Scroll Top

Κυριάκος Στυλιανού “Ανάπηρος Ορίζοντας” | Παρουσίαση από τον Λάζαρο Λαζάρου

Κυριάκος Στυλιανού “Ανάπηρος Ορίζοντας”, Εκδόσεις Αρμίδα, 2024

Γράφει ο Λάζαρος Λαζάρου

«Τζαι πως η μάμμα μου έπρεπεν κάθε φορά
να ήταν η δυνατή της υπόθεσης για να μας συνεφέρνει.
Πολλές φορές μετά τον πόλεμο όμως έπιανά την,
καθώς επλύννισκε τα πιάτα στην κουζίνα,
να δυναμώνει το νερό για να μεν
ακούω το κλάμαν της…» (σελ. 24)

Ο Κυριάκος Στυλιανού επέστρεψε στα συγγραφικά δρώμενα με τη νουβέλα «Ανάπηρος Ορίζοντας» (Αρμίδα, 2024), μετά από τα «Κλεμμένα παιχνίδια» (Αρμίδα, 2022), τη διηγηματική συλλογή που βρέθηκε στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας για το 2022.

Η ιστορία της εν λόγω νουβέλας αναφέρεται στον Ελευθέριο Ελευθερίου, ο οποίος κατάγεται από τη Λάπηθο της επαρχίας Κερύνειας κι έζησε τα τραγικά γεγονότα της τουρκικής εισβολής, όταν ήταν μόνο εφτά χρονών. Στη συνέχεια, βρέθηκε με τον πατέρα και τη  μητέρα του πρόσφυγας στον Άγιο Δομέτιο. Εκεί μεγάλωσε, φοίτησε στο Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο, αρίστευσε, του προτάθηκε μια υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό, αλλά τελικά την απέρριψε, δίνοντας την ευκαιρία σε κάποιον άλλο να επωφεληθεί της ευκαιρίας. Ταυτόχρονα απέρριψε και την πρόταση του θείου του Γιώργου να εγγραφεί σε κατάλογο κόμματος, ώστε να αναδειχθεί και να επωφεληθεί πολιτικά. Αργότερα, μετέβη στην Αγγλία για άγνωστο χρονικό διάστημα και επέστρεψε με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003. Παρά τις εσωτερικές του αντιστάσεις, τελικά επισκέφθηκε το κατεχόμενο χωριό του και το σπίτι του αντικρίζοντας μια νέα πραγματικότητα. Γνωρίζεται με την Αϊσέ, που ζει στο δικό του σπίτι πια και οι επισκέψεις στο χωριό σταδιακά πυκνώνουν. Κεραυνοβόλα ερωτεύεται την Αϊσέ, η οποία όμως με πόνο ψυχής τον εγκαταλείπει, για να βρεθεί κοντά στους γονείς της στο εξωτερικό, μη αντέχοντας τη  νέα κατάσταση πραγμάτων στα κατεχόμενα.

Η νουβέλα «ανάπηρος Ορίζοντας» χωρίζεται σε τρία μέρη: τον πρόλογο, στον οποίο εισαγάγεται η φανταστική περσόνα του συνομιλητή-γιατρού Μάριου, «Σκέττου» όπως τον αποκαλεί ο πρωταγωνιστής, η οποία αργότερα θα αποδειχθεί πως είναι το το alter ego του πρωταγωνιστή Ελευθέριου, τα έντεκα αριθμημένα κεφάλαια και ο επίλογος. Στη νουβέλα αυτή, θεματικά ο Στυλιανού καταπιάνεται με τη ζώσα μνήμη, με το τραύμα που φέρει στην ψυχή και το μυαλό του ο άνθρωπος που έζησε τα βίαια γεγονότα του 1974, γιατί ο παιδικός του κόσμος θρυμματίστηκε. Μέσα του κουβαλά θύμησες και βιώματα που σίγουρα τον πληγώνουν, αλλά από μια άλλη οπτική γωνία ιδωμένα, διατηρούν ζωντανή την αγάπη για τη γενέθλια γη και ακέραιο τον πόθο για γυρισμό.

Στα πρώτα εννιά κεφάλαια, κι αφού έχει εισαχθεί όπως προείπαμε η περσόνα του φανταστικού  γιατρού στον πρόλογο, ο Στυλιανού σκιαγραφεί την ανέμελη παιδική ηλικία του Ελευθέριου με τους φίλους του, τα ξέγνοιαστα παιχνίδια, τους πρώτους παιδικούς έρωτες, τις σεβαστές φυσιογνωμίες του παππού και της γιαγιάς, τη φοίτηση στο δημοτικό σχολείο Αγίου Δομετίου μετά την προσφυγιά, τον πόνο από την απώλεια της πατρογονικής εστίας, την αποφοίτησή του από το Λύκειο στο οποίο αρίστευσε και την απόρριψη της προσφερθείσας από τον Γυμνασιάρχη υποτροφίας.

Κατά τη γνώμη μου, το σημείο-κλειδί της εν λόγω νουβέλας είναι το δέκατο κεφάλαιο και η ημερομηνία 23 Απριλίου 2003, μια μέρα ιστορική και σημαδιακή, διότι όντως για πρώτη φορά δόθηκε η δυνατότητα στους πρόσφυγες να επισκεφτούν τους γενέθλιους τόπους τους και να ξαναδούν τα αγαπημένα τους μέρη. Με αυτήν την προσδοκία, πείθει τον εαυτό του τελικά και ο Ελευθέριος, ο οποίος οραματίζεται να ξαναζήσει την παιδική του ηλικία,  να συναναστραφεί με τους παιδικούς του φίλους, να περπατήσει στις γνώριμες παλιές του γειτονιές, να αναβιώσει χαρούμενες νοσταλγικές στιγμές και να ξανασυναντήσει αγαπημένα πρόσωπα με τα οποία μεγάλωσε και έχουν επηρεάσει τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του.  Όλα αυτά τα φέρνει στη μνήμη του και τα ξαναζεί, αναμειγνύοντας τη φαντασία και την πραγματικότητα, το υπαρκτό με το επιθυμητό, τον ρεαλισμό με το ιδεώδες.

Η νουβέλα «Ανάπηρος Ορίζοντας» είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί, αποτελεί μια από τις καλύτερες νουβέλες για το 2024 και τρία είναι τα στοιχεία που ξεχωρίζουν κατά τη γνώμη μου: α) οι έντονοι συμβολισμοί, β) η αρμονική συνύπαρξη μύθου και προσωπικών βιωμάτων, γ) η αναδρομική διήγηση.

Ως προς τους συμβολισμούς ο τίτλος «Ανάπηρος Ορίζοντας» αντιπροσωπεύει τη διχοτομημένη Κύπρο, τη  μοιρασμένη πατρίδα που εδώ και 50 χρόνια τραβά τον δικό της Γολγοθά. Ούτε τα ονόματα των πρωταγωνιστών δεν είναι τυχαία. Ο Ελευθέριος Ελευθερίου, είναι η προσωποποίηση της λευτεριάς, η Αϊσέ είναι ο κωδικός ονομασίας της δεύτερης φάσης της εισβολής των Τούρκων το 1974, αλλά της δίνει μια νέα μορφή, αυτή της ηθικής Τουρκοκύπριας που διαχωρίζει τη θέση της από την κατοχική δύναμη. Επίσης, συμβολικό είναι και το όνομα του παιδικού έρωτα του Ελευθέριου, της Αυγής, με σαφείς προεκτάσεις για τη μεγάλη αναμονή της μέρας που θα φέρει την πολυπόθητη ειρήνη  στην Κύπρο.

Ο μύθος και τα προσωπικά βιώματα είναι έντονα στη νουβέλα και τα όριά τους συχνά θολώνονται, καθιστώντας τα δυσδιάκριτα. Γνωρίζουμε ότι ο συγγραφέας είχε παρόμοια ηλικία με τον πρωταγωνιστή Ελευθέριο, όταν συνέβη η τουρκική εισβολή (4 και 7 χρονών αντίστοιχα). Επίσης, ο Ελευθέριος μετά την προσφυγιά εγκαθίσταται στον Άγιο Δομέτιο, ακριβώς όπως ο συγγραφέας. Ακόμη, να σημειώσουμε το ευφυές τέχνασμα του Στυλιανού να δημιουργήσει έναν εικονικό ψυχολόγο, τον Μάριο Σκέττο, στον οποίο εξομολογείται τα μύχια της ψυχής του. Οι διάλογοι με τον γιατρό, αναπτύσσονται σε όλο το βιβλίο, και στο τέλος ο ίδιος ο συγγραφέας διαλύει αυτό το προσωπείο, ξεκαθαρίζοντας πως ήταν αποκύημα της φαντασίας του προκειμένου να μπορεί να εξομολογείται όλα αυτά που ένιωθε. 

Η αναδρομική διήγηση 

Σε πολλά αφηγηματικά κείμενα έχουμε την ευθύγραμμη αφήγηση δηλαδή τα γεγονότα εξιστορούνται με τη σειρά που έγιναν. Για να αποφευχθεί η απλοϊκότητα και η μονοτονία, ο Στυλιανού προσφεύγει  στην αναδρομική διήγηση, ώστε να δημιουργείται ποικιλία και εναλλαγή στην παρουσίαση των γεγονότων, πράγμα που εντείνει το αναγνωστικό ή ακουστικό ενδιαφέρον.  Με την τεχνική της αναδρομής παύει η αφήγηση να είναι επίπεδη και αποκτά χρονικό βάθος προς το παρελθόν. Αυτή η τεχνική, μαζί με τους διαλόγους,  εξισορροπούν τους μονολόγους που εξακτινώνονται σε ολόκληρο το βιβλίο.

Ο Στυλιανού αποδεικνύεται ένας προικισμένος συγγραφέας και όπως μας έχει αποδείξει και με τα διηγήματά του στη συλλογή «Κλεμμένα παιχνίδια» είναι ένας άριστος ακροατής ψυχών, ένας χαρισματικός παλμογράφος του ανθρώπινου θυμικού, του βαθύτερου πόνου, του άσβηστου νόστου, της βαθιάς πληγής που εξακολουθεί να γδέρνει το ανθρώπινο σώμα, των ενδοτέρων του συνειδητού και υποσυνείδητου που χαράζει την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Ο λόγος του συγγραφέα είναι εξομολογητικός, ακόμη κι όταν γίνεται καταγγελτικός για το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η πατρίδα σήμερα, δε χάνει καθόλου από την τρυφερότητα, την ευγένεια και την ακρίβειά του.

Ο Στυλιανού μέσα από τη νουβέλα του καυτηριάζει το ξεπούλημα της πατρίδας και την κομματοκρατία ως την κινητήριο δύναμη για προβολή και ανέλιξη φιλόδοξων προσώπων χωρίς να λογαριάζουν την ηθική διάσταση των πράξεών τους (π.χ. σελ. 42).  Επίσης, αναγνωρίζει το κοινό μέλλον Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων κάτω από τον ίδιο ουρανό, γι’ αυτό και είναι πολύ προσεκτικός και διαχωρίζει τους Τουρκοκύπριους από τις Κατοχικές Δυνάμεις (π.χ. σελ. 59-60 και σελ. 71). Έτσι, εξηγείται και η επιλογή του συγγραφέα, να εμφανίσει την Αΐσέ, έτοιμη να φύγει στο εξωτερικό, μη αντέχοντας την καταπίεση από τo Κατοχικό Καθεστώς. Θίγει επίσης πραγματικά ηθικά διλήμματα π.χ. αν πρέπει ένας Ελληνοκύπριος να δείχνει το διαβατήριό του, για να περάσει στα Κατεχόμενα και να αντικρίσει τη γενέθλια γη: « Έν θέλουμε να δείχνουμε το διαβατήριό μας για να πηαίνουμεν έσσω μας!» όπως το θέτει ο πατέρας του Ελευθέριου (σελ. 48).

Ένα άλλο στοιχείο που αξίζει να αναφερθεί είναι η άρτια ενσωμάτωση της κυπριακής διαλέκτου στη γενικότερη αφήγηση που δίνεται στη νέα ελληνική γλώσσα. Αυτή η επιλογή του Στυλιανού δίνει αμεσότητα στους διαλόγους, αλλά και παραστατικότητα στα σημεία που ανακαλούνται οι μνήμες μέσα από την αναδρομική διήγηση. Η κυπριακή διάλεκτος είναι το κατάλληλο γλωσσικό μέσο για να εκφραστεί αριστοτεχνικά η συναισθηματική κατάσταση των ηρώων, χωρίς όμως να αποτελεί εμπόδιο για τον εξ Ελλάδος αναγνώστη, διότι η χρήση της κυπριακής διαλέκτου γίνεται σε ήπια μορφή.

Προσωπικά, ενθουσιάστηκα με τα δύο τελευταία κεφάλαια της νουβέλας. Τα πρώτα εννιά κεφάλαια με κέρδισαν αμέσως την ενδιαφέρουσα αφήγησή τους, λόγω και της έξυπνης εναλλαγής  πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης, αν και δεν προέκυψε το αναπάντεχο στοιχείο που θα με καθήλωνε. Το δέκατο και ενδέκατο κεφάλαιο έχω την αίσθηση ότι είναι αριστουργηματικά κι εδώ ο Στυλιανού καταθέτει το έμφυτο ταλέντο και την μαεστρία του να μεταδώσει τον αναγνώστη τόσο γλαφυρά τα γεγονότα, που στο μυαλό δημιουργούνται ολοζώντανες εικόνες, έστω κι αν στην υπό εξέταση νουβέλα δεν υπάρχει ούτε μία εικόνα!   

Πιο συγκεκριμένα, όταν ο Στυλιανού επικεντρώνεται στην επιστροφή του Ελευθέριου στον τόπο που γεννήθηκε κι έζησε τα πρώτα του χρόνια, η γραφίδα του γίνεται παραστατικότατη και μας χαρίζει συγκινητικές γραμμές. Η εικόνα που ο Ελευθέριος βγάζει τα παπούτσια του και οι πατούσες του ακουμπούν σαν τάμα το χώμα της Λαπήθου με συγκλόνισε (σελ. 52). Μοναδικές είναι και οι σκηνές που ξαναζωντανεύουν οι θύμησες, με τους παιδικούς φίλους να ξανασμίγουν για λίγο, με τα αγαπημένα πρόσωπα να επανέρχονται μεγαλοπρεπώς όπως τότε, για να γαληνέψουν την ψυχή του Ελευθέριου, πριν τα ξαναδεί όλα να σβήσουν από την ωμή πραγματικότητα και να «πετούν σαν τα πουλιά τζαι να χάνουνται στο βάθος του ορίζοντα» (σελ. 73). Στο τέλος της νουβέλας ο λόγος του Στυλιανού γίνεται πολιτικός με την έννοια της σαφούς τοποθέτησης για τα δεινά της πατρίδας: «Λυπηθείτε με», εφώναξα πιο δυνατά, «λυπηθείτε τον μαυρογέρημον τον τόπο μας! Εν κανεί που εγίνηκεν θκυο κομμάθκια ’πού τους Τούρκους, εσείς εννά την κομμαθκιάσετε τέλεια!» (σελ. 75).  Πολύ εύστοχα το έθεσε και αλλού στο βιβλίο του ο Στυλιανού, όταν αναρωτιέται κατά πόσον: «Μπορεί η δική μας φωτογραφία να σμίξει στο τέλος με τη δική τους σε ένα μεγαλύτερο και αδιαίρετο παζλ;» (σελ.51)

Διαβάζοντας τη νουβέλα «Ανάπηρος Ορίζοντας», δεν κρύβω ότι παραξενεύτηκα με την τραχύτητα του τίτλου κι ένιωσα να με γδέρνει βαθιά. Ολοκληρώνοντας το βιβλίο κατάλαβα πως «ο παράλυτος ορίζοντας» (παράλυτος = παρά + λύω =χαλαρώνω), που μου χαράχθηκε στο μυαλό με την αφοπλιστική του σκληράδα, είναι ο ορίζοντας της Κύπρου που έχει αποκοπεί από την κανονική του λειτουργία. Ο Στυλιανού, στη νουβέλα του, επαγωγικά αναφέρεται αρχικά σε έναν τετράγωνο ορίζοντα, όταν πάει να παίξει με τον φίλο του Αντρέα (σελ. 23), στη συνέχεια οραματίζεται ένα ανοικτό παράθυρο στο βάθος του ορίζοντα (σελ. 67), για να συνειδητοποιήσει τελικά με οδύνη ότι είδε «τον ίδιον τον ορίζονταν ανάπηρον να έρκεται καταπάνω μου για να με ξεπαστρέψει μια τζι’ έξω» (σελ. 77). Άρα, ο χαρακτηρισμός «ανάπηρος» είναι η ίδια η απαισιόδοξη πραγματικότητα που επικρατεί στην πατρίδα μας, ο ωμός ρεαλισμός που αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας ότι τείνει να παγιωθεί, εάν δεν έχει ήδη συντελεστεί.

Παράλληλα, ασυναίσθητα, διαβάζοντας τον «Ανάπηρο Ορίζοντα» θυμήθηκα μια άλλη μεγάλη συμφορά που βρήκε τον Ελληνισμό εβδομήντα χρόνια πριν την τουρκική εισβολή, τη Μικρασιατική Καταστροφή και τα εξαιρετικά δείγματα Λογοτεχνίας που μας έδωσαν οι Ηλίας Βενέζης («Αιολική Γη», «Γαλήνη»), ο Κοσμάς Πολίτης με το μυθιστόρημα «Στου Χατζηφράγκου» και η Διδώ Σωτηρίου με τα «Ματωμένα Χώματα» και «Μέσα στις φλόγες». Τα πιο πάνω είναι βιβλία που δίνουν αντίστοιχες εικόνες από την ειρηνική ζωή των ανθρώπων, αλλά και τα πάνδεινα που υπέστησαν οι άνθρωποι από τη φρίκη του πολέμου.

Δύο ακόμη σκέψεις σχετικά με τη διακειμενικότητα της εν λόγω νουβέλας. Έχω την εντύπωση πως αυτή η νοσταλγική πένα του Στυλιανού, σχετικά με την παιδική ηλικία που ουσιαστικά κλάπηκε από τα παιδιά εκείνης της εποχής, εάν ήταν στίχοι, θα ήταν πολύ κοντά σε αυτούς που έγραψε ο Πάμπος Κουζάλης για το τραγούδι Χαρταετός:

«Ήρθε ένας άγγελος δίχως μιλιά/Έχει στα χέρια του κάτι απ’ τα παλιά/
Βάζει στην αγκαλιά μου έναν χαρταετό/
Όνειρα παιδικά μου φύγατε και πού να σας βρω./
Τον πρωτοπέταξα δέκα χρονών/ Κι ονειρευόμουν να πέταγα κι εγώ/
Πιάστηκε σαν πουλάκι σε σύρμα ηλεκτρικό/ Πιάστηκα σ’ ένα δίχτυ/
Πόνεσα, γέρασα/ Έχω στην αγκαλιά μου έναν χαρταετό/
Όνειρα παιδικά μου φύγατε και πού να σας βρω».

Επίσης, ο «Ανάπηρος Ορίζοντας», με την επιστροφή του Ελευθέριου στο κατεχόμενο σπίτι του, μου έφερε στο μυαλό τους συγκλονιστικούς στίχους του Κυριάκου Χαραλαμπίδη στο ποίημα του Γλυκό του κουταλιού (Συλλογή Δοκίμιν, 2000):

«Να ιδώ ποιος είμαι ζύγωσα και πούθε/ το χώμα μου κρατά. Μπήκα και στάθηκα/ στο σπίτι τ’ αλμυρό, σιμά σε λάκκο./Μια μαντιλοδεμένη μου ‘φερε νερό,/μου πρόσφερε γλυκό· ευχαριστώ την./Έκοψε και καρπούς από τον Κήπο/του ποθητού σπιτιού μου, φρούτα λαμπερά/ό,τι λογής, διάχυτα με χείλη/πραγματικά και μέλη εμποτισμένα/στην καλοσύνη της χαράς αντιδωρήματα./Της είπα ευχαριστώ, αναθάρρησα και ζήτησα/ το σπίτι μου να ιδώ, αν επιτρέπεται./«Και βέβαια επιτρέπεται», μου λέει·/«μπορείς να ‘ρθεις και στην κρεβατοκάμαρα».

Καταληκτικά, ο Στυλιανού, 50 ακριβώς χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974, μας χαρίζει μια συγκινητική νουβέλα που στην πραγματικότητα είναι η ίδια η Κύπρος. Ο πρωταγωνιστής Ελευθέριος σωματοποιεί το ψυχολογικό τραύμα της πατρίδας του, ζει και δρα με ανοικτή την πληγή, έστω κι αν ο αδυσώπητος χρόνος προβάλλει αμείλικτος ως φορέας της λήθης. Ο Στυλιανού είναι άμεσος και ειλικρινής, είναι ένας προικισμένος συγγραφέας που αξίζει να διαβαστεί για τις εμπνευσμένες αφηγηματικές του ικανότητες και τον τρόπο που προβληματίζει τον αναγνώστη του, χωρίς να εκμαιεύει το πατριωτικό συναίσθημα με τεχνητά μελοδράματα. Αντιθέτως, είναι αποκαλυπτικός, με μεστή γραφή, αποδεικνύει πως είναι μια από τις πιο δυνατές αφηγηματικές πένες του τόπου μας, επιβεβαιώνοντας τη ρήση του Γκέοργκ Λούκατς πως η νουβέλα  είναι «μια ανθρώπινη ζωή εκφρασμένη μέσα από την τεράστια υλική δύναμη της ώρας του πεπρωμένου». Στα δικά μου μάτια, είναι μια νουβέλα που αξίζει να διαβαστεί, να αγαπηθεί και να διακριθεί για το συνολικό της αισθητικό αποτέλεσμα.

Βιογραφικό Λάζαρος Λαζάρου