Γιώργος Παπαδάκης, Ο Ταχυδρόμος, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2018
Γράφει η Νίκη Μισαηλίδη
Ο Ταχυδρόμος…της σιωπής
«Η λέξη είναι μια ρωγμή στη σιωπή»
Τζουζέπε Ουγκαρέτι
Ο Ταχυδρόμος: πρόκειται για το μυθιστόρημα του Γιώργου Παπαδάκη από τις εκδόσεις Εστία (2018), το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 2019.
Κεντρικός ήρωας ο Αλέξης Δαφέρμος, ταχυδρόμος ο οποίος μ’ ένα ποδήλατο μοιράζει τα γράμματα και τις συντάξεις στα χωριά της περιφέρειας του Ρεθύμνου τη δεκαετία του ’50, με ξεχωριστή συνέπεια και υπευθυνότητα χωρίς να αποτελούν γι’ αυτόν εμπόδιο οι δύσκολες καιρικές συνθήκες των ορεινών χωριών της Κρήτης. «Δεν σκέφτηκα καθόλου τον καιρό. Τα γράμματα που είχα στην τσάντα μου θα τα έδινα όλα, ακόμα κι αν έπρεπε να κολυμπήσω στους υγρούς δρόμους» (σ. 41) θα αφηγηθεί σε πρώτο πρόσωπο ο ήρωας του μυθιστορήματος εκτελώντας με ευσυνειδησία τα υπηρεσιακά του καθήκοντα. Ο Γ. Παπαδάκης χτίζει το προφίλ του ήρωά του με υλικά όπως η εντιμότητα, η εργατικότητα και η ευσυνειδησία. Ο Αλέξης Δαφέρμος γίνεται από τις πρώτες γραμμές του βιβλίου συμπαθής στον/στην αναγνώστη/-στρια με το χαμηλό – θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε – προφίλ του, «πάντα υποχωρητικός με τους ανθρώπους, πως έφτανε πάντα σε τέτοιο σημείο ανοχής, ώστε να μην ακούνε τη γνώμη μου, να μη με υπολογίζουν» (σ. 18), όπως διαφαίνεται από τον εσωτερικό μονόλογο του ήρωα τη μέρα που η κυρία Θεώνη, η προξενήτρα είχε επισκεφτεί το σπίτι του για να κάνει το προξενιό για «ένα καλό κορίτσι […] που ζούσε σ’ ένα χωριό μια ώρα δρόμο μακριά από το δικό μας. Έκλεινε τα είκοσι» (σ. 11). Το μόνο που τόλμησε να κάνει ήταν «κάτι να ψιθυρίσω, πως δεν με πήρανε τα χρόνια και πως αυτά τα πράγματα δεν γίνονται με βιασύνη» (σ. 17). Η υποχωρητικότητα όμως καθώς και η συστολή του Αλέξη τον καθιστούν από την αρχή της ιστορίας θύμα της μητριαρχικής κοινωνίας ώστε η ατομική του βούληση και η ελευθερία, καθώς και η ανεξαρτησία της προσωπικής του ζωής να ρυθμίζονται από την μάνα του η οποία είπε στην προξενήτρα: «Ο γιος μου είναι ντροπαλός Θεώνη, δεν τον ξέρεις; Άμα περιμένεις απ’ αυτόν να πει το ναι, θα μας βρει η Δευτέρα Παρουσία! Λοιπόν, […] δεν χρειάζονται σκέψεις. Θα τη δούμε, θα έρθει στο σπίτι μας, […]. Κάποιος εδώ μέσα πρέπει να παίρνει αποφάσεις» (σ. 18). Ο νεαρός ταχυδρόμος φαίνεται να ακολουθεί το πρότυπο του πατέρα του, για τον οποίο αναφέρει: «ποτέ δεν τον είχα ακούσει να υψώνει τη φωνή του και να έχει άλλη γνώμη απ’ αυτήν που εξέφραζε η μάνα μου. Φαίνεται πως του έμοιαζα» (σ. 20).
Η σιωπή αποτελεί ένα άλλο χαρακτηριστικό με το οποίο ο συγγραφέας σκιαγραφεί την προσωπικότητα του ταχυδρόμου. «Οι παλιές σιωπές συνεχίζονταν πάλι. Θυμούμαι πως μικρός όταν ήμουνα, δεν έδινα μεγάλη σημασία σ’ αυτή την απουσία του λόγου. Αλλά όταν γίναμε έφηβοι, νόμιζα πως η σιωπή ήταν δείγμα ανίας» (σ. 32), θα σκεφτεί προσπαθώντας να αιτιολογήσει ή και να δικαιολογήσει τη σχέση του με τους άλλους. «Δεν το είχαμε καταλάβει, γιατί οι λέξεις δεν είχαν αγγίξει ποτέ το αίσθημα. Εκείνη η αναθεματισμένη η σιωπή θα έφταιγε. Που σιωπούσαμε. Που δεν είχαμε αρκετές λέξεις ανάμεσα στις παύσεις. Πιστεύαμε τότε πως οι λέξεις φτιάχνουν την πραγματικότητα, πως χωρίς λέξεις δεν μπορούν να συνυπάρχουν οι άνθρωποι» (σ. 37) θα διατυπώσει σε εμφανές εξομολογητικό τόνο για τη σχέση σιωπής που είχε με την συμμαθήτριά του, την Αθηνά. Ο συγγραφέας επιδιώκει μέσα από την εξομολόγηση του Αλέξη να επιτονίσει την κοινωνική διάσταση του λόγου, της ομιλίας για τη δόμηση και διαμόρφωση των ανθρωπίνων σχέσεων. Είναι εμφανής «η σημαντική διάκριση του Ferdinand de Saussure μεταξύ λόγου (langue) και ομιλίας (parole) (Hawthorn, 2016:94), του κοινωνικού συστήματος της γλώσσας και του ατομικού. Επίσης σ’ αυτό το σημείο της ιστορίας ο Γ. Παπαδάκης θα μιλήσει για την αξία της σιωπής στην καλλιέργεια έντονου συναισθηματικού κλίματος ανάμεσα σε δυο πρόσωπα: «Έπρεπε να το καταλάβουμε πως η σιωπή είναι το πιο γόνιμο έδαφος για να ριζώσουν τα αισθήματα. Κι όταν, ίσως, η αίσθηση κινδύνευε να πάρει αφή, δεν τολμήσαμε, αυτό είναι το πιο πιθανό, δεν τολμήσαμε» (σ. 37). Οι αισθήσεις αποτελούν για τον συγγραφέα καθοριστικό παράγοντα ανάπτυξης και εκδήλωσης των συναισθημάτων δίνοντας εξέχουσα θέση στην αίσθηση της αφής.
Η σιωπή, πάλι, ως βασικό ψυχολογικό χαρακτηριστικό του Αλέξη Δαφέρμου τον οδηγεί κάποιες φορές σε αδιέξοδο. Έτσι, καθώς ο συγγραφέας περιγράφει το ορεινό τοπίο της Κρήτης με «τις ελιές και τα κυπαρίσσια […]. Τις καλλιέργειες των ανθρώπων στις πλαγιές» (σ. 38) των βουνών «Εντελώς ξαφνικά ανέβηκε στο μυαλό μου μια εικόνα αδιεξόδου. Συχνά το πάθαινα αυτό και είχα βρει τρόπο να το αντιμετωπίζω. Πήγα και σταμάτησα το ποδήλατο στην άκρη του δρόμου απ’ τη μεριά που φαινόταν η κοιλάδα.[…] Παρακολουθούσα το χάος» (σ. 38). Η σιωπή είναι το θεμελιώδες εσωτερικό στοιχείο και της Ελπινίκης, γειτόνισσας του κεντρικού ήρωα, την οποία ο συγγραφέας παρουσιάζει ως «[…] μια γυναίκα σκυφτή με μαντήλι στο κεφάλι. Έσερνε τρεις κατσίκες. Φορούσε χοντρά ξύλινα παπούτσια» (σ. 111). Τα ξύλινα παπούτσια είναι το μοναδικό στοιχείο που κάνουν θόρυβο και επισημαίνουν την παρουσία της ηρωίδας. « Πήγαινε σκυφτή, τα χέρια πίσω πλεγμένα […]» (σ. 111), «Παράξενος άνθρωπος» (σ. 111) σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς των συγχωριανών της, «Υπέφερε απ’ την ασχήμια της» (σ. 124), γι’ αυτό κι «Έσκυβε το κεφάλι, λοξά έσκυβε» (σ. 124) επιδιώκοντας ο Γ. Παπαδάκης να αποτυπώσει και να σχολιάσει αποδοκιμαστικά τις στερεοτυπικές αντιλήψεις των ανθρώπων της κλειστής κοινωνίας της Κρήτης τη δεκαετία του ’50 σχετικά με την εξωτερική εμφάνιση. Μια κλειστή κοινωνία, που από τη μια μεριά ακολουθεί πιστά τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις, ενώ από την άλλη δεν διστάζει να παραβιάσει το εθιμικό δίκαιο, όταν διακυβεύονται ατομικά ή συλλογικά συμφέροντα. Το συνοικέσιο και οι αρραβώνες, η προίκα της νύφης στον γαμπρό, το μυστήριο του γάμου, οι τυπικές σχέσεις των συμπεθέρων όπως και η πρώτη νύχτα του έγγαμου βίου παρουσιάζονται από τον συγγραφέα λεπτομερειακά συνθέτοντας το ηθογραφικό ψηφιδωτό της μικρής κοινωνίας των χωριών του Ρεθύμνου. «Όλη η περιφέρεια είχε κρατήσει αυτό το έθιμο, να κάνουν ειδική τελετή τη μέρα που θα έφερναν την προίκα, λίγες μέρες πριν από τον γάμο. […] Όλοι οι τύποι του γάμου έπρεπε να τηρηθούν» (σ. 43). Και « Ύστερα ήρθε η ώρα για τα προικιά. Ένας λυράρης ήταν προπομπός. Ακολουθούσαν κάμποσα μουλάρια φορτωμένα με την προίκα» (σ. 79). Ακολουθεί το στρώσιμο του κρεβατιού από «κοπελιές [που] ήξεραν πώς στρώνουν ένα κρεβάτι […]. Ύστερα είδα να πετούν πάνω στο κρεβάτι πολλά χαρτονομίσματα και κέρματα» (σ. 83). «Και τότε, σαν ηλεκτρισμένη, η Θεώνη άρπαξε από το πλήθος ένα μικρό αγόρι, το πέταξε πάνω στο κρεβάτι και του είπε να κυλιστεί» (σ. 83). Το αυστηρό, όμως, εθιμικό δίκαιο παραβιάζεται από την οικογένεια της νύφης, όπως υποψιάζεται ο ταχυδρόμος: «Μου είχαν δώσει άλλη γυναίκα απ’ αυτήν που μου έδειξαν στον αρραβώνα. Ήξερα μέσα μου πως ήταν μεγάλη. Δεν ήταν της ηλικίας που μου είχαν πει» (σ. 101). Τα μυστικά και οι πλεκτάνες φαίνεται πως αποτελούσαν και αυτά μέρος της κοινωνίας στην οποία τα πρόσωπα ήταν ταυτόχρονα και θύτες και θύματα. Παρ’ όλα αυτά ο Αλέξης Δαφέρμος δέχεται για σύζυγό του την Αρτεμισία με την οποία προσπαθεί να έχει μια ισορροπημένη οικογενειακή ζωή.
Στο μυθιστόρημα η σιωπή εμφανίζεται και στο πρόσωπο του μικρού Θεμιστοκλή, πρωτότοκου γιου του ζευγαριού. Μετά την «παραληρηματική κρίση» (σ. 180), που εκδήλωσε, το μικρό αγόρι είχε βυθιστεί στη σιωπή: «Δεν με άκουγε. Είδα πως κάτι άλλο τον απασχολούσε μέσα στη σιωπή. Γιατί είχε έρθει η σιωπή, μετά το χαλασμό. Έκανε όπως κάνουν οι άνθρωποι που θέλουν ν’ ακούσουν κάτι από μακριά» (σ. 180), αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο η τραγική φιγούρα του πατέρα – ταχυδρόμου, ο οποίος αντιλαμβάνεται τη δύσκολη και από κοινωνικής πλευράς θέση που θα βρεθεί ο μικρός Θεμιστοκλής και όλη η οικογένεια εξαιτίας του ψυχικού νοσήματος. Ο Γ. Παπαδάκης επισημαίνει αλλά και επικρίνει έμμεσα αλλά με καθαρότητα την μη ανεκτικότητα και αποδοχή από την κοινωνία απέναντι στα άτομα που πάσχουν από κάποια ψυχική νόσο. Και επειδή «η κληρονομικότητα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο» (σ. 181), η οικογένεια της Αρτεμισίας είχε κρατήσει μυστική την ύπαρξη του νοσούντος παππού. Το κοινωνικό στίγμα φαίνεται πως είναι έντονο, κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά οι ήρωες και οι ηρωίδες της ιστορίας.
Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να δώσει με τον προσωπικό λογοτεχνικό τρόπο του τη λύση σ’ αυτό το «αδιέξοδο», που ταλανίζει τόσο τα ίδια τα πρόσωπα της ιστορίας όσο και την ευρύτερη κοινωνική ομάδα. «Το ταξίδι αυτό δεν θα γίνει» (σ. 182) θα δηλώσει κοφτά και με αποφασιστικότητα ο Αλέξης στη γυναίκα του. «Έβγαλα το σακουλάκι με το δηλητήριο που μου είχε δώσει η Ελπινίκη. Το άδειασα μέσα στο πιάτο. Όλο το άδειασα. Ύστερα δεν άκουγα, δεν έβλεπα. Η νύχτα μπήκε στα μάτια μου. Ένιωθα πως μεγάλωνα και έβγαινα έξω από το δέρμα. Αλλά, εκεί, έξω από μένα, δεν ήμουν εγώ. Δεν ήμουν εγώ, γιατί δεν υπήρχε καθόλου χρόνος» (σ. 184).
Τι είναι αυτό που θα οδηγήσει τον Αλέξη Δαφέρμο σ’ αυτή την πράξη; Γιατί και πώς ο υποχωρητικός και ντροπαλός χαρακτήρας του Γ. Παπαδάκη θα πάρει τα ηνία της κατάστασης και θα επιδείξει αποφασιστικότητα για κάποιους και πατρική σκληρότητα για κάποιους άλλους; Ερώτημα που διατυπώνει και ο ανακριτής: «Πού οφείλεται η αποφασιστικότητα που επιδεικνύετε τώρα;» (σ. 187). Η απάντηση δίνεται από τον ήρωα μονολεκτικά: «Οι περιστάσεις» (σ. 187) προκαλώντας στον/στην αναγνώστη/-στρια ένα φιλοσοφικό προβληματισμό σχετικά με το περιεχόμενο και το νόημα της ζωής, αλλά και την στάση του ατόμου απέναντι σ’ αυτήν.
Χωρίς αμφιβολία η κατάκτηση της προσωπικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας είναι τα βασικά ζητούμενα του Ταχυδρόμου. «Η ελευθερία δεν έχει νόημα, όταν δεν υπάρχουν επιλογές» (σ. 219). Όμως σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του ήρωα «ο άνθρωπος κάνει την ιστορία» (σ. 222) και «Θέλει πολύ κόπο να βγει ο άνθρωπος απ’ τα σκοτάδια, από το τίποτα» (σ. 222), από την άβυσσο και να βγει στο φως. Γιατί «άβυσσος είναι η σκοτεινή ρίζα μας, τα σκοτάδια της ψυχής που δεν ημερώνουν. Και το φως [βρίσκεται] στη φωνή της αλήθειας που σε αναστατώνει και δεν την ακούς» (σ. 222), όπως θα πει ο Καραβάτζιο στ’ όνειρο του Αλέξη όντας στη φυλακή. Τα όνειρα είναι ο χώρος εκείνος, που κατά τον S. Freud, φιλοξενεί εικόνες που το άτομο δεν ορίζει, δεν γνωρίζει και συνθέτουν το υποσυνείδητο (Barry, 2013: 125). Μέσα από την καταβύθιση στο εγώ του ο ήρωας προσπαθεί βρει το «φως» του Καραβάτζιο για να δώσει στις τελευταίες σελίδες την απάντηση στον εαυτό του αλλά και στους/στις αναγνώστες/-στριες «πως για όλα έφταιγε η αγάπη, τούτη η αγάπη η δική μου, που ’ναι δύσκολη, δύσκολη π’ ανάθεμά τη» (σ. 229).
Ο Γιώργος Παπαδάκης φαίνεται πως θέλει να πλάσει έναν λογοτεχνικό κόσμο στον οποίο «η αγάπη να μην έχει εμπόδια. Το σώμα να μην αρρωσταίνει και τα λουλούδια να μην μπορούν να μαραθούν» (σ. 223). Και αυτόν τον ονειρικό κόσμο καταφέρνει να τον δημιουργήσει αντιστικτικά με τον κόσμο στον οποίο δρουν και κινούνται οι χαρακτήρες του Ταχυδρόμου. Ένας κόσμος που το σώμα αρρωσταίνει και τα λουλούδια μαραίνονται, η αγάπη έχει εμπόδια και η κατάκτηση της ελευθερίας δεν είναι απλή υπόθεση.
Το απλό λεξιλόγιο εμπλουτισμένο με κρητικούς ιδιωματισμούς, ο μικροπερίοδος λόγος, οι λεπτομερειακές περιγραφές με τις πλούσιες εικόνες (οπτικές, ακουστικές, οσφρητικές και απτικές), η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και ο εσωτερικός μονόλογος, το συνταίριασμα του ρεαλιστικού στοιχείου με το υπερρεαλιστικό και του πεζού λόγου με τον ποιητικό συνθέτουν ένα μυθιστόρημα που, ενώ οι χαρακτήρες φαίνεται πως ζουν στη σιωπή τους, «συν-ομιλούν» με τον/την αναγνώστη/-στρια, διεγείρουν τον πνευματικό και συναισθηματικό κόσμο και τον κάνουν να ονειρεύεται έναν «κόσμο [που] να έχει άλλη όψη, τι ωραίο που θα ήταν αυτό» (σ. 228). Δεν συμφωνείτε;
Βιβλιογραφία
Barry, P. (2013). Γνωριμία με τη θεωρία. Μια εισαγωγή στη λογοτεχνική και πολιτισμική θεωρία, μτφρ. Χρ. Νάτσινα, Αθήνα: Βιβλιόραμα
Hawthorn, J. (2016). Ξεκλειδώνοντας το κείμενο. Μια εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης