«Στην Τέχνη είναι δύσκολο να πεις οτιδήποτε που να είναι τόσο εύστοχο, όσο να μην πεις τίποτα». Πρόκειται για αναφορά και έμεση επιδοκιμασία της σιωπής ενός από τους πλέον επιδραστικούς φιλοσόφους του 20ου αιώνα του Αυστριακού Λούντβιχ Βιτγκενστάιν. Και αν δεχτούμε την παραπάνω ρήση, για τον γράφοντα που την επικαλείται σημαίνει ότι εμπεριέχει περισσότερη αλήθεια απ ότι μη αλήθεια, τότε αρχίζουν τα δύσκολα και για τον κρινόμενο – εν προκειμένω για τον ποιητή Ηλία Φραγκάκη – και το δίδυμο βιβλίο του ή μάλλον το δίκροκο βιβλίο του με τίτλους ‘’ΣΚΟΥΡΙΑ’’ και ‘’ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ’’, και για τον κρίνοντα.
Κι αυτό γιατί και οι δύο παραβιάζουν το ‘’βασίλειο’’ της σιωπής που εντός της κατοικεί η αλήθεια που είναι ανείδωτη κι άφατη. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του κρίνοντα, που σέβεται τον εαυτό του και κατά συνέπεια βρίσκεται σε άβολη θέση, αφού λέγεται ότι ένας απ τους χειρότερους τρόπους να αγγίξεις ένα έργο τέχνης είναι η κριτική. Η προσέγγιση του ποιητικού λόγου – κριτικά – κατά συνθήκη θα αφήσει αφώτιστες όψεις του έργου. Ο κρίνων είναι υποχρεωτικό να αδικήσει το βιβλίο και κατά συνέπεια και το δημιουργό του. Για αυτό επιείκεια ζητώ από τους αναγνώστες τούτου του κειμένου και από τον δημιουργό του. Γιατί όπως σημειώνει και ο ίδιος στη σελ. 29 της ΣΚΟΥΡΙΑΣ στο ποίημα ‘’Ανάμεσα’’:
«…Έχει τρέξει πολύ δίκιο σε άδικα ποτάμια / Να του φωνάξεις: Τίποτα / Δεν θα σε ακούσει. / Τόχει αυτό το δίκιο , είναι κουφό /Κοιτάει μόνο το δρόμο του: βλέπει , σημαίνει/ …… Αγαπάει τη σκουριά του γιατί είναι η ιστορία του./ Ότι έχει μείνει πίσω κοιτάζει μπροστά / Όχι την αλήθεια: μια εκδοχή του ψέματος η αλήθεια. Λύση καμιά…»
Μια εκδοχή του ψέματος είναι η αλήθεια. Και το ψέμα σημαίνει, χωρίς να αναφέρεται τί σημαίνει. Ενώ στο ίδιο ποίημα , ο Φραγκάκης αναφέρεται στην αρχαιοελληνική ρήση: «…H οδμή γαρ με θάψει. Αφού δεν μπορούμε να Είμαστε, εσόμεθα χρήσιμοι τοις όρνεοις και τοις κυσί». Που σημαίνει η δυσοσμία θα με θάψει. Αφού δεν μπορούμε να Είμαστε, ας γίνουμε χρήσιμοι στα όρνια και τα σκυλιά.
Δύο βιβλία στη συσκευασία του ενός παρουσιάζει ο ποιητής συνεχίζοντας έτσι ότι ξεκίνησε το Μάιο του 2022 όταν , πάλι από τον οικείο και φιλόξενο εκδοτικό οίκο ‘’ΕΝΥΠΝΙΟ’’, παρουσίασε ένα δίκροκο βιβλίο με τίτλους : ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ, και ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ . Είκοσι μήνες μετά παρουσιάζει το διπλό βιβλίο με τίτλους ΣΚΟΥΡΙΑ και ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ, για το οποίο γίνεται λόγος και , σύμφωνα με αναφορά του ποιητή, ολοκληρώνεται έτσι μία ποιητική τετραλογία . Οι εξαιρετικές φωτογραφίες του εξωφύλλου είναι του Γιώργου Διγαλάκη.
Στην πρώτη συλλογή τη ΣΚΟΥΡΙΑ ο ποιητής μας εισάγει με ένα πλεούμενο:
«Αυλόπορτα στη θάλασσα /Κήποι από αλμύρα και νερό / Και ένα πλεούμενο / Εκεί μέσα / η ψυχή.»
Και το προηγούμενο διπλό ποιητικό βιβλίο και το τωρινό είναι σε πολυτονική γραφή. Οι πρώτες λέξεις των προτάσεων είναι σχεδόν όλες με κεφαλαία γράμματα, ενώ σπάνια τηρούνται τα σημεία στίξης στο τέλος των προτάσεων. Αυτό μάλλον δεν γίνεται χωρίς την αναγκαία περίσκεψη. Στη σελίδα 13 της ΣΚΟΥΡΙΑΣ διαβάζουμε το ποίημα με τον τίτλο ‘’Πεντάχορδο’’
«Έχουνε δόντια τα σημεία στίξης/ κυνόδοντες, κοπτήρες κυνικούς/ Εγώ τα λέω: δόντια στίξης / Δαγκώνουν και ματώνουν / την γραφή μου.»
Τέτοιες δαγκωματιές βρίθουν στην ποίηση του Ηλία Φραγκάκη. Παρά τα πολλά λυρικά στοιχεία που διανθίζουν τη γραφή του υπάρχει αφθονία ματαιώσεων, δραματικών και τραγικών στοιχείων που , ως γνωστόν , είναι βασικοί τροφοδότες του ποιητικού λόγου. Το πνεύμα του αυτόχειρα της Πρέβεζας επηρέασε το σύνολο σχεδόν της ποιητικής δημιουργίας στην Ελλάδα. Όλες οι ποιητικές γενιές, έκτοτε, ήπιαν απ’ το μαύρο γάλα της καριωτάκικης απαισιοδοξίας και τα ίχνη της εμφανίζονται στο ποιητικό υλικό όλων των κατοπινών γενεών. Πώς αλλιώς να εκλάβουμε τον αυτοαναφορικό στίχο της σελίδας 17 της ΣΚΟΥΡΙΑΣ:
«Έγινα σκόνη, σκόρπισα / ‘Έγινα μέταλλο και σκούριασα / ‘Έγινα λίπασμα που έβρασε στο ζουμί του / Αυτές είναι οι αποσκευές μου.»
Ή το απόσπασμα από το ποίημα ‘’Υετός’’:
«…Ποτέ δεν πέφτει σιγαλή βροχή…… Βάλλει σε κεραμίδια / Σαν να χτυπάει πλήκτρα / κρουστά ή μεταλλόφωνο. / Σαν Σαββατόβραδο στα καπνομάγαζα / Στην Κομοτηνή και στον Εχίνο / γράφοντας την μουσική / των χαμένων δακρύων /των άστεγων γάτων / και των αγνοημένων κοριτσιών/ που δε χώρεσαν στις αναμνήσεις…»
Η ποίηση του Ηλία είναι σε ελεύθερο στίχο, μοντέρνα γραφή, χωρίς να πολυενδιαφέρεται για τα προσωδιακά στοιχεία του ποιήματος, όμως αν καλοπροσέξεις μπορείς να διακρίνεις κάποια χαρακτηριστικά εσωτερικού ρυθμού. Τον ενδιαφέρει περισσότερο η αφήγηση της ιστορίας, ο μύθος, αυτόν υπηρετεί, κληρονομικό δάνειο και υπενθύμιση της εξοικείωσής του με το θέατρο και τη σκηνοθετική γλώσσα. Ενδεικτικό το ποίημα της σελ. 22 με τον τίτλο GROS PLAN:
«Τι αντίφαση! / Τα πλάνα μου είναι κοντινά / Στο ‘πα; To πρόσεξες ποτέ; / Ωστόσο βάθος έχουν ευρύ / Ως το άπειρο / Γιατί μαζεύω ουρανό / Να τον χαρίσω .»
Ένα άλλο χαρακτηριστικό στην ποίηση του Ηλία Φραγκάκη είναι τα κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα σχόλια – αναφορές. Στη σελ.28 στο ποίημα ‘’Αλήθειες και ψέματα για τη σκουριά’’ γράφει:
‘’…Και σκέπασε οριστικά , πιστέψαμε, τον σάπιο κόσμο / Αν όχι, θα χρειαστεί να τον ξαναφτιάξουμε’’.
Ή πάλι στο ποίημα με τον περίεργα ευρηματικό τίτλο ‘’ΠανωλεΘρίαμβος’’. Το ποίημα απευθύνεται αρχικά στους νικητές και το δεύτερο μέρος στους ηττημένους:
« Γελάω κατάμουτρά σας / ώ νικητές / Στις σημαίες και στα λάβαρα / που υψώσατε / Τυλιγμένοι στην εφήμερη δόξα σας / Και το βλέμμα, φιλήδονο και αυτάρεσκο / Βυθίζεστε αύτανδροι / Στην ηττημένη νίκη σας / Σχεδόν για λύπηση σκέφτομαι / καθώς βγάζω τη γλώσσα μου / Στα υψηλά ιδεώδη σας / Στην υποκρισία / Και στην καθεστηκυία τάξη σας / Μα όχι! Όχι λύπηση/….»
Και μετά στο ίδιο ποίημα απευθυνόμενους στους χαμένους αιχμάλωτους γράφει:
«Την ίδια ώρα / στην απέναντι αποβάθρα / αποβιβάζονται , μακριά από τα φώτα / Οι χαμένοι αιχμάλωτοι / Παραδομένοι αυτοτιμωρητικά / Στην ίδια με τη δική σας ήττα, / στην ίδια την έννοια της ήττας / Και στην αυτοδικαίωση / Μα τι να πεις; / Αυτοί τουλάχιστον ξέρουν ότι έχασαν/.»
Και οι νικητές , με την ηττημένη νίκη τους και οι ηττημένοι αιχμάλωτοι στον ίδιο παρανομαστή. Τέτοιου είδους λεκτικές μεθοδεύσεις μετέρχεται και σε άλλα ποιήματα ο ποιητής. Στόχος να εξομοιώσει τις εξουσίες , τους ηττημένους με τους νικητές , αφού όλων των όντων που γεννήθηκαν κοινή είναι η μοίρα. Το γνωρίζει αυτό ο Ηλίας και σαρκάζει τον Μεγάλο Αυτοκράτορα που παρελαύνει στα – διαβάστε με τι τόλμη και θράσος δημιουργεί μια δική του σύνθετη λέξη : τΗλισιοπτικά Πεδία – υπονοώντας τα τηλεοπτικά πάνελ και τα Ηλύσια Πεδία που είναι η χώρα των νεκρών. Στη σελ. 19 και στο ποίημα θρίαμβος γράφει:
‘’Ολβιος! Όλβιος / έκραζε και ο μέγας τελετάρχης / καθώς παρήλαυνε / στα τΗλισιοπτικά Πεδία / Ο Μέγας Αυτοκράτωρ / Με τα μαλλιά κοντά πια / Χωρίς γραβάτα και στολή / με όλα τα διάσημα της αντισυμβατικότητας / που είναι το μεγαλύτερο άλλοθι / του Συμβατικού. / Δεν καταλάβαινε; Δεν ήξερε/ Πως όταν παρελαύνεις / και τα πλήθη σε επευφημούν / έχεις χάσει προ πολλού / αθωότητα, προθέσεις, πολλαπλασιασμούς /Είσαι πλέον / Ο πρώην, ο νυν , ή ο επόμενος / Ηγέτης / Παρά ταύτα εμείς παραληρούσαμε / Καθώς περνούσες /χαμογελαστός και χαιρετούσες/ Οι θάλασσες κράτησαν την ανάσα τους/ Και οι γιαλοί απόμειναν στεγνοί για λίγο / Ένας δίπλα είπε / Κοίτα πόσο ταπεινός / Πόσο συνεσταλμένο αυτοκράτορα έχουμε / Και το οξύμωρο εν είδη περιστεράς / Επέταξε και έκατσε λοφίο /Στην περικεφαλαία σου/ Κάποιοι από εμάς, δεν το κρύβω / Ήλπιζαν να σε κουτσουλήσει/ Μα δεν συνέβει τίποτα / Η ιστορία συνέχισε αδιατάρακτη / Την παρέλαση /προς το μαυσωλείο της.
Πόσο πιο ευκρινώς να δηλώσει τη διάθεσή του απέναντι στις εξουσίες ο ποιητής, αφού το λέει, δεν το κρύβει, ότι κάποιοι ήλπιζαν να κουτσουλιστεί ο αυτοκράτωρ. Αυτή την τάση , επιεικώς , αμφισβήτησης της πόζας, της έπαρσης, των εξουσιών, ο Φραγκάκης τη μεταφέρει, προσωποποιώντας τα, και σε μη ανθρώπινα όντα. Ούτως ή άλλως ο Αριστοτέλης έχει επισημάνει ότι τα δέντρα και τα φυτά είναι ζώα με το κεφάλι στο χώμα. Γράφει λοιπόν φανερώνοντάς μας, εκτός την αντιεξουσιαστική του έφεση και το ταλέντο του στις μεταφορές, που και πάλι ο Σταγειρίτης έχει πει «ότι ευφυίας σημείον εστί», στη σελ. 18 της ΣΚΟΥΡΙΑΣ στο ποίημα ‘’Παρατηρήσεις’’:
«Τα δέντρα ανήσυχα το σούρουπο / Τανίζονται σαν χορευτές του τάνγκο / νάρκισσοι / Τα ανόητα! / Κι άλλα διπλώνονται και κοιλοπονούν /Αυτό πιό ορθό μου φαίνεται / Ίσως έτσι μάθουν να υποκλίνονται στο χώμα.»
Αδίκησα, ως εδώ, τη δεύτερη συλλογή του βιβλίου ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ. Όμως και οι δύο συλλογές μαζί, με το άλλο βιβλίο ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ και ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ, ορίζουν μια τετραλογία όπως χαρακτηρίζει τα δύο βιβλία ο ίδιος ο δημιουργός τους. Και τα δύο βιβλία έχουν κοινό ποιητικό ύφος. Στην τελευταία συλλογή ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ τα ποιήματα προσιδιάζουν στη σημασία της λέξης του τίτλου. Και τι σημαίνει η λέξη υστερόγραφο; Είναι κείμενο που περιλαμβάνεται στο τέλος , επιστολής συνήθως (κατά κύριο λόγο έντυπης ), κι αυτό γιατί ο συντάκτης της ξέχασε να το συμπεριλάβει στο κυρίως κείμενο ή γιατί αναφέρεται σε κάτι που δεν ήταν το κυρίως θέμα ή γιατί ήθελε να ξεχωρίσει για να δώσει έμφαση. Η επιστολή εδώ είναι η ίδια η ζωή και τα υστερόγραφα , ήτοι τα ποιήματα , σχόλια μαρκαρισμένα με διάφανο μαρκαδόρο στο μεγάλο κιτάπι της ζωής. Πώς αλλιώς να εκλάβουμε το ποίημα της σελ. 17 με τίτλο τον τίτλο ‘’Υστερόγραφο’’, ομώνυμο με τον τίτλο της συλλογής :
‘’Ξεθώριασαν οι γραμμές / Χάλασαν τα φανάρια / Αναβοσβήνουν / ακυβέρνητα, ωραία, πορτοκαλί / Αφύλακτες διαβάσεις αυτεξούσιες / Βροχή που πέφτει σαν σιωπή / Απόλυτη, περήφανη, μόνη / Φιλαράκο να ξέρεις, / Άλλο να λες βροχή κι άλλο να βρέχεσαι.
Αν αυτό το ποίημα δεν είναι επισήμανση, σχόλιο, υστερόγραφο δηλαδή στο ημερολόγιο ενός μελαγχολικού ρομαντικού τότε τι άλλο είναι; Ή το διαδοχικά προηγούμενο της σελ 16 με τίτλο ‘’Εδώ μετά’’.
‘’ Το είδωλό μου στον καθρέφτη αποσυντίθεται / Σαν αργιλώδεις ψηφίδες / τις παίρνει ο αέρας, / Ο ίδιος παραμένω εδώ, κάτι ανεξόφλητο / Κάτι ανεπίδοτο, κάτι, δεν είδα, δεν οίδα ακόμα / Χωρίς είδωλο πλέον / Και ο καθρέφτης εδώ / Περιμένει κάποιον άλλο / Να κάνει τη δουλειά του. ‘’
Ένα ακόμα βαριά μελαγχολικό υστερόγραφο στο τετράδιο του βίου του ποιητή. ‘Όλη η συλλογή τέτοια μελαγχολικά υστερόγραφα περιλαμβάνει. Άλλοτε αφηγούμενος ολόκληρες ιστορίες, αφού ο μύθος , όπως έχουμε σημειώσει, πρυτανεύει στην ποίηση του Φραγκάκη , κι άλλοτε με μικρά σχόλια – σεκάνς . Οι αφηγήσεις του, είναι εμφανές, τις περισσότερες φορές αφορούν σε πραγματικά περιστατικά και με απόλυτα θεμιτό – ποιητικά – τρόπο μπλέκει το ρεαλιστικό με το μη πραγματικό και το μαγικό ρεαλισμό. Ενδεικτικό το απόσπασμα από το ποιήμα ‘’Επέτειος’’ στη σελ 10 στα ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ:
‘’…Αυτό ήταν , το βαλα στα πόδια / Μα απ έξω καιροφυλακτούσε / το φάντασμα της Λούλας Αναγνωστάκη / ‘Η έτσι μου φάνηκε / Με βούτηξε από το χέρι / «Πού πας ; Εδώ!» Απαίτησε / «Ως το τέλος!» λέει και / με βομβάρδισε καταιγιστικά / Για τον Λούκατς, τον μοντερνισμό / τον Αντόρνο / και τα Χειρόγραφα / Που τώρα δίνουν τη θέση τους /Σε μια κονστρουκτιβίστικη αρχιτεκτονική /Δήθεν πρωτοποριακή / Ασεβή και Αμνήμονα…’’
Διάλογοι, ερωτοαποκρίσεις, προστακτικές, πάμπολλες αυτοαναφορικές διατυπώσεις και κυρίως η απαισιοδοξία , η τραγική ειρωνεία, ενίοτε ο σαρκασμός και η σπουδή για το κλείσιμο του ποιήματος. Επίσης δεν δειλιάζει να οδηγήσει τον συνεπή αναγνώστη στα λεξικά αφού χρησιμοποιεί μη εύχρηστες , άγνωστες η δικής του επινόησης λέξεις . Παραδείγματα: μουδάρω, μουδάρω τα πανιά. Το λεξικό αναφέρει μείωση της επιφάνειας ( του εμβαδού )των ιστίων όταν αυξάνει ο άνεμος. Ή η Ειδητική μνήμη που σημαίνει ικανότητα απομνημόνευσης εικόνων. Ή η δική του λεκτική επινόηση τΗλισιοπτικά Πεδία με Η κεφαλαίο και άλλα αντίστοιχα λεκτικά εγχειρήματα.
Θα ήθελα να επισημάνω ότι αυτά που αναφέρω δεν είναι μια λογοτεχνική κριτική στην ποίηση του Ηλία Φραγκάκη αλλά μικρές ή και λίγο μεγαλύτερες επισημάνσεις – σχόλια στα ποιήματά του. Πρόκειται για μεσιτεύσεις ή διευκολύνσεις προς τον αναγνώστη να δει και με ξένα μάτια τα ποιήματα που διαβάζει. Και οι δικές μου παραπομπές υστερόγραφα στα κενά του βιβλίου του είναι . Θα κλείσω με ένα μικρό απόσπασμα , που είναι το τέλος του ποιήματος ‘’Των μακρινών ορέων’’, όπου εμπεριέχονται – εν σπέρματι – νύξεις όλων των επισημάνσεών μου σχετικά με την ποίηση του Φραγκάκη:
‘’ Κι ένα μαχαίρι δίκοπο / Σαν τον καιρό μας και / σαν υστερόγραφο / για τις αλήθειες της νιότης / που δεν κρύβεται από τον εαυτό της / μέσα σε φέρετρα σάπιων νεολογισμών.’’
Να αναφερθώ αποσπασματικά στο ποίημα που με συγκίνησε περισσότερο στη σελ΄24 στα ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ και αφορά την μάνα:
‘’Άξαφνα σήμερα / Εφάνης . / ‘Ηρθες..!/…..’’
Και να κλείσω με το ωραιότερο ποίημα του βιβλίου, το τελευταίο ποίημα της ΣΚΟΥΡΙΑΣ με τίτλο ‘’Απέναντι’’
‘’ Με έστειλε η μάνα / ή ο πατέρας δεν θυμάμαι / Με ένα μπουκάλι απέναντι / στο υπόγειο μαγερειό / Κρασί να φέρω / για το μεσημεριανό / Μα όσο να πάω και να ‘ρθω/ -απέναντι λέμε έτσι; ίσια με δέκα δρασκελιές- / Το μαγερειό εσβήστηκε / σάπισαν τα κεπένια κι αντίκρυ / μάνα, πατέρας άφαντοι / Έρμο το σπίτι τώρα πιά / Και το μπουκάλι – άδεια χέρια – είχε χαθεί /μαζί με την αθωότητα / Όσο για μένα / απόμεινα μεσοστρατίς / ήλιθιος / Δυό βήματα απέναντι / αναρωτιέμαι έκπληκτος / και άλλα τόσα πίσω / Πώς άργησα;
Μάλλον θα μείνεις με την απορία για το πώς άργησες Ηλία , αυτή είναι η μοίρα των βροτών, να αργούν …Και μάλλον ευτυχώς!