Scroll Top

Μαρώ Τριανταφύλλου “Αινίγματα” | Παρουσίαση από την Ηρώ Νικοπούλου

Μαρώ Τριανταφύλλου, Αινίγματα, εκδόσεις Εύμαρος, 2023

Γράφει η Ηρώ Νικοπούλου

Σκέψεις για τα Αινίγματα της Μαρώς Τριανταφύλλου

Ο άνθρωπος μόνος του πρέπει να κάνει το δρόμο

Μαρώ Τριανταφύλλου

Πώς μιλά κανείς σ’ έναν απομαγεμένο κόσμο για το τραύμα, για τη μνήμη, για το θαύμα, για την ανάσταση άρα για την αναζήτηση του Θεού, για την ευγνωμοσύνη και την συγχώρεση; Μοιάζουν έννοιες τόσο μακρινές σχεδόν ξεχασμένες. Η έννοια του ιερού φαίνεται να περισσεύει στην εποχή της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας, που μας περικυκλώνει και μας ορίζει με άλλου τύπου παραμέτρους και δεδομένα. Σαν να μην υπάρχει ανάγκη, χώρος και χρόνος για παρόμοιες αναζητήσεις, οι οποίες άλλωστε θεωρούνται περίπου λυμένες από την επιστήμη, ιδίως από την στιγμή που ο άνθρωπος αποφάσισε ότι θέλει και μπορεί να γίνει θεός στη θέση του Θεού. Πρωτίστως στην ανθρωπόκαινο εποχή που διανύουμε, με τον πλανήτη μας όλο και πιο συχνά σε κατάσταση έκτατης ανάγκης λόγω των κακών επιλογών του ανθρώπινου είδους, η απουσία του στοιχείου του ιερού από τη ζωή μας —και δεν μιλώ για θρησκεία— είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Αυτή ακριβώς η απουσία είναι που κάνει τούτο το βιβλίο σημαντικό γιατί η ανάγνωσή του μας παροτρύνει να εστιάσουμε στο θέμα του εσωτερικού μας ελλείμματος.

Τα πρόσωπα των δέκα ιστοριών της Μαρώς Τριανταφύλλου αποτελούνται από πέντε γυναίκες και πέντε άνδρες, όσο διάβαζα το βιβλίο αναρωτήθηκα αν είναι τυχαία αυτή η αριθμητική ισορροπία, δεν βρήκα απάντηση. Όλα πάντως τα πρόσωπα, μυθικά, βιβλικά και φανταστικά προβάλλουν πειστικά και ολοζώντανα, εκκινώντας από  την αφοπλιστική «Φιλίννιον» του παραδοξολογράφου Φλέγοντα Τραλλιανού του 2ου αιώνα μέχρι τον δισταγμό και την αγωνία της «Εύας», που μόνη της περνά το κατώφλι του κήπου. Γιατί άραγε μόνη της; Μήπως γιατί ουσιαστικά μόνη της ως γυναίκα καλείται να σηκώσει το βάρος των ζητημάτων της μεγάλης εξορίας; Εξ αρχής ο δηλωτικός τίτλος της συλλογής μάς προετοιμάζει για το ότι εδώ θα βρούμε μόνο τα Αινίγματα, οι απαντήσεις θα πρέπει να δοθούν από κάθε έναν αναγνώστη ξεχωριστά.

Η Μαρώ Τριανταφύλλου βρίσκει έναν τρόπο απλό να μιλήσει για όλα αυτά, τα οποία διαβάζοντας κάτω από τις γραμμές των κειμένων της καταλαβαίνουμε πόσο την καίνε. Με γλώσσα στρωτή και ταυτοχρόνως με απρόσμενα πρωτότυπες παρομοιώσεις όπως  αυτή στο διήγημα «Πέτρος» (σ. 52): Είναι φορές που το νερό είναι τόσο ήσυχο κι ακίνητο που νομίζει ότι είναι συμπαγές…. Λέει με το νου του πως θα μπορούσε να κόψει ένα κομμάτι, έναν ωραίο μεγάλο τέλειο κύβο, ας πούμε, και να τον πάρει αγκαλιά το νερένιο κύβο σα μωρό, και να το νανουρίσει το νερό με τα τραγούδια που του μάθαινε η μάνα του…», οδηγεί το θέμα της στα βαθιά και τον προσεκτικό αναγνώστη στον αναστοχασμό των πραγμάτων

Σε ορισμένα σημεία παρατηρούμε κάποιες επίμονες επαναλήψεις μικρών κοφτών προτάσεων όπου η συγγραφέας θέλει να τονίσει ένα σημείο, να το κάνει να χαραχτεί στο νου του αναγνώστη, σαν μικρά πισοπατήματα μοιάζουν σ’ εκείνα τα σημεία οι λέξεις της, που δίνουν έναν ασθματικό τόνο στη περιγραφόμενη σκηνή. Αλλού πάλι, ο λόγος αποκτά προφορικότητα και ξεπηδά τότε ένα είδος απεύθυνσης προς τον αναγνώστη αυξάνοντας το αίσθημα συμμετοχής και οικειότητας.

Στα διηγήματα των Αινιγμάτων διατυπώνονται εμμέσως αγωνιώδη ερωτήματα, από τα οποία θα μπορούσαν να προκύψουν απαντήσεις για τον σύγχρονο τρόπο σκέψης σ’ έναν κόσμο που με δυσκολία πλέον επιπλέει προχωρώντας από το ένα ναυάγιο στο άλλο. Στις αρετές του βιβλίου είναι ότι αυτή η επείγουσα ανάγκη δεν καταγράφεται ως τέτοια με ρητό και κατηγορηματικό τρόπο, επίσης δεν υπάρχει ίχνος διδακτισμού ή οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να ερμηνευτεί έτσι. Μέσα από τα δέκα διηγήματα της συλλογής η Τριανταφύλλου μάς οδηγεί σε δρόμους σιωπηλούς, μοναχικούς αλλά στέρεους, πατώντας πάνω στ’ αχνάρια παλιών κλασικών κειμένων με τους ήρωές της άλλοτε να αντλούνται από την μυθολογία, άλλοτε από την Γένεση και τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς. Η αφήγησή της είναι λιτή και υπαινικτική, συνήθως τα πράγματα δεν ονομάζονται ευθέως αλλά μέσω μετωνυμιών και μεταφορών, για παράδειγμα η έντονη παρουσία της φύσης και οι διαρκείς διακυμάνσεις του φωτός μέσα από τις λεπτομερείς και ζωντανές περιγραφές της συγγραφέως αποδίδουν το κλίμα και την ατμόσφαιρα που επιδιώκει κάθε φορά ενισχύοντας την εσωτερικότητα των περιγραφόμενων προσώπων. Συχνά χρησιμοποιεί τα ευφρόσυνα χρώματα του φυσικού πλούτου που περιβάλλουν τους πρωταγωνιστές της ερήμην τους ως αντιδιαστολή για τον ζόφο που θα ακολουθήσει, όπως συμβαίνει στα διηγήματα «Λάζαρος» και «Κάιν» όπου η αντίστιξη είναι πολύ ισχυρή. Πάντα η ομορφιά υπάρχει ερήμην μας και γι’ αυτό διασώζεται ως τέτοια.

Σχεδόν σε όλα τα διηγήματα ο χρόνος και ο τόπος είναι απροσδιόριστος. Όλα όσα περιγράφονται εκεί –ένα εκεί που εντέλει ανασύρεται από τον αναγνώστη συνειρμικά αλλά όχι υποχρεωτικά— θα μπορούσαν να συντελούνται οπουδήποτε αλλού και σε οποιονδήποτε χρόνο. Αυτή η επιλογή ενισχύει με μια πρόσθετη δυναμική πρόσωπα και γεγονότα. Πολλές φορές διαβάζοντας τα κείμενα ο νους μου έβλεπε τα πρόσωπα και τα γεγονότα στη σημερινή εποχή. Το κάνει άλλωστε και η ίδια η συγγραφέας διακριτικά αλλά καθαρά για τον προσεκτικό αναγνώστη στο πιο ζοφερό απ´ όλα —στα όρια του γκροτέσκο— διήγημα «Φιλομήλα».

Όσο για την δεδομένη εξ ορισμού, λόγω των τίτλων (Ισμήνη, Κάιν, Ιώβ κλπ) διακειμενικότητα αυτή εμφιλοχωρεί διακριτικά, δεν επιδεικνύεται, διατηρώντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο την αμεσότητα και την αυθεντικότητα της προσωπικής αναδιαμόρφωσης του μύθου ανάλογα με το τι θέλει να αναδείξει η συγγραφέας κάθε φορά. Η αναμόχλευση των ιστοριών ιδίως με το διαφοροποιημένο τέλος τους αναδεικνύει ερωτήματα και αγωνίες, όπως για παράδειγμα την αγωνία που προκύπτει από την μάταιη αναμονή της θεϊκής απάντησης στο διήγημα του «Ιώβ», ή αλλού η διατύπωση της σκέψης ότι το κακό μπορεί να μην υπάρχει αυτεξούσιο αλλά να προκύπτει από μια λάθος ερμηνεία όπως συμβαίνει στο διήγημα του «Κάιν».

Στο τέλος κάθε διηγήματος υπάρχει μια κατακλείδα δύο-τριών γραμμών που υπαινικτικά ολοκληρώνει όσα έχουν διαδραματιστεί. Το βιβλίο κλείνει με την εξαιρετική συμπερασματική κατακλείδα που ολοκληρώνει το τελευταίο διήγημα του «Πέτρου»

Ο Θεός δεν έρχεται. Ο άνθρωπος μόνος του πρέπει να κάνει το δρόμο, να χρειαστεί η ψυχή του το αχρείαστο, το έξω από τις λέξεις που υπάρχει. Δικός του ο δρόμος. Και η απόφαση.

Βιογραφικό Μαρώ Τριανταφύλλου

Βιογραφικό Ηρώ Νικοπούλου