Γιάννης Δ. Αθανασιάδης «California … εν Ταύροις», εκδόσεις ΑΚΑΚΙΑ, Απρίλιος 2024, σελ. 100
Γράφει η Μακρίνα Σαββίδου, οικονομολόγος, βραβευμένη ποιήτρια και μουσικός
Τον Απρίλιο κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Γιάννη Δ. Αθανασιάδη, με τον ευρηματικό τίτλο «CALIFORNIA … ΕΝ ΤΑΥΡΟΙΣ». Ποιητικές συγχορδίες συμπλέκονται με επιστημονικές προσκλήσεις ιχνηλάτησης, δημιουργώντας την ατμόσφαιρα ενός συνεδρίου ή μίας ορχήστρας ή ενός νομοσχεδίου που τίθεται σε δημόσια διαβούλευση. Το βιβλίο διατίθεται μέσω του σχετικού site του εκδοτικού οίκου και μέσω της AMAZON. Επιθυμούμε να εστιάσουμε σε μερικά σημεία, που σταχυολογήσαμε με ιδιαίτερη επιμέλεια.
ΑΡΘΡΟ ΔΕΥΤΕΡΟ – περίπτωση 1η, σελ. 39-41. Το ποίημα με τίτλο «ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ», σε μία γενικότερη προσέγγιση, μας κατευθύνει σε ενέργειες ελεύθερης επιλογής, ενώ η νομική εστίαση του όρου αποδίδει ενέργειες που καταπατούν δικαιώματα, ενέργειες που παραβιάζουν, ενέργειες που δεν θεωρούνται νόμιμες σύμφωνα με το δίκαιο, δηλαδή την αλήθεια που ο νομοθέτης αποδέχθηκε ώστε σ’ αυτή να τοποθετήσει όρια συμπεριφορών στα πλαίσια του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Μέσα στο κοινό πολιτιστικό απόθεμα του 21ου αιώνα, ο Γιάννης Δ. Αθανασιάδης ξεκινά να εκφράζεται στον πρώτο στίχο του εν λόγω ποιήματος με έναν καλοβαλμένο χλοοτάπητα ως βάση. Στους επόμενους 16 στίχους, ο περιβάλλοντας χώρος της αντίληψής του γίνονται ένα με το κοινωνικοπολιτιστικό στοιχείο, ως εξής: «Καλοβαλμένος χλοοτάπητας … παραιτούμαι από το μέτρημα». Στον 18ο στίχο το χορτάρι γίνεται πλέον τέφρα, εκείνος ο καλοβαλμένος χλοοτάπητας παίρνει πλέον άλλη μορφή μπροστά στις αισθήσεις του δημιουργού και, ιδού, αποτυπώνεται ο όρος «απολύμανση προσωπικότητας». Πιο συγκεκριμένα: «το χορτάρι γίνεται τέφρα / απολύμανση προσωπικότητας». Η προσωπικότητα είναι το κλειδί που μας οδηγεί στην έννοια της στατιστικής μοναδικότητας ενός ποιήματος, ώστε αυτό να θεωρηθεί πνευματικό έργο. Η δε προσωπικότητα – δείγμα πως με την πάροδο του χρόνου η προσωπικότητα του ποιητή που έγραψε το ποίημα εξελίσσεται – είναι δυνατό να παραπέμπει σε πεδία εσωτερικής κάθαρσης, η οποία με τη σειρά της μπορεί να χαρακτηριστεί ως μοναδική. Οι αισθήσεις ενός κοινού ακρόασης απαγγελίας της ποίησης είναι αυτές που ενώνουν την προσωπικότητα του δημιουργού με την προσωπικότητα των ακροατών, ενώνουν την κοινωνία με τον πολιτισμό, τον πολιτισμό με τον περιβάλλοντα χώρο και τελικά, πέραν της πνευματικής διαδρομής, γίνεται αντιληπτή η νομική έννοια της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Παράλληλα, στους στίχους 33ο και εντεύθεν παρατηρούμε τα εξής:
επωφελούμαι από την παύση εργασιών
τα μαλλιά μου εξακολουθούν ακόμη να μεγαλώνουν
δεν τελείωσε ακόμη η παραγωγική μου περίοδος
αναζητώ το κλειδί το άλλο
το άλλο το κλειδί το κρυμμένο
ανεμογεννήτριες σπαρταρούν τις φυλλωσιές της λεμονιάς
τι επιθυμώ τελικά να ζωγραφίσω;
Μα θα αναρωτηθεί κανείς. Ζωγραφίζει ένας ποιητής; Ναι, ζωγραφίζει ο δημιουργός. Ζωγραφίζει ο δημιουργός ποιητής. Ζωγραφίζει στη σκέψη, στη νόηση, στο πνεύμα, στη διάνοια μέσα σε λέξεις και μέσω λέξεων. Δεν αποτυπώνει απλά την εικόνα μέσα στον χρόνο, μα το νόημα των εικόνων στον ρέοντα χρόνο.
Τι επιθυμώ τελικά να ζωγραφίσω;
Τηλεκατευθυνόμενες βόμβες στα χαρακώματα
ή μία γριά που κάθεται δίπλα στις βουκαμβίλιες;
Το νόημα δεν είναι παρά μία γρατσουνιά στα ρέοντα ύδατα
Δευτερογενής συσσώρευση συναισθημάτων
Ευθυτενής απόφραξη ομόηχων συναρτήσεων
εναλλάσσεται με χνούδι ακατέργαστου πηλού αμφιμονοσήμαντης αποφόρτισης.
Σε κάθε περίπτωση, ο εκάστοτε δημιουργός αποκτά μία περιουσιακή και ηθική σχέση με το έργο του και αυτή, με τη σειρά της, αποτελεί μέρος μίας αλυσιδωτής αλληλεπίδρασης μεταξύ των νομικών, οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών και, γενικότερα, κοινωνικών δομών και θεσμών. Έτσι ώστε η δαπάνη χρόνου να αποτελεί προσδιοριστικό παράγοντα του περιουσιακού δικαιώματος ενός δημιουργού, σύμφωνα με μία αντίληψη. Η αποτύπωση νοήματος μέσα στον χρόνο, όμως, αποτελεί βασικό παράγοντα του ηθικού δικαιώματος στο ποιητικό έργο, το συναισθηματικό δέσιμο του ποιητή με το πνευματικό του έργο. Από την άλλη μεριά, ας μην παραβλέψουμε πως η έννοια της δαπάνης χρόνου αποτελεί αιτία δημιουργίας συναισθημάτων στον δημιουργό, παραδειγματικά υπό την έννοια του κόστους ευκαιρίας, αλλά και του μόχθου που καταβάλλεται σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Συσσώρευση συναισθημάτων. Συσσώρευση συναισθημάτων, που οδηγούν σε καίριες εσωτερικές ερωτήσεις αναζήτησης.
Τι επιθυμώ τελικά να ζωγραφίσω; Ο συγγραφέας στο ΑΡΘΡΟ ΠΡΩΤΟ του βιβλίου του, με τίτλο «Η νομική και κοινωνική σημασία του ποιητικού μορφώματος», προσδιορίζει το ποίημα ως το ιεραρχημένο ή άναρχο εποικοδόμημα του συνειδητού ή του ασυνείδητου της ανθρώπινης διάνοιας σε συσχέτιση αφενός (α) με τα γεγονότα, τις επιθυμίες και τις παρορμήσεις που έχουν απωθηθεί από τον ανθρώπινο εγκέφαλο και δεν εντάσσονται σε κάποιου είδους εξελικτική επινόηση (όπως η νοηματοδότηση, η αποβλεπτικότητα και η συναισθηματική επένδυση) και αφετέρου (β) με τη διαλεκτική συνάρτηση και αλληλεπίδραση μεταξύ των παραγωγικών – οικονομικών σχέσεων και του συνόλου της λοιπής διαδραστικής ανθρώπινης ολοκλήρωσης.
Τελικά, θα μπορούσαμε να πούμε, απλά και με λίγες λέξεις, πως το ποίημα «ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ» του Γιάννη Δ. Αθανασιάδη μας ταξίδεψε, όχι μόνο σε προσωπικές επιδιώξεις και αναζητήσεις του δημιουργού, αλλά και σε διαφορετικές προσεγγίσεις του ίδιου του τίτλου του ποιήματος, όπως στην προσέγγιση της νομικής άποψης περί αυθαιρεσίας, αλλά και στην προσέγγιση της αυθαιρεσίας της διάνοιάς μας. Ένα ταξίδι στα μονοπάτια της διαδραστικής ανθρώπινης ολοκλήρωσης.
ΑΡΘΡΟ ΔΕΥΤΕΡΟ – περίπτωση 3η – σελίδα 45. Σε επόμενο ποίημα, με τίτλο «ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ», ο ακροατής-αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί μέσα σε 14 στίχους τη νομική και κοινωνική σημασία του ποιητικού μορφώματος. Ο δημιουργός-συγγραφέας μάς θέτει αντιμέτωπους με τις έννοιες των ανθρώπινων ενεργειών σε μία κατηγοριοποίηση σκοπού και σε μία διαβάθμιση έντασης και μεγέθους. Χρησιμοποιεί το φως, τη φωτιά και τον ήλιο, ως πλειοψηφικά αποδεκτές αντιλήψεις περί αλήθειας (το λεγόμενο αντικειμενικό κριτήριο, όπως προκύπτει από τα υποκειμενικά κριτήρια).
Καίμε, λοιπόν, ένα κούτσουρο για να ζεσταθούμε, για να δούμε μέσα από το φως της φωτιάς του, όμως καίμε και ένα κούτσουρο για να ξεκινήσουμε μία φωτιά, που μπορεί με τη σειρά της να κάψει – από δόλο, από αμέλεια, από πλήρη ή μειωμένο καταλογισμό – ένα σπίτι, ένα δάσος, μία ολόκληρη πόλη. Άλλοτε, πάλι, καίμε κάποια ή όλα από τα παραπάνω δίχως να κάψουμε το κούτσουρο. Καθώς, όμως, εστιάζουμε στις ανθρώπινες αυτές πράξεις, ο συλλογισμός μας δεν μπορεί να αποχωριστεί από την έννοια του ήλιου, αυτής της πυρακτωμένης, ένθερμης μάζας, αυτής της κατ’ άλλους «τυχαίας» και κατ’ άλλους «μη τυχαίας» ύπαρξης, υπόστασης, αυτού του μη ανθρώπινου δημιουργήματος, μπροστά στο οποίο ο άνθρωπος μπορεί να φαντάζει από κούτσουρο ως μία ολόκληρη πόλη. Άλλωστε, όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας: «Ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’ ανάψει έναν ήλιο!». Άραγε έχει κανείς μία άλλη άποψη ή αντίληψη; Άραγε ο κάθε άνθρωπος – πέραν του σκοπού, της έντασης και του μεγέθους – προσδιορίζει με διαφορετικό τρόπο το φως, τη φωτιά, τον ήλιο; Άραγε πρόσωπα, πράγματα, αγαθά είναι δυνατό να φαντάζουν ως φως, φωτιά ή ήλιος για τον κάθε άνθρωπο, άλλοτε σε κυριολεκτική και άλλοτε σε μεταφορική έννοια; Ας ακούσουμε την άποψη του συγγραφέα μέσα από τη δική του αντίληψη, έχοντας πάντα στην άκρη του μυαλού μας τα όσα ο Ρωμαίος αυτοκράτορας και στωικός φιλόσοφος, Μάρκος Αυρήλιος, εξέφρασε σε δύο σειρές, τις οποίες ο Γιάννης Δ. Αθανασιάδης τοποθέτησε στο προοίμιο του βιβλίου του: «Ό,τι ακούμε είναι άποψη, όχι γεγονός. Ό,τι βλέπουμε είναι μία αντίληψη, όχι η αλήθεια».
Βιογραφικό Γιάννης Δ. Αθανασιάδης