Scroll Top

Μαρία Βαχλιώτη “Κάλπη” | Παρουσίαση από την Ιφιγένεια Σιαφάκα

Μαρία Βαχλιώτη, Κάλπη (Μελάνι, 2023)

Το σώμα της έλλειψης

Γράφει η Ιφιγένεια Σιαφάκα

Ο τίτλος «Κάλπη» της τέταρτης ποιητικής συλλογής της Μαρίας Βαχλιώτη μάς προτάσσεται ήδη ως ένα αινιγματικό σημαίνον, αφήνοντας περιθώρια ερμηνείας στον αναγνώστη πριν καν αναγνώσει τη συλλογή. Πάντως, το πέρας της ανάγνωσης δεν συντάσσεται με οποιοδήποτε συμπέρασμα πολιτικού/ιστορικού περιεχομένου, αν και υπάρχουν κάποια ποιήματα που κινούνται προς την κατεύθυνση αυτή. Αντιθέτως, η ποικιλία της θεματικής (γυναίκα, έρωτας, σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, οικογενειακές σχέσεις, κοινωνικά προβλήματα, πόλεμος, προδοσία, προσφυγικό, εξορία, δικαιοσύνη, θάνατος και αυτοχειρία ~ Περικλής Γιαννόπουλος, ποίημα «Εxit») θα μπορούσε αφενός να συνομιλήσει νοηματικά με την ποικιλία των επιλογών εντός της κάλπης, ώστε να αναγνώσουμε τη νοηματική αναλογία· αφετέρου ν’ αφήσει ένα άνοιγμα ερμηνειών, ένα ερώτημα «ανοιχτό» για την εκάστοτε πραγματικότητα που πραγματεύεται το ποιητικό υποκείμενο, χωρίς να έχει το ίδιο μία τελική απάντηση· καθόλου τυχαία, άλλωστε, δεν τοποθετείται στο τέλος της συλλογής ένα ποίημα με τη μεταφορά ενός σώματος-ερωτηματικού κρεμασμένου στο τσιγκέλι του κόσμου – ποίημα το οποίο βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με τη προμετωπίδα της συλλογής, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Τέλος, το άνοιγμα/οπή της κάλπης θα μπορούσε να συμβολοποιήσει την «τρύπα»/το οντολογικό κενό εντός του σώματος ή το οποιοδήποτε «έλλειμμα», περιγράφοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα ψυχικό τοπίο με όλα τα συμπαρομαρτούντα της συνείδησης αυτής. Στο ομώνυμο δε ποίημα της συλλογής διαβάζουμε, άδειο κατάμονο κουτί/τύμπανο υποχώρησης – κομμένα δάχτυλα αντηχούν/τον καλπασμό/ακόμα μιας χαμένης τετραετίας.

Ας σημειωθεί ότι το σολωμικό έργο είναι επίσης ένα έργο λειψό, κατακερματισμένο και ανολοκλήρωτο, που σημαίνει ότι η ποιητική συλλογή «Κάλπη» ως σημαίνον ευνουχισμού εγκιβωτίζει άλλον έναν κειμενικό ευνουχισμό, αυτόν της «Γυναίκας της Ζάκυνθος»,απ’ όπου η Βαχλιώτη θα αντλήσει την προμετωπίδα, τα μότο και πολλά σημαίνοντα με τα οποία θα συνομιλήσει.

Ήδη στην προμετωπίδα της συλλογής, οι στίχοι του Δ. Σολωμού από τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» (αινιγματικού κειμένου επίσης), Αλλά πρώτα να πω: φωνές και χλαλοή: ποιος ρωτάει, ποιος αποκρένεται, μάς μεταφέρουν την ατμόσφαιρα μιας αγωνιώδους αλλά και ασαφούς ανθρώπινης χλαπαταγής που έχει ως κέντρο τον ήχο (και δη τη φωνή)· προοικονομείται δηλαδή ότι θα ακούσουμε κάτι και, μάλιστα, κάτι που θα το διαπερνά όχι μόνον το στίγμα της προφορικότητας αλλά και μία εναλλαγή ανάμεσα σε δύο (ποιους άραγε;) συνομιλητές.  Η προμετωπίδα επίσης δίνει εν μέρει απάντηση στη μεταφορική λειτουργία της κάλπης ως συνονθύλευμα «φωνών», που εντός του σατιρικού σολωμικού έργου μπορεί να συσχετιστεί με δύο «πτώσεις»: με μία εθνική (πτώση του Μεσολογγίου) αλλά και με μια δεύτερη, εμφύλια (τη δικαστική διαμάχη των αδελφών Διονυσίου και Δημητρίου Σολωμού με τον ετεροθαλή αδελφό τους Ιωάννη Λεονταράκη). Προφανώς, όπως θα αποδειχθεί και κατά την ανάγνωση, τα ποιήματα έχουν σχέση με αυτές τις δύο θεματικές. Στην τελευταία δε περίπτωση, η συλλογή θα μπορούσε να επικοινωνεί αυτοαναφορικά με την αμέσως προηγούμενη συλλογή της Βαχλιώτη «Εμφύλιος».

Στο σολωμικό έργο επίσης το σημαίνον πηγαδιού/ψυχής (μιας οπής δηλαδή απ’ όπου ξεπηδούν ανήκουστα) είναι κεντρικό. Φαίνεται ότι αυτά τα ανήκουστα, τα μη ελεγχόμενα, τα ες αεί τραυματικά, που οριοθετούν τον χώρο του ανθρώπινου πόνου και τη δυσκολία της ύπαρξης είναι η λογική που διέπει την παρούσα συλλογή. Τα ποιήματα δε της συλλογής μεταφέρουν ένα έντονο συγκινησιακό φορτίο το οποίο εκφράζεται με τη διαφραγματική δύναμη μέσω της οποίας εκφέρουν οι ηθοποιοί τα κείμενα της τραγωδίας. Μέσα από ένα σώμα-ηχείο δηλαδή, που εκφέρει το συναίσθημα με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που επιτάσσει το ψυχολογικό θέατρο του μοντέρνου θεάτρου.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η γραφή της Βαχλιώτη είναι σαν να ενσωματώνει ένα σώμα-οπή-ηχείο-κραυγή. Πρόκειται για μια γραφή στιβαρή, λιτή και πυκνή που «κόβει» τον στίχο, εισάγοντας κάθε φορά μια νέα πραγματικότητα η οποία και λειτουργεί όπως η αρίθμηση στα δάχτυλα του χεριού. Όλα λογαριασμένα, όπως και στην εισαγωγή της «Γυναίκας της Ζάκυνθος», Καὶ θέλοντας νὰ μετρήσω μὲ τὰ δάχτυλα τοὺς δίκαιους, ἀσήκωσα ἀπὸ τὸ φιλιατρὸ τὸ χέρι μου τὸ ζερβί, καὶ κοιτώντας τὰ δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ εἶπα: Τάχα νὰ εἶναι πολλά; Έτσι, ο τρόπος γραφής δεν αφήνει περιθώρια νοηματικής ρευστότητας ή πλαδαρότητας, με αποτέλεσμα αυτή η σύντομη ανασκόπηση και παύση σε κάθε στίχο να δίνει μία ρυθμική σταθερότητα στις ανάσες του ποιήματος, και η φωνή του ποιήματος να παραμένει δυνατή και στακάτη, καθώς βρίσκει στην παύση την ενέργεια που θα δώσει ώθηση στον επόμενο στίχο, όπως ένας αργός, βαρύς, ρυθμικός βηματισμός. Η σταθερότητα αυτή σε συνδυασμό με τη συναισθηματική φόρτιση θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την ηχητική ένταση και τη διάρκεια της κραυγής.

Η συλλογή της Βαχλιώτη, έχοντας πάντα οδηγούς ποιημάτων τα μότο από το σολωμικό έργο, ξεκινά με το ποίημα «Προμηθέας» – Έχω στο στήθος μου μια τρύπα/σαν το κεφάλι ενός μωρού […] σώμα που το ξεχάσαν ανοιχτό/σε παγωμένο χειρουργείο/στη μέση ενός κυκλώνα/τόσου μεγάλου και ανώφελου. Ο Προμηθέας ήδη ως σωτήρας της ανθρωπότητας και ως ανατρεπτική μορφή της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, προς όφελος του ανθρώπινου γένους, φαίνεται πως πλέον έρχεται αντιμέτωπος με το «ανώφελο» του οράματός του ενώπιον μιας βίαιης και ισοπεδωτικής πραγματικότητας. Στο δεύτερο επίσης ποίημα (πεζοποίημα) της συλλογής «At last», ήδη η σολωμική προμετωπίδα είδα από την κλειδαρότρυπα/που κάτι εμπόδιζε το φως προοικονομεί τη σύλληψη της Βαχλιώτη, η οποία θα συνεχίσει με ένα κείμενο εγκλεισμού, το οποίο ισορροπεί ανάμεσα στην παρωδία του οράματος και του προφητικού κειμένου (που συναντάμε άλλωστε και στον Σολωμό) και στην υπαρξιακή αγωνία. Η αίσθηση αυτή επιτυγχάνεται με τη σοφή χρήση της πολυμορφίας της ελληνικής γλώσσας: τη μείξη του «υψηλού» με τη χρήση λέξεων της αρχαίας ελληνικής και της καθαρεύουσας, και του «χαμηλού» ή τετριμμένου από την καθημερινή χρήση, λέξεων της δημοτικής και παρομοιώσεων με ανατρεπτική λογική, Πλανόδιος παππούς πούλαγε μεταχειρισμένα κόμικς – είδος μεγάλης ζήτησης και πρώτιστης ανάγκης τω καιρώ εκείνω […] Μια τρύπα στον λαιμό του –όχι, ο όρος από μόνος του αδικεί το εύρος του θεάματος  – τρύπα κρατήρας – τρύπα η άβυσσος – η τρύπα της κολάσεως – τρύπα που θα τη ζήλευε και μια παλιά δεκάρα […] Γιατί μια τρύπα χάσκει ανοιχτή σ’ έναν ανθρώπινο λαιμό; […] πρέπει επιτέλους να κλείσουμε μ’ αυτά, γιατί είναι κι άλλη ακόμα η ζωή που χάσκει ανοιχτή, κι άλλη η κόλαση που υπομονετικά μάς περιμένει.

Μια προσεκτική ανάγνωση, όσον αφορά τη δόμηση της συλλογής, μάς οδηγεί στο συμπέρασμα πως η Βαχλιώτη δημιουργεί μια αντιστοιχία ανάμεσα στην αρχή και το τέλος της συλλογής. Ο «Προμηθέας» μπορεί να συσχετιστεί με τον «Επιμηθέα»/επιμύθιο, ενώ τα ποιήματα που τα ακολουθούν έχουν ως κεντρικά πρόσωπα έναν παππού με τραχειοστομία («Αt last») και μία γιαγιά-Μούσα (τη γιαγιά της ποιήτριας από την πλευρά της μητέρας («Αt least»). Στη δεύτερη περίπτωση η συγγενική σχέση ονοματίζεται με σαφήνεια. Στην πρώτη όμως, ο αναγνώστης μπορεί να καθοδηγηθεί και να αντιληφθεί τη συγγένεια από τη φράση που επαναλαμβάνεται και στα δύο κείμενα, τελικά το μόνο που ήθελα να πω, κάτι εντελώς ασήμαντο και αυστηρώς προσωπικό, που φυσικά δεν πρόκειται για ποίημα – σας ξεγέλασα. Για να συνεχίσει, μιλώντας για τον παππού, είναι η ύστατη προσπάθεια μιας τραχειοστομίας να βγει από την ανυπαρξία της μετά από σαράντα καλοκαίρια, ενώ μιλώντας για τη γιαγιά θα πει, είναι η ύστατη προσπάθεια ανταπόδοσης ενός ανάπηρου χεριού μετά από σαράντα καλοκαίρια. Και στις δύο πάντως περιπτώσεις, η έλλειψη και ο ευνουχισμός, μέσα από μία αναφορά στο «οικογενειακό ιστορικό», είναι παρούσες (τρύπα, αναπηρία), όπως επίσης και η διαπίστωση ή ο φόβος που ολοκληρώνει τα κείμενα αυτά για ένα μέλλον καθόλου ευήλιο, το οποίο ακουμπάει και ερμηνευτικά στο κοινό και άδοξο και τετριμμένο όνομά μας (προφανώς η γιαγιά ονομάζεται «Μαρία»).

Η συλλογή συνεχίζεται με ποιήματα που δομικά περιχαρακώνονται από την αρχή και το τέλος, όπως περιγράφηκε παραπάνω, και ως κύριο χαρακτηριστικό τους έχουν το ότι αποτελούνται από δύο μέρη. Για τα μέρη αυτά μάς προετοίμασε η προμετωπίδα του βιβλίου. Πρόκειται για δύο φωνές (όχι πάντα προσδιορίσιμες αλλά αινιγματικές όπως και το κείμενο, άλλωστε, του Σολωμού), που φωτίζουν με διαφορετικό τρόπο τα ποιήματα Ι και ΙΙ κάθε φορά.

Αρκετοί τίτλοι ποιημάτων συνομιλούν με την αρχαία ελληνική παράδοση («Προμηθέας», «Δήμητρα», «Ατρείδες», «Θέτις», «Επιμηθέας»), τη χριστιανική παράδοση («Οικία Λαζάρου», «Εδέμ»), το πολιτικό σκηνικό («Διάγγελμα», «Ελληνίδες Έλληνες», «Παγκόσμιος», «Κάλπη»), την τέχνη («Γκαλερί», «Θερινής νυκτός», «Σκηνοθεσία»), ως αφορμή όμως για ένα διαφορετικό ανάπτυγμα άλλου βεληνεκούς και όχι ως σχολιασμός της ήδη γνωστής θεματικής. Έτσι, η Βαχλιώτη κατασκευάζει και μία γραμμή ιστορικής συνέχειας όσον αφορά τους «μύθους» (κι ας ακουστεί διττά) της χώρας και της παράδοσής της.

Η ποιητική αφήγηση είναι άλλοτε τριτοπρόσωπη και άλλοτε πρωτοπρόσωπη. Στην τελευταία περίπτωση, τα ποιήματα με τον σύντομο στίχο, τον κοφτό ρυθμό, τη γλωσσική ροή, την προφορικότητα και την τραγικότητα του περιεχομένου προσομοιάζουν σε μονολόγους αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όπως, για παράδειγμα, στο ποίημα «Ατρείδες» (Ελένη και Κλυταιμνήστρα) ή στην «Οικία Λαζάρου», όπου ακούγονται με το ύφος αυτό δύο εσωτερικοί μονόλογοι, ανδρόςκαι γυναικός. Στο ποίημα «Θέτις» επίσης, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση θα μπορούσε να αποδίδεται σε τραγωδό, Να πάψει αυτός ο διασυρμός/για λίγα εκατοστά αμέλειας – μη δείτε μια φορά θεό να κάνει λάθος, ενώ η τριτοπρόσωπη που ακολουθεί θα μπορούσε να είναι το σχόλιο του Χορού, Αυτή ήταν πάντα η υπόθεση – μόνο/Αυτή κι ο γιος της/κι εμείς το πετραδάκι στο παπούτσι τους/μια ενόχληση στη φτέρνα τους/ένα ακόμη επίθετο εμείς/δίπλα στα τόσα τυπικά.

Ως κέντρο βάρος έχουν τη σκληρότητα της ματαίωσης και της έλλειψης που αναπτύσσονται σε διαφορετικές θεματικές, όπως αυτή του έρωτα (κορμιά ακέφαλα – πρωτομαγιάτικη σφαγή […] άνοιξη σαρκοβόρα που βλασταίνει […] δεν ξεπληρώνονται αυτά/δέκα ζωές να ζήσουνε δεν φτάνουν […] τολμούν ν’ ανοίγουνε το στόμα τους, «Γκαλερί»), της γυναικείας υπόθεσης (να στάζουν οι ελπίδες σου στα χώματα/να κρέμονται οι σάρκες σου απ’ τα κλαδιά […] άφηνε τα μαλλιά της μακριά/όπως αρμόζει στους επίδοξους πνιγμένους(«Δήμητρα»), τα ακραία καιρικά φαινόμενα και τις κοινωνικές προεκτάσεις, κι εδώ επελαύνουν μήνες ξηρασίας/η λειψυδρία όμως δεν συνιστά καταστροφή – τι να το κάνεις το επίμονο σκυλί («Μετεωρολογικό»), το προσφυγικό και την αναφορά στη Μεγάλη Ιδέα (Τον πίστεψε./Δεν είχε έρθει ακόμα το καλοκαίρι με τα πρωτάκουστα:/Νέα Πέραμος/Κοκκινιά/Καισαριανή […] δεν φταίω εγώ που έρχομαι/είναι αυτός που λείπει («Διάγγελμα»).  

Σε πολλά από αυτά είναι εμφανή τα σκηνικά της «Γυναίκας της Ζάκυνθος» (γριά, μύγες, καθρέφτης, μαύρο πέπλο, κάσα, δυσμορφία) ή οι αναφορές σε κάποια γνωστά σημαίνοντα (βλ. σκυλί και γάτα, δάχτυλο, δίκαιος) – χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματα «Διάγγελμα» και «Μετεωρολογικό».

Η Βαχλιώτη επεξεργάζεται επίσης με ενδιαφέροντα τρόπο τα μότο του σολωμικού έργου κατασκευάζοντας διακειμενικές συνομιλίες με την αρχαία ελληνική παράδοση όπως στο ποίημα Ατρείδες, όπου η Ελένη και η Κλυταιμνήστρα αναπτύσσονται επάνω στους σολωμικούς στίχους, τη Γυναίκα ήθελ’ εύρει το τέταρτο/του κορμιού στο κεφάλι […] Κι όταν έβλεπε στον ύπνο της/το ωραίο κορμί της αδερφής της,/εξύπναε τρομασμένη. Η οπτική ωστόσο της ποιήτριας διαφοροποιείται, αφουγκραζόμενη τη γυναικεία πλευρά, Καλόψυχος και τρυφερός/μα η αγκαλιά του φαγητό νοσοκομείου […] εγώ θα βουτηχθώ στου βούρκου τα νερά/αυτός θα ξεπλυθεί – θύμα μοιχείας» (Ελένη, Ι), μια στάλα αγάπης απ’ το στόμα του μη στάξει/κι όλα αντέχονται μα τον θεό,/ αλλά η δίψα όχι […] εγώ θα βουτηχθώ στα κόκκινα νερά/αυτός θα ξεπλυθεί – θύμα μοιχείας (Κλυταιμνήστρα, ΙΙ). Η έμφυλη οπτική πάντως της Βαχλιώτη σε όλα τα ποιήματα της συλλογής όπου απαντούν γυναικείες μορφές λειτουργεί αντιφωνικά με τη διαβολική σολωμική φιγούρα. Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν ότι στο σύνολό της η ποιητική συλλογή «Κάλπη», ως ακέραιο σώμα κειμένου και μ’ έναν τίτλο φορέα ευνουχισμού, αντιπαραβάλλεται στο ευνουχισμένο σολωμικό κείμενο που ως τίτλο έχει μία γυναίκα φορέα δαιμονικής δύναμης και καταστροφής. Η Βαχλιώτη υπογείως ειρωνική συνδιαλέγεται με τη σατιρική διάθεση του Σολωμού.   

Στη συλλογή απαντούν λυρικοί τόνοι, κι ο ήλιος χίλια ακόντια/κι από ανέμους μόνο οι ριπές/και τα φτερά μας κόκκινες ρωγμές («Γενέθλια») αλλά κυρίως πεζολογικοί, με προσεγμένα πάντοτε τη γλώσσα και τον ρυθμό. Οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις των ποιημάτων νοηματοδοτούν αντιστοιχίες εικονικού χαρακτήρα με υλικά από το ρεαλιστικό τοπίο, όλα εξηγούνται στον στρατό – χρόνος σφιχτός σαν γαμπριάτικο κοστούμι («Ελληνίδες, Έλληνες»), έτσι ώστε αυτές οι αναλογίες να βρίσκονται σε ισορροπία με το δωρικό ύφος της Βαχλιώτη και την ειρωνική ματιά της. Ένα δείγμα χαρακτηριστικής βιρτουόζικης ειρωνείας συναντάμε στο ποίημα «Ελληνίδες, Έλληνιδες», όπου η προσφώνηση στον τίτλο, η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και η καθαρεύουσα παραπέμπουν ξεκάθαρα στα ανόητα λογύδρια της επταετίας, τα οποία εν προκειμένω αποκηρύσσουν την εθνικοχριστιανική τους στόφα, δίνοντας έμφαση στην απευθείας κληροδοτημένη εις ημάς/εκτυφλωτική απεικόνιση/της προσωπογραφίας του Αντρέα Κάλβου (του οποίου, ως γνωστόν, δεν υπάρχει η παραμικρή απεικόνιση έστω και μιας τρίχας). Στο δεύτερο μέρος του ποιήματος, ο λοξός και ειρωνικός σχολιασμός της ελληνικής πραγματικότητας συνεχίζεται με στίχους από ποιήματα του Καβάφη, Την Κυριακή τηγανητά στα μαγειρεία (“Όταν μαζεύονται στα εκλεκτά τραπέζια”). Χαρακτηριστική επίσης είναι η ευστοχία της Βαχλιώτη σε στίχους που έχουν την πυκνότητα που απαιτεί ο σύντομος σχολιασμός ή το επιμύθιο, ειλικρινά, αυτό σιχαίνομαι σε τούτη τη δουλειά/που ξεκινάς με όνειρα/για ειδίκευση στον θάνατο/και καταλήγεις να μετράς τη μίζερη ζωή τους («Επιμηθέας»).

Το τέλος δε της συλλογής έρχεται με ένα άτιτλο ποίημα που ως μότο έχει την τελευταία σκηνή του σολωμικού έργου, όπου η Γυναίκα της Ζάκυνθος βρίσκεται κρεμασμένη. Η Βαχλιώτη μεταξύ άλλων γράφει, το σώμα της σηκώθηκε ψηλά/μετέωρο/φλεγόμενο/ερωτηματικό/ωραία που κρέμεται/στο τσιγκέλι του κόσμου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το άτιτλο ποίημα διαλέγεται αντιφωνικά με την προμετωπίδα, ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε για μία τετραγωνισμένη και καλά υπολογισμένη δόμηση της συλλογής, που χαρακτηρίζεται όχι μόνο εννοιολογικά αλλά και μορφολογικά από αυτήν τη συνεχόμενη συνομιλία ανάμεσα σε 3 βασικούς άξονες:

  1. Προμετωπίδα ~ τελευταίο ποίημα (άτιτλο)
  2. Προμηθέας και παππούς ~ Επιμηθέας και γιαγιά
  3. Και στο ενδιάμεσο τα ποιήματα με τα δύο μέρη

          (που λειτουργούν με τον τρόπο που προαναφέρθηκε)

Και σε 3 μέρη:

A´ μέρος: Προμετωπίδα~Προμηθέας και παππούς

Β´ μέρος: ΠΟΙΗΜΑΤΑ με δύο μέρη

Γ´ μέρος: Επιμηθέας και γιαγιά~Τελευταίο ποίημα

Kατ’ αυτόν τον τρόπο, μορφολογικά, η Βαχλιώτη κατασκευάζει έναν κυκλικό τρόπο ανάγνωσης, όπου κάθε αρχή συναντά το τέλος της, ή διαφορετικά «εντοιχίζει» ή «θωρακίζει» τα ποιήματά της με τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» και το οικογενειακό ιστορικό της. Έτσι, τα ποιήματα που βρίσκονται στο κέντρο της συλλογής ανοίγονται όπως ανοίγεται η σάρκα του κρεμμυδιού ύστερα από την αφαίρεση της φλούδας ή έχουν τη θέση του κέντρου της κατασκευής, ή συμβολικά τη θέση της «τρύπας» (όπως και στην κάλπη) απ’ όπου και σαφώς πηγάζει η ανάγκη της δημιουργίας. Διαφορετικά, είναι το «σώμα» του κειμένου με μια τρύπα/έλλειψη όπως και το σώμα της κάλπης.

Αυτές ακριβώς οι μετρημένες επιλογές είναι που κάνουν την «Κάλπη» μία σύνθεση που χαρακτηρίζεται για την ακρίβεια, την καθαρότητα και την εντιμότητα σε αυτό που ισχυρίζεται ότι προασπίζεται, καθώς ισορροπεί ιδανικά τη μορφή και το περιεχόμενό της, αποκαλύπτοντας αλλά και αφήνοντας ανοιχτά ερωτήματα, όπως άλλωστε κάνει πάντοτε η καλή λογοτεχνία.

Η συλλογή απέσπασε το βραβείο ποίησης του περιοδικού «Αναγνώστης» (2024)

Βιογραφικό Ιφιγένεια Σιαφάκα