Scroll Top

Γιώργος Καλιεντζίδης “Τριλογία” | Παρουσίαση από την Εύη Καρκίτη

Γιώργος Καλιεντζίδης “Τριλογία:  Στις γωνίες των λέξεων- Σε ποιον ανήκει η ποίηση- Σπουδή στις αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο, Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2024

Γράφει η Εύη Καρκίτη

Μια φωνή στιβαρή κόντρα στις αβεβαιότητες της ποίησης

Σκέψεις για την πρόσφατη συλλογή του Γιώργου Καλιεντζίδη: «Τριλογία:  Στις γωνίες των λέξεων- Σε ποιον ανήκει η ποίηση- Σπουδή στις αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μανδραγόρας»

Η μακρά διαδρομή του Γιώργου Καλιεντζίδη στο ραδιόφωνο, η επιμονή του στον χώρο του βιβλίου, με το βάθος και την ποιότητα που τον διακρίνει, αποτελεί μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση στην ελληνική δημοσιογραφία. Το ίδιο διακριτή είναι και η ποιητική του ταυτότητα. Η «Τριλογία» είναι η έκτη ποιητική του συλλογή μέσα από την οποία αναδύεται μια φωνή ώριμη και στιβαρή, ξεκάθαρη για το τι ζητά μέσα στις αβεβαιότητες και το ολισθηρό έδαφος της ποίησης.

Η ποίηση, η λογοτεχνία εν γένει, έχει τον τρόπο της να συντρίβει τις βεβαιότητες, τους δογματισμούς, το απόλυτο απόψεων και στάσεων απέναντι στα πράγματα, ανοίγοντας εκείνη τη μυστική πόρτα από όπου μπορεί να εισχωρήσει καθετί που μπορεί να υπάρχει και αμφιβάλλοντας.

Ο ποιητής Γιώργος Καλιεντζίδης δεν είχε το άγχος της διαρκούς εκδοτικής παρουσίας. Ήθελε πάντα να παίρνει τον χρόνο του. Να απλώνεται μέσα σε αυτόν αναζητώντας και ίσως δοκιμάζοντας ιδέες και σκέψεις στη γραφή. ‘Έχει ενδιαφέρον ωστόσο πως  κάθε του βιβλίο δεν απέχει απλώς χρονικά το ένα από το άλλο, είναι και διαφορετικό ως προς το ύφος, το θέμα, τη γλώσσα, παρά τα  αόρατα ή και ορατά νήματα που ενώνουν στους σταθμούς της δημιουργικής του πορείας.

Στο πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του την «Τριλογία», τρεις ποιητικές ενότητες και  τρεις διαφορετικές εκδοχές της ματιάς του αποκαλύπτονται, αποκαλύπτοντας και μια διαφορετική γλώσσα. Και αυτό να συμβαίνει χωρίς ποτέ να παύουμε να αναγνωρίζουμε τη φωνή του, μια φωνή όμως που διαρκώς αναζητά και τολμά να δοκιμάζει.

Στις γωνίες των λέξεων

Στα ποιήματα της ενότητας «Στις γωνίες των λέξεων», το εναρκτήριο ποίημα  «η Πυθαγόρεια αισιοδοξία»,  είναι εκείνο  πίσω από το οποίο μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τον ποιητή με μια άλλη ταυτότητα, εκείνη του μαθηματικού. Είναι ένα ποίημα στο οποίο γίνεται χρήση έντονων λέξεων όπως η λέξη «τρυπά» ή η λέξη «ξεσκίζει» ή η λέξη «συνθλίβεται», ή η λέξη «εγώ», ανάμεσα στις έντονες εικόνες που δημιουργούν στίχοι όπως το «οι κούκλες μιας σπασμένης βιτρίνας, βγαίνουν μας χαιρετούν, και περπατούν ανάμεσα μας». Πρόκειται για μια εκδοχή του ποιητή με υποδόριο χιούμορ το οποίο εκβάλει στη ζημιά που κάνει «μια αδέσποτη υποτείνουσα». Ποιες όμως να είναι αυτές οι γωνίες και πόσο μοιάζουν με τις γωνίες στη Γεωμετρία και για τις οποίες θα μιλούσε ένας μαθηματικός; Πέρα από το εναρκτήριο ποίημα, σύνθετο, πολύπλοκο και βαθύ μέσα στη λιτότητά του ή και εξαιτίας αυτού, προκύπτει ενδεχομένως και μια άλλη ανάγνωση της ενότητας «Στις γωνίες των λέξεων». Οι λέξεις μπορούν να έχουν γωνίες. Είναι αιχμηρές, τρυπάνε, σκίζουν, ματώνουν, ευτυχώς δεν σκοτώνουν, αν και μπορεί και να σκοτώσουν ορισμένες φορές.

Σε ποιον ανήκει η ποίηση;

Στην ενότητα σε «Ποιον ανήκει η ποίηση;» δεσπόζει το ερωτηματικό. Το αιώνιο ερωτηματικό της αμφιβολίας, το αιώνιο ερωτηματικό της ποίησης. Σε ποιον τελικά ανήκει; Στο σημείο αυτό προκύπτει ένα άλλο ύφος, ένα άλλο στιλ, διακρίνεται μια αφηγηματικότητα, πεδίο το οποίο αφορά τον Γιώργο Καλιεντζίδη και έχει δοκιμάσει και σε άλλα του έργα.  Είναι μια πρόκληση να αφηγηθεί κανείς μια ιστορία με όρους ποιητικούς. Να επινοήσεις χαρακτήρες, οι οποίοι θα παίξουν ρόλο σε πλοκή, που καλούνται να διατυπώσουν  τη δραστική φράση, «όπως ο φίλος του ο Ηλίας», που θα υποστηρίζει ότι ο ποιητής έχει τη δυνατότητα να φτιάξει το «δικό του σκηνικό». Ένα σκηνικό που τελικά δεν είναι ένα, ένα σκηνικό που έχει εκδοχές, κάτι το οποίο μας το επιτρέπει η ευρυχωρία της ποίησης. Σε ποιόν ανήκει η ποίηση; Είναι αλήθεια πως μπαίνουμε στα σοβαρά στο πειρασμό να δώσουμε μια απάντηση στην ερώτηση. Νομίζω πως ακόμη και ο ίδιος ο ποιητής μπαίνει. Γιατί είναι μια ενδιαφέρουσα ερώτηση και γιατί έχει δύσκολη απάντηση. Ή γιατί στην πραγματικότητα, αν έχει απάντηση, αυτή δεν μπορεί να είναι μόνο μία. Μπορεί ποίηση να είναι «ο αβίαστος συλλαβισμός του δυσεξήγητου, της σιωπής, της ελπίδας του διφορούμενου». Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει, εάν θέλει να υιοθετήσει μια απάντηση, πως σε αυτά ανήκει: στο δυσεξήγητο, στη σιωπή, την ελπίδα. Και αυτά είναι πράγματα των ανθρώπων και ίσως μπορούμε να ισχυριστούμε πως η ποίηση ανήκει σε μας. Αξίζει να επιμείνει κανείς στην αφηγηματικότητα και τους χαρακτήρες που περνούν μέσα στις λέξεις. Άλλοτε εμφατικά όπως ο «Ηλίας»  ή ο «Μάρκος Σανούδος», άλλο ένα ποίημα με έντονες εικόνες και υποδόριο χιούμορ. Η δεύτερη ενότητα της «Τριλογίας» επιτρέπει στον ποιητή να απλωθεί.  Αυτή είναι μια ενότητα όπου ο ποιητής κινείται στο χώρο, τον χρόνο, τη μνήμη. Μνημονεύει τα πνευματικά του πεθαμένα, τις διανοητικές του καταβολές, προσπαθεί να μην λησμονήσει πρόσωπα που περνούν σαν σκιές, των οποίων ένα ειδικό βάρος ενσταλάζει στη ψυχή του ποιητή και στη συνέχεια στη δική μας έναν ορισμό του ανθρώπινου.

Σπουδή στις αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο

Η τελευταία ενότητα της «Τριλογίας» είναι ίσως την πιο αινιγματική, προκλητική ως προς την πρόσληψή της όπου πλέον έχουμε μια συνομιλία με ένα βιβλίο τις «Αόρατες Πόλεις» του Ίταλο Καλβίνο.

Όταν η αφήγηση φτάνει στην φανταστική πόλη Ζαίρα ο Ίταλο Καλβίνο σημειώνει :

«Η πόλη δεν φανερώνει το παρελθόν της, το εμπεριέχει όπως τις γραμμές ενός χεριού, γραμμένο στις γωνίες των δρόμων, στις γρίλιες των παραθύρων, στις κουπαστές των κλιμακοστασίων, στα κοντάρια των λαβάρων, το κάθε κομμάτι χαραγμένο με τη σειρά του από γρατζουνίσματα, πριονίσματα, εγκοπές και βίαια χτυπήματα».

Πού  μπορεί κανείς να ψάξει για το παρελθόν; Που αναζητά τη μνήμη; Πώς τη φέρνει στο σήμερα και με ποιους αφηγηματικούς ή ποιητικούς όρους; Και πώς συνομιλεί τελικά κανείς με τον Ίταλο Καλβίνο; Πώς κατακάθεται εντός η σκόνη των αόρατων πόλεων, πόλεις με τέτοιο αποτύπωμα στο φαντασιακό;

Νομίζω πως εδώ μια ποιητική διαδρομή όπως αυτή του Γιώργου Καλιεντζίδη φτάνει σε υψηλά επίπεδα ωριμότητας, διεισδυτικότητας, και βρίσκει τον εαυτό της σε στο χαντάκι που χωρίζει την ποίηση και την πεζογραφία, μέχρι που γίνονται ένα αξεδιάλυτο ένα, ένα πυκνό αξεδιάλυτο ένα, όπου ο τόπος, το τοπίο, ένα τοπίο ενίοτε απτό, αλλά και πάντα ένα τοπίο ψυχικό, αφήνεται σε κοινή θέα, εκεί που η μνήμη στήνει τη δική της πικρή συνήθως γιορτή. Πρόσωπα, αναμνήσεις, στοχασμοί εμπιστεύονται την απλότητα των λέξεων, των ιδίων λέξεων που τρυπάνε και ξεσκίζουν, δημιουργώντας τη δική τους συνθήκη: ποιητική και μυθοπλαστική, σε μια στιγμή σημαντικής διακειμενικότητας, όπου όπως γράφει «αυτό που τα μάτια βλέπουν, είναι μια αντανάκλαση του αόρατου». Και εκεί είναι η στιγμή που λογοτεχνία ξεκινά να μας εμπεριέχει, όλους μαζί, και τον καθένα ξεχωριστά, τον καθένα με τα δικά του φορτία, διαβάσματα, με τις προσδοκίες μας, τις ματαιώσεις μας, αγγίζοντας εκείνο που βγάζει για μας ένα νόημα. Βρισκόμαστε μπροστά σε  καθετί που δίνει στη ζωή νόημα, αόρατο ίσως, μα πάντα υπαρκτό, θαμμένο σε αυτές τις αόρατες πόλεις που έχουν για μας σημασία. Έχουν σημασία ακόμη κι αν αυτές τις πόλεις απλώς τις ονειρευτήκαμε ή κυρίως γιατί τις ονειρευτήκαμε, πόλεις που δεν γνωρίζουμε και ίσως δεν γνωρίσουμε ποτέ, που χαράζουν ωστόσο μέσα μας τους μυστικούς μας προορισμούς, οι οποίοι παραμένουν μυστικοί, ακόμη κι όταν μέσω της γραφής, μέσω της ανάγνωσης και μέσω της λογοτεχνίας, τις μοιραζόμαστε με άλλους.

Βιογραφικό Εύη Καρκίτη