Γιάννης Νικολούδης, Άδειος τόπος, Μυθιστόρημα, Πατάκης, 2023, σελ. 158
Γράφει ο Δημήτρης Χριστόπουλος
Λεπτή κόκκινη γραμμή
Η φράση «Λεπτή κόκκινη γραμμή» χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το έσχατο όριο μιας υποχώρησης. Η φράση χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τον ηρωισμό των ανδρών του βρετανικού 93ου Συντάγματος Πεζικού κατά τη Μάχη της Μπαλακλάβας, στις 25 Οκτωβρίου του 1854, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου. Τον ίδιο τίτλο φέρει και η διάσημη ταινία του Τέρενς Μάλικ, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τζέιμς Τζόουνς, με θέμα τη μάχη του Γκουανταλκανάλ στο μέτωπο του Ειρηνικού στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια «λεπτή κόκκινη γραμμή» είναι και η ιστορία του νεαρού ανώνυμου αποφυλακισμένου (σκόπιμη φυσικά η ανωνυμία) που έγραψε ο Γ. Νικολούδης, ο οποίος ανατέμνει με χειρουργική ακρίβεια τις κοινωνικές συνθήκες που κυοφορούν το Κακό. Η ελάχιστη απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο από το κτήνος. Η γραμμή που σχηματίζει το νήμα ενός κεριού το οποίο αργοσβήνει, προτού βυθίσει τα πάντα στο σκοτάδι. Όπως ο Αμερικανός σκηνοθέτης, έτσι και ο Νικολούδης σκηνοθετεί μικρές κοσμογονίες σε έναν μη-τόπο όπου ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει, και με καστ πρόσωπα ανώνυμα που στροβιλίζονται γύρω από τον κεντρικό αντι-ήρωα, τα οποία μαζί με τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις πράξεις τους, προσπαθούν να εκλογικεύσουν το αποτρόπαιο, τη στιγμή που και τα ίδια φέρουν μερίδιο συνενοχής για ό,τι συντελείται. Ουδείς αναμάρτητος. Ένας ποιητικός διαλογισμός πάνω στη σκληρή πραγματικότητα της βίας και του εγκλήματος που όσο κι αν εθελοτυφλούμε, αυτή είναι δίπλα μας και γιγαντώνεται. Με τον ίδιο τρόπο παρακολουθούμε και τον ολισθηρό κατήφορο που παίρνει ο νεαρός από τις φυλακές της Νέας Αλικαρνασσού, διανύοντας μια προδιαγεγραμμένη πορεία επιστροφής σ’ αυτές. Μια Νέκυια, ένα ταξίδι για τον κάτω Κάτω Κόσμο ιχνογραφεί ο Νικολούδης, αυτός είναι κάθε άδειος από φως τόπος.
Ας ξεκινήσουμε από τη σημαντική του τίτλου. Άδειος είναι ο τόπος πρωτίστως της ψυχικής ενδοχώρας, άδειος από νόημα ζωής, άδειος από φροντίδα, αγάπη, αποδοχή, πατρικό και γυναικείο χάδι. Άδειος ο τόπος του ανθρώπου που δεν μπορεί να λειτουργήσει, όταν το σώμα φτάνει στα όριά του, όταν βρίσκεται σε εκείνη τη λεπτή κόκκινη γραμμή, το σύνορο που χωρίζει το «είναι» από το «μη είναι». «Εγώ δεν είμαι εγώ», θα γράψει σε ένα sms, και είναι νομίζω η φράση κλειδί για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στον ανώνυμο νεαρό. «Να κάνεις ό,τι μπορείς για να σκοτώνεις το σώμα». Να σπας όλη μέρα πέτρες, για να μην σκέφτεσαι, και ύστερα υπό πίεση να κάνεις πράγματα φριχτά και αδιανόητα, γιατί η μόνη «γλώσσα» που έχεις μάθει, μέσα στην αφασία σου, είναι ο κώδικας της βίας, όταν η ταυτότητά σου από μικρή ηλικία έχει στιγματιστεί από την εγκατάλειψη, την ανασφάλεια και, προπάντων, τη ματαίωση που βίωσες από το οικογενειακό σου περιβάλλον. Όταν ο ανοικτίρμων νόμος της οικογενειακής ρίζας είναι ανυπέρβλητος και η οποιοδήποτε διαφυγή αδύνατη.
Αφηγείται απολογούμενος ο συνεργάτης του στην κλοπή της μηχανής: «Γιατί πάλευα τότε. Με την στάμπα της Αλικαρνασσού στην καμπούρα. Να γυρίζω σαν τον φτυσμένο όλο το νησί. Ξέρεις τι πάει να πει κακία; Κακία των ανθρώπων, κακία του τόπου; Με τα μάτια μου τα είδα και το ένα και το άλλο. Να μην μπορώ να στεριώσω πουθενά. Ο τόπος και οι άνθρωποι να σε τραβάνε σαν μύξα και ύστερα να σε φτύνουνε φλέμα».
Ο συγγραφέας με το μυθιστόρημά του επικεντρώνεται στην περίπτωση ενός νεαρού Αλβανικής καταγωγής, που μόλις αποφυλακίστηκε από τις φυλακές της Αλικαρνασσού, αφού εξέτισε τη διετή ποινή που του επιβλήθηκε για την κλοπή μιας μηχανής. Χωρίς να διολισθήσει στον κίνδυνο της γενίκευσης και της κοινωνιολογίζουσας μηχανικής περί «άστοργης και άπονης παλιοκοινωνίας», ο συγγραφέας αρκείται στην επιμεριστική τεχνική μια οιονεί ρεπορταζιακής παρατήρησης του αντι-ήρωα, σκάβοντας βαθιά τόσο στην ταραγμένη ψυχή όσο και στην άδεια ψυχή ενός τόπου, που αν και κατονομάζεται με ακρίβεια – η ευρύτερη περιοχή του Ηρακλείου Κρήτης -, είναι στην ουσία η Κρήτη του Νικολούδη, ένα σκηνικό ανοίκειο και εχθρικό – όχι πάντως της τουριστικής εξιδανίκευσης που όλοι γνωρίζουμε – το οποίο λειτουργεί και αυτό κατά κάποιο τρόπο ως «αντίπαλος», ως άλογη φύση που εκδικείται τον παραλογισμό της βίας, στην προσπάθεια του νεαρού να σταθεί στα πόδια του, αλλά σε τελική ανάλυση γίνεται το ίδιο αυτόπτης μάρτυρας στις κτηνωδίες των άλλων αλλά και στις δικές του.
Εάν το παλαιό ερώτημα περί πρωτοκαθεδρίας της πλοκής ή του χαρακτήρα βασανίζει ακόμα κάποιους – θεωρητικά και πρακτικά – το μυθιστόρημα του Γιάννη Νικολούδη συμφιλιώνει τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, ή, πιο σωστά, αποδεικνύει πως ένας συγγραφέας με καλά ακονισμένη γλώσσα και κατάλληλα χρησιμοποιούμενες τις αφηγηματικές του τεχνικές μπορεί να χτίζει βήμα βήμα μια πρωτότυπη ιστορία με χαρακτήρες πολυδιάστατους και άκρως ενδιαφέροντες, όπου σταδιακά η πλοκή μετατρέπεται σε βασανιστικό εσωτερικό μονόλογο.
Στο βιβλίο δεν θα συναντήσει ο αναγνώστης ούτε ντοπιολαλιές ούτε ψευτομάγκικες εκφράσεις του συρμού ούτε την ιδιωματική γλώσσα του περιθωρίου. Πολύ περισσότερο, δεν θα συναντήσει επίδειξη γλωσσικού ακκισμού. Με επεξεργασμένο τον ακατέργαστο λόγο της «φωνής» σε όλα τα υφολογικά επίπεδα, δίνει υπόσταση σε μια πληθώρα χαρακτήρων των οποίων η παρουσία φωτίζει πρισματικά τον ανώνυμο πρωταγωνιστή-δαίμονα, που από μικρός μυείται στην κουλτούρα της βίας και από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει, είτε ως θύτης είτε ως θύμα, γιατί άλλη γλώσσα δεν γνωρίζει.
«Κλειδί» για την ουσιαστικότερη ανάγνωση του βιβλίου είναι το πρόσωπο του Αντώνη, ενός ντόπιου νεαρού φιλολόγου και συντάκτη μιας τοπικής εφημερίδας, το οποίο λειτουργεί σαν προσωπείο του συγγραφέα (σσ. 124-130). Για τον Γιάννη Νικολούδη ο συγγραφέας επωμίζεται τον ρόλο του Τρούμαν Καπότε, ενός γραφιά που επιδιώκει να γράψει «εν ψυχρώ», με την αποστασιοποιημένη και ψύχραιμη χειρουργική μέθοδο που μπορεί να ανατέμνει με ακρίβεια την κοινωνική πραγματικότητα. Που μπορεί να είναι ταυτόχρονα ανθρωπολόγος, κοινωνιολόγος, θεολόγος, ψυχολόγος ή οτιδήποτε άλλο, χωρίς κατ’ ανάγκη να προβάλλει τις πολλαπλές του ιδιότητες. Γιατί ο καλός συγγραφέας πρωτίστως ξέρει να λέει συναρπαστικές ιστορίες με υλικά αντλημένα από τη γύρω του πραγματικότητα, αλλά κατάλληλα επεξεργασμένα από τη δική του κοφτερή ματιά που διαλέγει τι να κρατήσει και τι να ξεφορτωθεί. «Και είναι κοινοτοπία, αλλά όλα, μα όλα, έχουν γραφτεί και ειπωθεί και κινηματογραφηθεί και φωτογραφηθεί και ζωγραφιστεί – μόνο να αναμασάμε μπορούμε. Σαν τις κατσίκες. Να μασάμε ό,τι φτύνουμε και να φτύνουμε ό,τι μασάμε», θα πει ο Αντώνης.
Με δυο λόγια, ο Άδειος Τόπος αποτελεί, τολμώ να πω, μια ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική καταγραφή της ελληνικής επαρχιακής ενδοχώρας του 21ου αιώνα· μια ψυχογραφική μελέτη ενός νεαρού που καταλήγει να διαπράξει το αποτρόπαιο, και τέλος μία βαθυστόχαστη φιλοσοφική μελέτη για τη σκοτεινή εκείνη διαδρομή που μετατρέπει το θύμα σε θύτη, με το ερώτημα που θέτει η ιστορία να παραμένει μέχρι το τέλος αναπάντητο: ποιος μπορεί να πει ότι κανείς δεν φταίει γι’ αυτό; Από τη στιγμή που ο περίγυρος είτε διαπράττει νομιμοφανή εγκλήματα είτε σιωπηρά τα αποδέχεται και οι θεσμοί δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να συντηρούν αυτό το κοινωνικό πλαίσιο που βασίζεται στον οικονομικό καταναγκασμό και στην υποταγή. Το πλαίσιο στο οποίο εκτρέφεται το καινούριο αυγό του φιδιού, αυτό που ίσως δεν έχει αγκυλωτούς σταυρούς, αλλά μπόλικη ματσίλα και κάθε λογής βία.
Να πω κάτι προσωπικό. Διάβασα τον Νικολούδη, μόλις είχα αφήσει από τα χέρια μου το αριστουργηματικό Τέκνο του Θεού του Κόρμακ Μακάρθι, χωρίς να μπορώ με τίποτε να διαγράψω από το νου μου τον Λέστερ Μπάλαρντ, τον φτωχό αγρότη από το Τενεσί, που χάνει ξαφνικά το σπίτι και τη γη του – τις σταθερές και τις ρίζες του – άρα τον σύνδεσμο που τον ένωνε με τους συνανθρώπους του, κι έτσι χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς λεφτά, περιφέρεται στα δάση. Διαπράττει κλοπές αλλά και αποτρόπαια εγκλήματα. Παρόμοια εξέλιξη έχει και ο αντιήρωας του Νικολούδη, που αποσυνάγωγος από τον πολιτισμό, γίνεται ένα πληγιασμένο στο σώμα και την ψυχή ζώο που σταδιακά απενοχοποιεί το Κακό, γιατί δεν έμαθε ποτέ πώς να σχετίζεται με τους άλλους, γιατί ποτέ δεν αγκάλιασε τον εαυτό του.
Θέλω να κλείσω, ενθυμούμενος εκ νέου την ταινία του Μάλικ. Το 1998 εκτός της «Λεπτής κόκκινης γραμμής», προβλήθηκε στους κινηματογράφους και η «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» του Στήβεν Σπίλμπεργκ. Οι διαφορές των δύο ταινιών ήταν πάρα πολλές και οι αντιδράσεις που προκάλεσαν τις αντανακλούν. Οι θεατές που είδαν την αιματηρή «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» έφυγαν σοκαρισμένοι. Αυτοί που είδαν τη «Λεπτή κόκκινη γραμμή» έφυγαν προβληματισμένοι. Κάπως έτσι νιώθουν και οι αναγνώστες του Άδειου Τόπου, όπως και στο Τέκνο του Θεού – προβληματισμένοι, όχι σοκαρισμένοι, με το πρόσωπο που μπορεί να έχει η κόλαση της ανθρώπινης ψυχής, όταν βρεθεί σε ακραίες συνθήκες.
Βιογραφικό Δημήτρης Χριστόπουλος