Scroll Top

Γιούλη Χρονοπούλου “Άρωμα Φουζέρ” | Παρουσίαση από τον Δημήτρη Χριστόπουλο

Άρωμα Φουζέρ”, Εκδόσεις ΝΗΣΟΣ, Απρίλιος 2025

Γράφει ο Δημήτρης Χριστόπουλος, Δρ Νεοελληνικής φιλολογίας, συγγραφέας

Σαν το τρεμούλιασμα του νερού μέσα σε γυαλί

Αποτελεί κοινοτοπία πλέον να μιλάμε για «γυναικεία» γραφή ή για το ντεμπούτο πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων, πιθανόν για την αμηχανία της πρώτης έκδοσης ή για τον λόγο έκδοσης άλλης μιας συλλογής μικροϊστοριών από τις πολλές που κάθε χρόνο εκδίδονται στο πλαίσιο αφηγηματικών ασκήσεων σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής, τα οποία λειτουργούν ως φυτώρια των υπό εκκόλαψη φερέλπιδων συγγραφέων.

Το «Άρωμα φουζέρ» της Γιούλης Χρονοπούλου είναι μια συλλογή 25 μικροϊστοριών, τα οποία, όπως δηλώνει και ο τίτλος (Fougère στα γαλλικά σημαίνει «φτέρη»), συνιστούν μια δελεαστική σύνθεση διαφορετικών τεχνικών οι οποίες δημιουργούν ιστορίες με το άρωμα της λεβάντας και άλλες που θυμίζουν φασκόμηλο και περγαμόντο ή μόσχο, βανίλια και βελανιδιά.

Η συγγραφέας, σε ικανοποιητικό βαθμό, καταφέρνει να αποδράσει από την πεπατημένη τόσο της λεγόμενης γυναικείας γραφής όσο και από την αμηχανία της «πρωτάρας» που οφείλει να αποτίσει, τρόπον τινά, φόρο τιμής στους μέντορές της.

Αν θέλαμε να βρούμε κάποια νήματα που συνδέουν τις 25 ιστορίες της σε επίπεδο τόσο περιεχόμενου όσο και μορφής, θα λέγαμε πως, αφενός, η υπαρξιακή αγωνία για όσα τερατώδη συμβαίνουν γύρω μας ή τα προκάλεσαν στο παρελθόν, αλλά και η ποιητική της γλώσσας (όταν καταφέρνει να συγκρατήσει τον λυρισμό), αφετέρου, που της επιτρέπει να πλάθει ενδιαφέροντες χαρακτήρες, αντιπροσωπευτικούς καταστάσεων που αφορούν τον καθένα – όλα τα παραπάνω συνιστούν ενοποιητικά στοιχεία, αναγκαία για τη συγκρότηση μιας αξιοσύστατης πρώτης διηγηματογραφικής συλλογής.

Σε αυτό το σημείο, κάποιες παρένθετες σκέψεις είναι απαραίτητες. Ενώ στην περίπτωση ενός δόκιμου συγγραφέα, το ιδιάζον και αναγνωρίσιμο ύφος (π.χ. Σκαμπαρδώνης, Δημητρίου, Νόλλας, Παλαβός) είναι αυτό που συνενώνει τις ιστορίες του σε ένα ενιαίο αφήγημα παρά την ποικιλία της θεματικής του, όταν πιάνουμε στα χέρια μας το πρωτόλειο ενός συγγραφέα, ο αναγνώστης επιζητά το διακριτικό εκείνο στοιχείο κάθε αφηγηματικής φωνής που δίνει  τον τόνο και τον αναγκαίο ρυθμό σε όλες τις αφηγήσεις. Όταν οι αφηγηματικές φωνές (πρωτοπρόσωπες, δευτεροπρόσωπες ή τριτοπρόσωπες) προσομοιάζουν στον λόγο ενός παντογνώστη αφηγητή χωρίς τη θερμοκρασία του λόγου των χαρακτήρων, το αποτέλεσμα είναι αποθαρρυντικό. Το καινοφανές οφείλει να εκφραστεί ανάλογα, ώστε να αποδώσει στη θεματική το ανάλογο βάρος. «Αν τα διηγήματα», λέει ο Κορτάσαρ, «δεν γεννιούνται από κάποιο βαθύ βίωμα, το έργο δεν θα πάει πιο πέρα από την απλή αισθητική άσκηση. Αλλά το αντίθετο θα είναι ακόμα χειρότερο, αφού σε τίποτα δεν χρησιμεύουν η ζέση, η βούληση μετάδοσης ενός μηνύματος, αν απουσιάζουν τα εκφραστικά μέσα, υφολογικά εργαλεία που την καθιστούν δυνατή».

Επανέρχομαι. Ξεχώρισα τα διηγήματα: «Αποχαιρετισμός», «Το δείπνο», «Η πρώτη σου δουλειά», «Το διαζύγιο», «Η φυσαρμόνικα», «Η γυναίκα με το τουρμπάνι», «Η επιστροφή» (για μένα το κορυφαίο).

Ακολουθώντας τις σκέψεις του Χούλιο Κορτάσαρ («Μαθήματα Λογοτεχνίας», Opera 2021) για την τέχνη του διηγήματος, επιχειρώ να σταθμίσω την ποιότητα της συλλογής που κρατώ στα χέρια μου, με κριτήριο αν -σε κάποιο βαθμό- υπόσχονται μια μελλοντική ανανέωση της διηγηματογραφικής φόρμας. Για τον Αργεντινό συγγραφέα, κάθε διήγημα οφείλει να συνιστά μια «συνοπτική ζωή, κάτι σαν το τρεμούλιασμα του νερού μέσα σε γυαλί, σαν παροδικότητα μέσα σε μονιμότητα». Οι περισσότερες ιστορίες της Χρονοπούλου διαθέτουν ένταση, φόρτιση, οικονομία, αφαίρεση, πυκνότητα αλλά -την ίδια στιγμή- το αφηγηματικό πλάτος της μεγαλύτερης φόρμας. Η συμπύκνωση του χώρου και του χρόνου, όταν γίνεται στο καμίνι της υψηλής πνευματικής και μορφολογικής πίεσης, προκαλεί έκρηξη, που ανοίγει στον αναγνώστη διάπλατα τον φακό για μια άλλη πραγματικότητα πιο αληθινή από αυτήν όπου ζούμε. Αντιγράφω το έξοχο κλείσιμο της «Γυναίκας με το τουρμπάνι» (σ. 65):  

«Κι άξαφνα όλη η απιθανότητα που με περιβάλλει μοιάζει να λειτουργεί ανακουφιστικά, να μου παίρνει το βάρος σαν φίλη που με ξεκουράζει και με συντρέχει. Και μου φαίνεται σαν να συγκλίνουν  οι χρόνοι, το παρελθόν και το παρόν να γίνονται ένα μέλλον απρόβλεπτο, αυθάδικο, απείθαρχο, που συγχωνεύει την υπερβατική και την απτή αλήθεια, που αρμενίζει σε θάλασσες χωρίς κάβους, σε κόσμους χωρίς φραγμούς. Και τότε ο τρόμος γίνεται βάλσαμο, το βάσανο γίνεται λύτρωση, η αγωνία γίνεται ελευθερία και η μοναξιά συρρικνώνεται».

Ένα καλό διήγημα, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα που σωρεύει προοδευτικά τις εντυπώσεις του στον αναγνώστη, είναι αιχμηρό, δηκτικό, ανελέητο από τις πρώτες κιόλας φράσεις. Προσέξτε πώς ξεκινά το πιο μικρό σε έκταση διήγημα της συλλογής («Η συγχώρεση», σ. 35) και με ποια ανατροπή τελειώνει -κυκλικά- ο οιονεί μονόλογος σε β’ πρόσωπο ενός εξόριστου της Μακρονήσου για τον βασανιστή του:

«Κι εσύ, βρε Ανέστη, πώς λύγισες τώρα, εσύ που άντεξες ολόκληρη Μακρόνησο, ακόμα κι εκείνο το σακί με τη γάτα να σε ξεσκίζει στο νερό […]. … εσύ, βρε Ανέστη, πώς λύγισες στο παρακαλετό του και πήγες στο ψυχομαχητό του και του στάθηκες στο νεκροκρέβατο και του ‘πιασες το χέρι, όταν, μετά από μέρες που ψυχομαχούσε και δεν έλεγε να βγει η ψυχή του να ηρεμήσει, πώς λύγισες και πήγες να τον βοηθήσεις για να ησυχάσει από τις ενοχές, βρε Ανέστη;»

 Η απόγευση που αφήνουν οι 25 ιστορίες της Χρονοπούλου είναι πικάντικη σαν το άρωμα φουζέρ, μια συμφωνία δροσερών και ζεστών τόνων που αλληλοσυμπληρώνονται. Ιστορίες που αποκτούν τη δική τους ζωή, κάθε φορά που η συγγραφέας, όπως έχει πει ο Ουρουγουανός συγγραφέας Οράσιο Κιρόγα, καταφέρνει να διηγείται σαν η ιστορία της να μην έχει ενδιαφέρον παρά για το στενό περιβάλλον των ηρώων της, μία εκ των οποίων θα μπορούσε να είναι και η ίδια.

Η Χρονοπούλου αφήνει υποσχέσεις για μια ακόμη καλύτερη συνέχεια. Διαθέτει την απαραίτητη σκευή: τις πλούσιες αναγνώσεις, τις φιλοσοφικές ανησυχίες, αλλά και τα αφηγηματικά πουσάτια και την ποιητική της γλώσσας. Αρκεί να μη βιαστεί να εκδώσει το δεύτερο βιβλίο της. Αρκεί να εμπιστεύεται περισσότερο την ικανότητα του αναγνώστη να κάνει μόνος του τις αναγκαίες γενικεύσεις και να οδηγείται στα δικά του συμπεράσματα. Κι έτσι να «λυτρώνεται» κι ο ίδιος, χωρίς συγγραφικούς εκβιασμούς.

Βιογραφικό Δημήτρης Χριστόπουλος