Nίκος Σουβατζής, «Στον αιώνα των ξένων» , Εκδόσεις Γκοβόστη, 2024, σελ. 63
Στην τρίτη του κατά σειρά ποιητική συλλογή με τίτλο «Στον αιώνα των ξένων»(53 ποιήματα σε 63 σελίδες) από τις εκδόσεις Γκοβόστη, ο Νίκος Σουβατζής προσπαθεί να σφυγμομετρήσει τον παλμό της σύγχρονης πραγματικότητας πιάνοντας το νήμα από την προηγούμενη συλλογή του -«Ανατολική περίπολος» με την οποία διαπερνά ποιητικά το είναι και το γίγνεσθαι αφενός της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, και αφετέρου επιχειρεί να ανατρέψει λογοτεχνικά το αφήγημα μιας στείρας πολιτικά και κοινωνικά βιωμένης συνθήκης, κατά την οποία η νοσταλγία και το ελεγειακό στοιχείο για την κοινωνική αλλαγή σε συλλογικό επίπεδο αποτελεί μια ακόμα αυταπάτη. Στο πρώτο ποίημα του βιβλίου υπό τον τίτλο «Στα βήματα των λύκων» (Κι αν ήταν η ζωή μας/ ένα όνειρο/ θα βαδίζαμε πάλι/ στους ίδιους μοναχικούς δρόμους), ξεκινά να ξετυλίγει το νήμα μιας αγωνίας, που είναι ακόμη παρούσα παρά την μοναχικότητα και την απουσία καίριων κοινωνικά και πολιτικά αγώνων οι οποίοι θέτουν τις βάσεις για μια καλύτερη ζωή.
Ο Νίκος Σουβατζής σε μια ακόμα ποιητικά φορτισμένη «κατάθεση του» μιλά εκ μέρους όσων ήθελαν να ακουστούν – στο πλαίσιο μιας υποκειμένικης θέασης- ζώντας σε έναν κόσμο που ο ατομικός ή εσωτερικός χρόνος είναι για το ποιητικό υποκείμενο πυκνός ενώ τα γεγονότα που συντελούνται και επηρεάζουν τον ίδιο τον ποιητή είναι δύσκολα διαχειρίσιμα, κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα στην ανάγκη για αναπόληση της νιότης του, «Με τα ρούχα μιας ανέμελης νιότης»( Απέτυχα να μεγαλώσω/ να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων/ πάντα κάτι μου έλειπε/ πάντα περίσσευα/ πάντα με το ένα πόδι εκτός)
Γίνεται σαφές και κατανοητό ότι ο Σουβατζής δεν γράφει αναπλάθοντας με άξονα τον μύθο την παρούσα ποιητική συλλογή, τουναντίον έχει εγγενώς χαραγμένο το στοιχείο της απώλειας των ονείρων και των αδικαίωτων ελπίδων και για την ίδια του την γενιά, πέραν των προηγούμενων, ενώ αντιμετωπίζει με φόβο τον σύγχρονο ατομικό και δυστοπικό αστικό τρόπο ζώης, κάτι που δηλώνει στο ποίημα του «Τα τέρατα των πόλεων» (φοβάμαι τα σύγχρονα τέρατα/ που δεν ζούν στα παραμύθια/ Τους «εγώ κοιτάω την δουλειά μου»/ που όταν συναντήσουν διαδήλωση/ διασχίζουν βιαστικά τον δρόμο/ με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια τους)