Μιχάλης Μακρόπουλος, Μαύρο νερό, Αθήνα, Κίχλη, 12019
Γράφει η Νίκη Μισαηλίδη
Νεκρός υδάτινος … κόσμος
Το Μαύρο νερό του Μιχάλη Μακρόπουλου, μια νουβέλα ευαισθητοποίησης και προβληματισμού σχετικά με τις συνέπειες και τις επιρροές της οικολογικής καταστροφής, που σημειώνεται στις μέρες μας σε πολλές περιοχές του πλανήτη μας, στην ανθρώπινη ύπαρξη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη, 2019.
Ο χώρος, στον οποίο ζουν και δρουν τα πρόσωπα της νουβέλας και στον οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα, είναι ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, στον νομό Ιωαννίνων, όπως δηλώνουν τα πλούσια τοπωνύμια που παρατίθενται από τον συγγραφέα. «Πέρασαν το Ασπρόζι – το παλιό νταμάρι – και βγήκαν στο Χάνι» (σ. 13), «η λίμνη Ζαραβίνα» (σ. 13), η «Λιμνοπούλα» (σ. 14), «το Μιτσικέλι» (σ. 15), το «Ανήλιο» (σ. 17), η «Πωγωνιανή» (σ. 19), το «Καλπάκι» (σ. 39), οι «Νεγράδες» (σ. 39), οι «Καρυές» (σ. 39) και το «Λυκόστομο» (σ. 39) απεικονίζουν με λεπτομέρειες την πόλη των Ιωαννίνων και την ευρύτερη περιοχή γύρω απ’ αυτήν.
Τα κύρια πρόσωπα, ένας πατέρας κι ο ανάπηρος γιος του, «είκοσι ενός πια» (σ. 11), ο Χριστόφορος. «Τα μαλλιά του Χριστόφορου ήταν καστανόξανθα, γερά, πυκνά και λαμπερά» (σ. 24), «τα πόδια του αγοριού, άχρηστα και λεπτά σαν κλαράκια, με όμορφα δάχτυλα, καλοσχηματισμένα. Ο πατέρας τούς έκοβε τακτικά τα νύχια, με φροντίδα, για να μοιάζουν με μικρά διάφανα κοχύλια λειασμένα από το κύμα» (σ. 18). Η ιδιαίτερη στοργή και φροντίδα που δείχνει ο Πατέρας στον ανάπηρο γιο του αποτυπώνεται με έντονα και λεπτομερειακά και με την εικόνα στη σ. 24: «Τον έτριψε παντού προσεκτικά, ανάμεσα στα δάχτυλα των σακάτικων ποδιών του, κάτω απ’ τη μασχάλη στο δεξί του χέρι – ένα μικρό παραμορφωμένο πράμα που φύτρωνε από τον ώμο – και στο «καλό» του χέρι, το αριστερό πίσω από τ’ αυτιά, ανάμεσα στα σκέλια, στον αφαλό, παντού». Δευτερεύοντα πρόσωπα, όσοι κάτοικοι είχαν απομείνει στο χωριό, «οι υπόλοιποι δέκα, ανάμεσα στα βουβά, κλειστά σπίτια […]. Τα λιγοστά χωριατόσπιτα που κατοικούνταν ακόμα δεν κρατούσαν συντροφιά το ένα στ’ άλλο μες στην ερημιά, μα έμοιαζε μονάχο του το καθένα, σαν να μην υπήρχε γύρω κανένας και τίποτα. Ουσιαστικά, δε υπήρχε πια χωριό: μόνο ξεχασμένοι άνθρωποι» (σ. 12). « […] Η Λένη του Γκέρτσου κι ο Γιώργος, ο αδερφός της, που ήταν ψάλτης όταν το χωριό είχε παπά και ήταν ακόμη χωριό […], η Μαρία του Πορφύρη και η Αθηνά του Κοτσίνη […], ο Γιάννης Τσάτσας, ο Μπάμπης Κολτσέι, ο Κώστας Μυριούνης, ο Γιάννης Πάντος, ο Ζαφείρης Ντεμάι. Ήταν γερασμένοι όλοι, πρόωρα ή στην ώρα τους, [και] ο Χρίστος Βίλλης» (σσ. 26 – 27). Και ήταν ξεχασμένοι οι 12 νοματαίοι που κατοικούσαν στο χωριό και «είχαν […] εκείνη την κλειστή και άδεια όψη, σαν των σπιτιών. Τα μάτια τους στέκονταν για πολλή ώρα σ’ ένα σημείο δίχως να το βλέπουν. Τα χέρια τους είχαν μια αφύσικη ακινησίαˑ ήταν βουβά χέρια, που είχαν χάσει τη γλώσσα των νοημάτων, όπως είχαν χαθεί από τη λαλιά τους οι πιο πολλές λέξεις, γιατί ήταν άχρηστες κι αυτές και σ’ αχρησία» (σσ. 12 – 13). Με αυτό τον κοφτό και ταυτόχρονα λυρικό τρόπο περιγράφεται από τον Μιχάλη Μακρόπουλο η κλειστή – μικρή – ερημική κοινωνία του ορεινού χωριού, όπου επικρατεί και βασιλεύει η σκληρή σιωπή. Η γλώσσα και οι λέξεις φαίνεται πως έχουν χάσει ένα βασικό λειτουργικό τους ρόλο, εκείνο της επικοινωνίας και της κοινωνικής τους διάστασης, όπως επισημαίνει ο F. de Saussure.
Κύρια αιτία της ερήμωσης της περιοχής είναι η μόλυνση του νερού, της γης, του αέρα και όλου του φυτικού και ζωικού πλούτου. Ο Μ. Μακρόπουλος με έναν υπαινικτικό τρόπο και αξιοποιώντας ταυτόχρονα πλούσια εκφραστικά μέσα καθώς κι έντονο περιγραφικό λόγο γράφει: «Άφησαν πίσω το σκυλί, αλλά τώρα μπροστά τους ορθωνόταν ένα άλλο ζώο από ατσάλι που το ’χε φάει η σκουριά, και ο τόπος γύρω ήταν γυμνός και σημαδεμένος. Στάθηκαν εκεί που τελείωναν τα δέντρα, στο χείλος της μεγάλης ουλής που ανοιγόταν στο δασωμένο τοπίο. Στο μέσον της δέσποζε η σκουριασμένη αντλία της γεώτρησης» (σσ. 19 -20). Η «σκουριασμένη αντλία της γεώτρησης» παρόμοια με ένα «ζώο από ατσάλι» πληγώνει φρικτά το τοπίο και δημιουργεί μια ουλή – πληγή που μοιάζει να είναι αγιάτρευτη. Σ’ άλλο, πάλι, σημείο ο συγγραφέας αναφέρεται στην επίδραση της μόλυνσης στην πανίδα των χωριών της περιοχής. «Το κρέας των πουλιών και των ζώων είναι δηλητηριασμένο» είπε η Μαρία του Πορφύρη. «Αλλωνών περισσότερο, αλλωνών λιγότερο. Θα αρρωστήσουμε άμα τρώμε κρέας που δεν είναι ελεγμένο» (σ. 35). Ενώ με μια λεπτομερής εικόνα ο/η αναγνώστης/-στρια αντιλαμβάνεται το μέγεθος της οικολογικής καταστροφής που πλήττει τους κατοίκους: «Πενήντα μέτρα παρά πίσω ήταν η παλιά δεξαμενή, με μισοσβησμένα πάνω τα γράμματα RIPOIL,ενώ τα πλατανόφυλλα βάθαιναν με τον ίσκιο τους το καφεκόκκινο χρώμα της σκουριάς. Τρύπες είχαν ανοίξει στο μέταλλο, ένα παχύ στρώμα από σάπια φύλλα είχε γίνει χούμος μέσα, και η παλιά δεξαμενή ήταν γεμάτη ζωή: έντομα, τρωκτικά, πουλιά που μπαινόβγαιναν. Το πλατανόδασος δίπλα στο ποτάμι είχε δεχτεί με συγκατάβαση τον μεταλλικό ξένο, τον είχε κυκλώσει σκιάζοντάς τον, και κλαριά ακουμπούσαν πάνω του και τον διαπερνούσαν» (σ. 57).
Η μόλυνση, λοιπόν, του νερού και κατά προέκταση της γης, της χλωρίδας και της πανίδας σκορπούν τον βιολογικό θάνατο στους κατοίκους της περιοχής. «Από τη μητέρα του ο Χριστόφορος δεν θυμόταν πολλάˑ μονάχα μια αμυδρή εικόνα, που οι φωτογραφίες τη συμπλήρωναν κι έδιναν ένα πρόσωπο στο φάντασμα της μνήμης. Είχε πεθάνει από την Αρρώστια» με άλφα κεφαλαίο, «όταν το αγόρι ήταν τριών χρονών» (σ. 16). Ο θάνατος, όμως, των ανθρώπων του χωριού και η συνακόλουθη ερήμωση έχει κατά κύριο λόγο ψυχολογική διάσταση. Η πίεση που δέχονται οι κάτοικοι, τόσο από εξωτερικούς όσο και από εσωτερικούς παράγοντες, προκειμένου να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μετακινηθούν «στα καινούργια σπίτια στον Κατσικά» (σ. 30), τους καθιστούν τέτοιους ώστε να μοιάζουν με ζωντανοί – νεκροί. «Όλο κι όλο, ό,τι τους έκανε να διαφέρουν από τους νεκρούς ήταν αυτός ο αχνός που ’βγαίνε από τα σκασμένα χείλη τους» (σ. 38). Έτσι και ο Γιάννης Πάντος, ένας από τους ήρωες της νουβέλας, που πήρε την απόφαση να φύγει από το «μολυσμένο» χωριό του, «θα αφανιζόταν με τρόπο που δεν μπορεί κανένας θάνατος να αφανίσει τον άνθρωπο. Φεύγοντας, το παλιό χαρακωμένο τραπέζι στο σπίτι του, κείνη η κουτσή καρέκλα που όλο έλεγε να τη φτιάξει κι ολοένα το αμελούσε, το παλιό στρώμα που το κορμί του το ’χε βαθουλώσει με το βαθύ αποτύπωμα του μοναχικού του ύπνου, η ραγισμένη τσιάφκα όπου έπινε το τσάι του, όλα θα έχαναν το νόημα τους – και τότε – ο Γιάννης Πάντος δεν θα είχε υπάρξει ποτέ» (σ. 30). Στο σημείο αυτό ο Μ. Μακρόπουλος θίγει έντονα τη συγκρότηση και τη δόμηση της ατομικής ταυτότητας και της ανθρώπινης υπόστασης ως άρρηκτα συνδεδεμένες με τη γενέθλια γη και τον οίκο. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο μικρός Χριστόφορος και ο Πατέρας αρνούνται να εγκαταλείψουν το σπίτι τους και το χωριό τους, αλλά επιδίδονται σ’ ένα σκληρό και δύσκολο αγώνα επιβίωσης. Και είναι δύσκολος ο καθημερινός αγώνας του Πατέρα, που προσπαθεί να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τον ίδιο και το παιδί του, μην διστάζοντας να καταφεύγει, κάποιες φορές, και σε αθέμιτα μέσα. «Είχε πάει στη Βήσσανη να ψάξει για τρόφιμα. Τώρα δεν έφευγε ποτέ χωρίς το όπλο, […]. Πήγαινε πότε στο ένα χωριό, πότε στ’ άλλο κι έψαχνε στα ντουλάπια και στα υπόγεια» (σ. 71). Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης υπερνικά και διαμορφώνει ένα νέο πρωτότυπο σύστημα αξιών.
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος γράφοντας σε απλή δημοτική γλώσσα με πλούσιους ηπειρώτικους ιδιωματισμούς («γρεντιές» σ. 29, «κουρασάνι, τσιάφκα» σ. 30, «τσάκνο» σ. 34), χωρίς περιττολογία αλλά πλούσια εκφραστικά μέσα χαρίζει στο αναγνωστικό κοινό ένα Μαύρο νερό που ταράσσει τα λιμνάζοντα νερά και την στασιμότητα, διεισδύει στην ανθρώπινη ψυχολογία, καταγράφει τις κοινωνικές σχέσεις και ταυτόχρονα προβληματίζει και διεγείρει την κριτική σκέψη για το μέλλον του πλανήτη χαρίζοντας ένα τοπίο δυστοπίας γράφοντας ένα τέλος «ανοιχτό» και ταυτόχρονα αισιόδοξο.
Βιογραφικό Μιχάλης Μακρόπουλος