.

Δ) Τα λάθη της ηγεσίας του Δ.Σ.Ε.

Οι άνθρωποι φαίνονται σαν κουκίδες στο ταμπλώ της Ιστορίας αλλά εστιάζει στις δικές τους μικρές ιστορίες στον καιρό της καταιγίδας του εμφυλίου. (τι περνάει ο άμαχος και αβοήθητος)

Και η προετοιμασία  της συγγραφέως να «διαβάσει» την Ιστορία πριν αποπειραθεί να αφηγηθεί; Γιατί γράφει τεκμηριωμένα. Ή μήπως η αφήγηση η ίδια την οδήγησε στην ιστορική ιχνηλάτηση;

Για να μην αδικήσει κανέναν, αλλά κι από μια εσώτερη ανάγκη να αφήσει τη δική της παρακαταθήκη γι’ αυτόν τον πόλεμο και τους εμπλεκόμενους. Άλλωστε τα στόματα στον τόπο μας άνοιξαν μαζί με τα αρχεία (όσα βέβαια επιτράπηκε μέχρι τώρα να ανοίξουν) κυρίως τον 21ο αι. Θυμίζω το σπουδαίο βιβλίο «Δωσίλογοι» του Μενέλαου Χαραλαμπίδη. Και για την αντίσταση και τον εμφύλιο (δέκα χρόνια 1940-1950) στην Ευρυτανία, στα Άγραφα και αλλού, με συγκλονιστικές μαρτυρίες ανθρώπων που δεν είναι πια στη ζωή, το βιβλίο του Κώστα Σακαρέλου,  «Από το Κρίκελλο στα χνάρια τους».

Σέβεται το documentο και βάζει τα πρόσωπα μέσα στην πλοκή. Με εγκυρότητα, με αξιοπιστία, γιατί είναι πολύ ευαίσθητο θέμα ο εμφύλιος σπαραγμός. Αντιμετωπίζει πρόσωπα και καταστάσεις ισότιμα όχι ισάξια. Η αξία είναι με τα δίκαια της κοινωνίας.

Χωρίς αναχρονισμούς και αμβλύνσεις, χωρίς δηλαδή αναθεωρητισμούς, οδηγεί τον αναγνώστη στην εποχή, σαν να έχει βιώσει η ίδια τις ζωές, τις δράσεις και τις τύχες των ανθρώπων.

Στη διάρκεια της αφήγησης: εκεί που έρχεται στιγμή ανάπαυλας κι ελπίδας, έρχεται σαν (ως)  αντίστιξη η άβυσσος και το αδιέξοδο. Η πληρότητα της ψυχής και ο θάνατος δίπλα-δίπλα. Η φλογίτσα του έρωτα και της αγάπης εναλλάσσεται με τον πόνο και την αγωνία σε συγκλονιστικά έξω-ανθρώπινες συνθήκες.

Σ’ αυτό το βιβλίο η ιστορία συνομιλεί με την εθνογραφία και τα βιωμένα λαογραφικά στοιχεία, που κι αυτά με τη σειρά τους παρακολουθούν τους φυσικούς νόμους της θάλλουσας ομορφιάς της ανοιξιάτικης φύσης αλλά και του παγωμένου και αφιλόξενου τοπίου του χειμώνα. Εμπλέκεται η ιστορία με τις περιβαλλοντικές αξίες και το ανθρωπογενές περιβάλλον μέσα στις αντινομίες και την τραγικότητά του. Είναι στιγμές που η αφήγηση παίρνει έναν επικό χαρακτήρα. Ή μάλλον περισσότερο με τις παραλογές του δημοτικού τραγουδιού μοιάζει.

Βιογραφικό Φωτεινή Μυλωνά   Ραΐδη