Scroll Top

“Κώστας Κρυστάλλης: Άπαντα” | Παρουσίαση από τον Απόστολο Κατσίκη

“Κώστας Κρυστάλλης: Άπαντα, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ, 2024, Επιμέλεια: Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος

Γράφει ο Απόστολος Κατσίκης

«Πάρε με πάνω στα βουνά…», τα βλαχοχώρια της Πίνδου με την πένα του Κρυστάλλη[1]

Πολλοί είναι οι λόγοι οι οποίοι αιτιολογούν τη χαρά και την τιμή που αισθάνομαι παρευρισκόμενος στη σημερινή εκδήλωση[2]. Και βέβαια αυτονόητη η έκφραση ευχαριστιών προς τον αγαπητό συνάδελφο και φίλο Ευάγγελο Αυδίκο για την πρόσκληση.

Ο πρώτος λόγος που με χαροποιεί συνδέεται με τον τόπο της οικογενειακής μου καταγωγής που δεν είναι άλλος από την όμορη και πολλά κοινά χαρακτηριστικά έχουσα με το Συρράκο, κοινότητα των Καλαρρυτών. Επομένως αισθάνθηκα εξαιρετικά ευτυχής ασχολούμενος με το έργο του Κρυστάλλη και βέβαια σήμερα ανάμεσα σε συντοπίτες.

Ο δεύτερος, αλλά όχι ήσσονος σημασίας λόγος, συναρτάται με αυτόν καθαυτόν τον πυρήνα της σημερινής εκδήλωσης, την παρουσίαση δηλαδή του συγκεκριμένου πονήματος «Τα Άπαντα του Κρυστάλλη».

Παρόλο που είχα ξαναέλθει μικρότερος, στα μαθητικά μου χρόνια, σε επαφή με τα Άπαντα του Κρυστάλλη, θυμάμαι δύο εκδόσεις Περάνθη και Αυλός, συνειδητοποίησα το μέγεθος του έργου του συγγραφέα, ιδίως όταν αναλογίστηκα το ολίγιστο της ζωής του και κυρίως τις δυσμενέστατες συνθήκες παραγωγής του

Ο τρίτος λόγος που με συνδέει με τον Κρυστάλλη, τον οποίο μάλιστα επικαλούμαι με ιδιαίτερη συγκίνηση, αφορά στο περιστατικό της διαφυγής τού νεαρού μαθητή Κώστα από το σπίτι του στα Γιάννενα, όταν καταζητείτο από την αστυνομία, ως τρομοκράτης θα έλεγα με τα σημερινά δεδομένα, μετά τη δημοσίευση του περιφήμου ποιήματός του «Σκιαί του Άδου». Σύμφωνα με την αφήγηση του ετεροθαλούς αδελφού του Βασιλείου, «ο ποιητής καταλλήλως ειδοποιηθείς ….διαπεραιούται εις την γειτονικήν οικίαν Ζαρίμπα».

Σ΄αυτήν τη  γειτονική οικία διέμενε ο προπάππος μου Δημήτριος Ζαρίμπας, ο Καλαρρυτινός πατέρας της γιαγιάς μου, και προφανώς οι δύο οικογένειες είχαν, ως συντοπίτες, φιλικές σχέσεις.

Κάπως έτσι διεσώθη ο λογοτέχνης Κώστας Κρυστάλλης και έχουμε εμείς σήμερα  τη χαρά να απολαμβάνουμε τα έργα του.

Ο Κρυστάλλης όπως αποδεικνύεται από την υφή του έργου του ήταν ένας φυσιολάτρης, ένας εραστής του γεωγραφικού αναγλύφου και των πολλαπλών στοιχείων του. Η διαρκής τάση του να αναφέρεται και να περιγράφει βουνά και σταυραετούς, θα μου επιτρέψετε να πω, δεν ήταν μόνο απόρροια βιωματικών εγγραφών, ήταν και έκφραση συναισθηματικών απωθημένων: μπορούμε να φανταστούμε τον Κρυστάλλη στα πρώτα χρόνια της ζωής του, ένα μικροκαμωμένο βλαχόπουλο, ορφανό από μητέρα να γυρεύει στην άγρια φύση της πατρίδας του τη μητρική στοργή που του είχε λείψει. Η ορφάνια τον πληγώνει βαθύτατα.

Η συγγραφή, και η έκφραση συναισθημάτων μέσω αυτής, αποτελεί στη συνέχεια το καταφύγιό του από τα νεανικά του χρόνια μέχρι τη δύσκολη, εφιαλτική ορισμένες φορές πορεία του στην Αθήνα, όπου βρέθηκε κυνηγημένος και φυγόδικος. Η αφόρητη αυτή ζωή που κάνει ο Κρυστάλλης τον κάνει να αναθυμάται  την αγαπημένη του Ήπειρο. Όπως όταν ήταν παιδί, ζητούσε στη φύση την παρηγοριά-αντίδοτο στην ερημιά του σπιτιού- έτσι και τώρα ζητάει στην ανάμνηση αυτής της φύσης την παρηγοριά για την ερημιά, όπου βασιλεύει στην ψυχή του. Και κάπως έτσι προέκυψαν τα ποιήματα, τα πεζά του αλλά και τα μελετήματα του, όπως οι Βλάχοι της Πίνδου.

Ο Κρυστάλλης έχει παραμείνει στη μνήμη των περισσοτέρων κυρίως σαν ποιητής και πεζογράφος. Το ίδιο επιτυχημένος όμως ήταν και ως μελετητής και ιστορικός αφηγητής.  Απορρέει αβίαστα από την ανάγνωση του κειμένου «Το Μαλακάσι», το επιβεβαιώνουν άλλωστε και άλλοι προγενέστεροι μελετητές του έργου του: ο Κρυστάλλης είχε αληθινό ταλέντο, διάθεση και ανησυχία ιστορικού. το αναφέρει και ο ίδιος πως στις εκδρομές του έψαχνε στα μοναστήρια, ανασκάλευε παλιά βιβλία και χαρτιά, διάβαζε χειρόγραφα, κρατούσε σημειώσεις, ρωτούσε να μάθει την προφορική παράδοση. Από αυτές του τις έρευνες και τις σημειώσεις προέκυψαν «Οι Βλάχοι της Πίνδου» και πολλά άλλα μικρότερα μελετήματα. Ξεκινούν σαν ταξιδιωτικές εντυπώσεις και προχωρούν σε ιστορικές και λαογραφικές παρεκβάσεις.

Ένα στοιχείο που συνεργεί στη σημαντικότητα του έργου του Κρυστάλλη, ιδιαίτερα της περιοχής του πάλαι ποτέ Μαλακασίου, λόγω δε εντοπιότητας τα δύο κεφαλοχώρια Συρράκο και Καλαρρύτες, στα οποία θα αναφερθώ, απορρέει από το πολυδιάστατο του περιεχομένου του και τα στοιχεία τα οποία διασώζει και προβάλλει. Έτσι όπως τα αφηγείται περιγραφικά ο Κώστας Κρυστάλλης, η γεωγραφία, η ιστορία, η αρχιτεκτονική δομή, η οικιστική οργάνωση, η κοινωνική συγκρότηση, η πνευματική δραστηριότητα, η διοικητική, η οικονομική ζωή, ο λαϊκός πολιτισμός, τα παραδοσιακά επαγγέλματα και οι τέχνες, τα εθνογραφικά στοιχεία μιας ευρύτερης πληθυσμιακής ομάδας των βλάχων, καταγράφονται, αποτυπώνονται και προβάλλονται στις σελίδες του έργου. Η μακροχρόνια, ιδιότυπη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πορεία των βλαχοχωρίων, ενός τόπου και των κατοίκων του που συνέβαλαν τα μέγιστα, σε χαλεπούς μάλιστα για την πατρίδα, χρόνους στην οικονομική ανάπτυξη και πρόοδο, στα γράμματα και στις τέχνες, στη διαφύλαξη με συνέπεια της παράδοσης και του πολιτισμού μας, ζωντανεύουν και μορφοποιούνται από σελίδα σε σελίδα με την πένα του Κρυστάλλη.

Ο Κρυστάλλης στο οδοιπορικό του προς την περιοχή Μαλακασίου μας προσφέρει με την ακριβή περιγραφική του αφήγηση πολύτιμες πληροφορίες για όλους τους παραπάνω τομείς. Ας τον ακολουθήσουμε, για λίγο, στο λίαν ενδιαφέρον ταξίδι του προς την πατρώα γη, ας απολαύσουμε τη διαδρομή κι ας αποκομίσουμε πολύτιμες πληροφορίες μέσα από τις εξαιρετικά γλαφυρές περιγραφές του.

Και το ταξίδι αρχίζει, η δε διαδρομή δεδομένη: από τον κάμπο των Ιωαννίνων προς την περιοχή του Δρίσκου με κατεύθυνση τα Τζουμερκοχώρια: «Απότομοι και οδοντωταί  αι κορυφαί των Τζουμέρκων, εγείρουσι εν τη καρδία του θεατή, το τραχύ και άγριον ορεινόν αίσθημα».

Η περιγραφή λεπτομερέστατη και οι πληροφορίες πάμπολλες… γεωγραφικού-αρχαιολογικού χαρακτήρα, όπως: « υψούται το βουνό της Καστρίτσας κατά μήκος προς νότον , πετρώδες δε και φέρον επι των πλευρών του μικρόν δασύλιον πρίνων, δύο παλαιά μοναστήρια και λείψανα κυκλώπειων τείχων». Επίσης  με αποκαλύψεις του χαρακτήρα  των κατοίκων ορισμένων περιοχών: «οι Κραψίται παρ’ όλην την αγριότητάν των και την προς τα γράμματα αποστροφήν, παράδοξον πως ηδυνηθησαν να αναδείξωσι περί τα μέσα του ΙΣΤ αι. συμπατριώτην των Πατριάρχην, τον Ιωάσαφ Κων/λεως». Στη συνέχεια αναφέρεται  και σε παλαιο-ιστορικές τοποθετήσεις: «κάτοθεν ημών είχομεν το Παλιοχώρι του Συρράκου, την πρώτην κοιτίδα των Συρρακιωτών».

Η περιπέτεια συνεχίζεται … και η ανάβαση μέσω χαλασμάτων καταλήγει στο εξωκλήσι του  Aγίου Γεωργίου, ψηλά στα 1500 μ. «ένθα ανοίγονται ήδη σκηνογραφίαι άγριαι, επιβλητικαί, φοβεραί, με κορυφάς χιονοσκεπείς».

Κι ο ποιητής αντικρύζοντας τις δύο κωμοπόλεις Συρράκο και Καλαρρύτες επικαλείται τον συντοπίτην Σπυρίδωνα Λάμπρο για να περιγράψει τη θέση τους:  «βλέπω μεταξύ φαράγγων επί βράχων αποτομοτάτων ως φωλεάς αετών τας δύο μεγάλας βλαχικάς κωμοπόλεις της Πίνδου, ως δύο δίδυμα αδέλφια».

Εδώ είναι η κατάλληλη στιγμή για τον Κρυστάλλη να αναφερθεί στην ονομασία των αδελφών οικισμών την προέλευση, την ετυμολογία και το ένδοξο παρελθόν τους. Μεταξύ των άλλων υποθέσεων «…Συρράκο ονομάστηκε ως ανήκον εις γαιοκτήμονα, Συρράκον καλούμενον». Και για τους Καλαρρύτες «Καλάρλι βλαχιστί εκ των νομάδων, των ανθρώπων δηλ, των ίππων»….και καταλήγει «ταύτα λέγουσιν αι διάφοροι γνωσταί ημίν γνώμαι».

Μέσω των γραπτών αφηγήσεων του Κρυστάλλη παρακολουθούμε την ανοδική, μοναδική για τα χρονικά και τις συνθήκες διαδρομή στο χρόνο των ιστορικών κοινοτήτων και τη μετεξέλιξη της κοινωνίας, εννοώ τη μετάβαση από τον πρωτογενή στον δευτερογενή και την παροχή υπηρεσιών. Έτσι προέκυψαν οι περίφημοι εμπορικοί οίκοι στην αλλοδαπή, μας αναφέρει ονόματα ο Κρυστάλλης (…Δουραμάνης, Γιαννιώτης, Ζαλοκώστας Μπρίκος, Παράσχης, Δουρούτης, Τουρτούρης, Λάμπρος…). Έτσι προήχθησαν τεχνικές, η υφαντική, η αργυροτεχνία (Τζημούρης, Μπάφας), καλλιεργήθηκαν οι τέχνες και βέβαια κατ΄ αυτόν τον τρόπο προήχθη στην περιοχή και παρήχθη πολιτισμός.

Ερμηνεύεται επομένως πώς κάτω από αυτές τις συνθήκες, Καλαρρύτες και Συρράκο γνωρίζουν μέχρι τις αρχές του 19ου αι. τη μεγαλύτερη, μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα και τις συγκυρίες της εποχής, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη.

Όμως αυτή η τόσο αξιέπαινη δραστηριότητα δεν θα διατηρηθεί για πολύ. Τον Ιούλιο του 1821 μετά την αποτυχημένη εξέγερση κατά των Τουρκαλβανών συντελείται η ολοκληρωτική καταστροφή των δύο ευημερούντων κοινοτήτων. Συρρακιώτες και Καλαρρυτινοί, άστεγοι και πένητες θα αναζητήσουν έναν νέο τόπο εγκατάστασης και βιοπορισμού.

Ο Κρυστάλλης είναι γραπτώς παρών και σ΄ αυτόν τον τομέα, συμβάλλοντας με την περιγραφή της εξέγερσης των δύο ευημερούντων κωμοπόλεων στον εμπλουτισμό της ιστοριογραφίας….. «Ιδία δε αι κωμοπόλεις του Συρράκου και των Καλαρρυτών ανεπέτασαν περιφανεστάτην την επαναστατικήν σημαίαν και αρχηγευόντων στο μεν Συρράκο του Κωλέττη στους δε Καλαρρύτες του Τουρτούρη, αφού συνέτριψαν ικανάς χιλιάδας οθωμανικού στρατού, υπέστησαν την εσχάτην ερήμωσιν και καταστροφήν».

Στον επίλογο της επανάστασης ο Κρυστάλλης θρηνεί μεν για την καταστροφή, «οι κάτοικοι των δύο κωμοπόλεων όταν επέστρεψαν είδον εις την θέσιν των λαμπρών άλλοτε οικοδομημάτων φρικτά εκτεταμένα ερείπια μέλανα και τεφρόχροα…», αλλά είναι και αισιόδοξος για την αναγέννηση της περιοχής. Κλείνει το οδοιπορικό στα δύο βλαχοχώρια με περιγραφή της σημερινής, όπως την αποκαλεί (εννοείται κατά την επίσκεψή του) κατάσταση του Συρράκου η οποία « κατ΄ ουδέν υπολείπεται και αυτής της προ της επαναστάσεως ανθηρότητας…» (μάλλον υπερβάλλει…).

Η δε αισιόδοξη πρόβλεψή του αιτιολογείται από τη λαμβάνουσα εκεί χώρα εκπαίδευση «Σχολεία το Συρράκο κέκτηται δύο το μεν δημοτικόν το δε ελληνικό, αριθμούντα 270 μαθητάς… και παρθεναγωγείον με 70 κοράσια». Παρίσταται μάλιστα και στις απολυτήριες εξετάσεις διαπιστώνων ότι «…μετά μεγίστης χαράς παρετήρησα και ομολογώ δημοσία ότι οι μαθηταί απήντων εις πάσας τας ερωτήσεις των παρευρισκομένων εγγραμμάτων ευστοχώτατα». Με την αφορμή δε αυτή επιστρέφει στην περίοδο φοίτησής του στο σχολείο του Συρράκου και διηγείται ότι υπέστη την τιμωρία του γανώματος όταν υπέπεσε στο παράπτωμα να ασπασθεί συμμαθήτριά του  (οποίον θράσος!!!).

Και με το ευτράπελο αυτό γεγονός κλείνω την ολιγόλεπτή μου τοποθέτηση στο κείμενο του Κρυστάλλη για τα βλαχοχώρια.

Η έκδοση συνιστά έναν μικρό, ας τον αποκαλέσω  άθλο. Γνωρίζω πολύ καλά ότι απαίτησε ερευνητικό χρόνο, επιστημονική πληρότητα, ειδικές γνώσεις, μόχθο αλλά και μεράκι. Από τη στιγμή της κυκλοφορίας του και για το μέλλον, μακράν ελπίζω, το βιβλίο αποτελεί και σίγουρα θα αποτελεί θεμέλιο, εργαλείο δουλειάς και σημείο αναφοράς για τους ερευνητές αλλά και τους απλούς αναγνώστες.


[1] Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του τόμου: «Κώστα Κρυστάλλη ΑΠΑΝΤΑ. Ένας πρόωρα επαναστατημένος, Εισαγωγή-Επιμέλεια-Γενική Βιβλιογραφία, Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος. Εκδοτικός Οίκος Κ. @ Μ. Σταμούλη, Σύνδεσμος Συρρακιωτών Πρέβεζας και Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας, με τη Στήριξη: του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων- Δημοτικής Κοινότητας Συρράκου, Θεσσαλονίκη 2024», στο Πολκιτιστικό Κέντρο «Δημ.Χατζής», Ιωάννινα, 31 Μαρτίου 2024..

[2] Η εκδήλωση οργανώθηκε από τους:  Σύνδεσμος  Συρρακιωτών Ιωαννίνων, τον Δήμο Βορείων Τζουμέρκων, και τη  Δημοτική Κοινότητα Συρράκου, σε συνεργασία   με τον Σύλλογο εν Ιωαννίνοις Μετσοβιτών, τον Πολιτιστικό Σύλλογο Παλαιοχωριτών Ιωαννίνων «Ο Πριάβολος» , τον Πολιτιστικό και Μορφωτικό Σύλλογο Ματσουκίου Ιωαννίνων “Η Βύλιζα”,  τον Εκπολιτιστικός Σύλλογο Βαθυπεδιωτών Ιωαννίνων  « Η Κακάβα» και τον Εκδοτικό Οίκο Κ.@ Μ. Σταμούλη.

Βιογραφικό Απόστολος Κατσίκης

Βιογραφικό Ευάγγελος Αυδίκος