Τζένη Οικονομίδη, Η Λειψυδρία, εκδ. Θεμέλιο, 2023, σελ. 204
Γράφει η Μίνα Πετροπούλου
«Η Λειψυδρία»: διηγημάτων εγκώμιο!
Μια ουσιαστική κριτική για το έργο της Τζένης Οικονομίδη, απαιτεί λεπτομερή και πολυδιάστατο σχολιασμό εστιάζοντας σε πολλά από τα σημαντικά στοιχεία της γραφής της και την έντονη κοινωνικοπολιτική διάσταση των διηγημάτων της. Θα γίνει μια προσπάθεια εμβάθυνσης και ανάλυσης, εξετάζοντας τόσο την πολυφωνία των χαρακτήρων, όσο και τον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας συνδέει προσωπικά δράματα με συλλογικές ιστορικές εμπειρίες.
Πολυδιάστατη Ιστορικότητα και Γυνακείο Βλέμμα
Η συλλογή διηγημάτων της Τζένης Οικονομίδη με τίτλο «Η Λειψυδρία» αποπνέει μια αίσθηση βαριάς εσωτερικότητας και εξαιρετικής ευαισθησίας, με τα κείμενά της να προσφέρουν στον αναγνώστη μια πικρή, αλλά και καθαρτική εμπειρία. Στα δέκα διηγήματα και την νουβέλα που την απαρτίζουν, η συγγραφέας δεν παραμένει στην επιφάνεια των εξωτερικών γεγονότων αλλά προχωρά σε μια αργή, εσωτερική εξερεύνηση των χαρακτήρων της, των συναισθημάτων τους και της ψυχικής τους κατάστασης. Αυτή η μετατόπιση από τον εξωτερικό κόσμο στα εσωτερικά τοπία των προσώπων αποκαλύπτει μια συνειδητή και πολυδιάστατη γραφή, που όχι απλώς δεν φοβάται αλλά κυρίως επιδιώκει να εξετάσει τις σκοτεινές, συχνά αόρατες πτυχές των ανθρώπινων σχέσεων.
Οι φωνές των προσώπων, ενίοτε βυθισμένες σε μια μελαγχολία ή αμηχανία, ακούγονται να αλληλοσυμπληρώνονται μέσα στην ενιαία δομή του έργου, καθιστώντας το λόγο όχι μόνο εργαλείο επικοινωνίας, αλλά και τρόπο συνείδησης. Τα διηγήματα είναι αυτόνομα αλλά νιώθεις πως η δυναμική ορισμένων χαρακτήρων και δη των αδικημένων από τις συνθήκες γυναικών, υπερίπτανται στο σύνολο της «Λειψυδρίας» παρατηρώντας τις άλλες ηρωίδες ή λειτουργώντας ως παρηγορητικές φιγούρες γιατί το κακό και τ’ άδικο δεν συμβαίνει μόνο σε μια. Άλλωστε και το γεγονός ότι ο χρόνος που εκτυλίσσονται τα διηγήματα δεν είναι πάντα προσδιορίσιμος, είναι μια επιλογή που υποστηρίζει το διηνεκές του πράγματος και το διηνεκές του τραύματος. Συχνά οι ηρωίδες δίνουν την αίσθηση ότι μιλούν με τον εαυτό τους και μεταφέρουν αυτή τη δυνατότητα – του να συνομιλείς με τον εαυτό σου στον κάθε αναγνώστη. Μεγάλη υπόθεση καθώς η συνομιλία με σένα, με τις βαθιές επιθυμίες σου, με τις ανεπούλωτες ίσως πληγές έχει λυτρωτική επίδραση:
«Η γωνία του πολύ ψηλού ορόφου που ζούσε η γυναίκα αιωρούνταν σαν τσακισμένη πλώρη. Εκεί, πάνω σε αυτήν, με όλα τα σκοινιά κομμένα, η γυναίκα ζωγράφιζε αφοσιωμένη στον εαυτό της. Δεν έδειχνε να την απασχολεί καθόλου η ησυχία που είχε απλωθεί παντού. Κανένας ήχος δεν ερχόταν από τους δρόμους. Η ζωή βρισκόταν σε παύση. Και μέσα σ’ αυτήν τρομακτική ηρεμία, στην πλώρη του σπιτιού της κρεμασμένη στον αέρα, η γυναίκα συνέχιζε να ζωγραφίζει τον εαυτό της. Γύριζε στον καθρέφτη. Μια αέναη κίνηση, απρόσκοπτη, αδιατάρακτη. Χωρίς εκζήτηση, καμία πόζα, χωρίς απεύθυνση σε ξένο βλέμμα. Στην απόλυτη ερημιά, η γυναίκα κρεμόταν στο κενό ζωγραφίζοντας» (σελ. 13-14)
Τα διηγήματα της δεν επιδιώκουν να δώσουν λύσεις ή να επισημάνουν ξεκάθαρες αιτίες, αλλά αντίθετα αναδεικνύουν το χάσμα που υπάρχει μεταξύ των λέξεων και των πράξεων, μεταξύ της εσωτερικής ανάγκης και της εξωτερικής πραγματικότητας. Στην ουσία τους, τα διηγήματα της Οικονομίδη καταφέρνουν να αποτυπώσουν αυτή τη λεπτή, συχνά αόρατη γραμμή που διαχωρίζει τη ζωή μας από το νόημα της ύπαρξης. Οι σπαταλημένες στιγμές και οι υποτιμημένες σκέψεις είναι ακριβώς αυτά που η συγγραφέας αναδεικνύει με επιμέλεια και αίσθηση των κρυφών τους αξιών:
«Ο Φάνης χειρονομούσε έξαλλα. «Τα πάμε, Φάνη, αυτά», ψιθύριζε η Μαρία, «η μάνα πέθανε και σε άφησε μωρό. Πάλι αυτά θα λέμε;». «Δεν μ’ άφησε, Μαρία, μας άφησε. Το ’σκασε στο βουνό με τους αντάρτες». «Πιο σιγά, Φάνη». Παρακαλούσε. «Και δεν πέθανε», συνέχισε ανελέητα ο αδερφός της «ο κόσμος είναι μικρός, αδελφούλα, και η αλήθεια μεγάλη. Δεν τη χωράει να την κρύψει. Όλο του ξεφύγει από καμιά άκρη και φανερώνεται». Ρητόρευε; Αυτό έκανε; Είχε μεθύσει από τη δύναμή του και ρητόρευε πάνω στη δυστυχία του; Γλεντούσε την αδυναμία της; Η Μαρία ήταν πιασμένη στη φάκα». (σελ. 28)
Η Οικονομίδη έχει την ικανότητα να δημιουργεί μια αίσθηση του “χωρίς λέξεις”, μια αίσθηση του όγκου των πραγμάτων και της ύπαρξής μας που δεν απαιτεί περιγραφή για να γίνει κατανοητή. Η γραφή της είναι ορθά γεωμετρική, με κάθε φράση, κάθε λέξη να χτίζει αργά και σταθερά μια δυναμική μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου των προσώπων. Η ίδια η αφήγηση γίνεται μέρος αυτής της αναζήτησης για τον τρόπο που η αλήθεια των πραγμάτων μπορεί να «λάμψει» στο σκοτάδι, χωρίς να χρειαστεί να εκφραστεί με λόγια.
Αυτό το παιχνίδι της Οικονομίδη με τη σύγκρουση ανάμεσα στην αποκάλυψη και την απόκρυψη ενισχύει την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων και αποκαλύπτει μια αέναη αναζήτηση για κατανόηση και επικοινωνία. Η γραφή της γίνεται μια συνειδητή διαδικασία αναμόρφωσης του κόσμου, όπου η δύναμη των λέξεων αλλά και της σιωπής είναι εξίσου ισχυρές.
Η “Λειψυδρία” είναι μια συλλογή που πραγματεύεται, μέσα από διαφορετικές φωνές και οπτικές γωνίες, τη σύνδεση των προσωπικών ιστοριών με τις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις της Ελλάδας. Στην καρδιά των διηγημάτων της βρίσκεται η φωνή των γυναικών, οι οποίες συχνά αναμετριούνται με την ιστορική μνήμη και τις πληγές που αυτή αφήνει. Μας παρουσιάζει γυναίκες που δεν είναι απλώς φορείς μιας προσωπικής ιστορίας, αλλά και μιας συλλογικής, εθνικής εμπειρίας – της πολιτικής καταπίεσης, των κοινωνικών ανατροπών και της οικονομικής κρίσης.
Τεχνική γραφής της Τζένης Οικονομίδη
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πολυπρισματική – από άποψη τεχνικής – διάσταση της γραφής της, η οποία επιλέγει να συνδυάσει διάφορες αφηγηματικές τεχνικές για να αναδείξει τις εσωτερικές συγκρούσεις των ηρωίδων της. Η Οικονομίδη δεν περιορίζεται στην αναπαράσταση των εξωτερικών γεγονότων, αλλά εισχωρεί βαθιά στην υποκειμενικότητα των χαρακτήρων, αναδεικνύοντας τις ψυχικές τους διεργασίες, τις μνήμες, και τους φόβους τους. Μέσα από τον ελεύθερο πλάγιο λόγο και τον μονόλογο, η συγγραφέας δημιουργεί έναν αδιάσπαστο δεσμό ανάμεσα στον αναγνώστη και τις ηρωίδες/ τους ήρωες, ενισχύοντας την αίσθηση της εγγύτητας και της βιωμένης εμπειρίας.
Η εικονοποιία των διηγημάτων της είναι μια τεχνική γραφής που την χαρακτηρίζει αλλά λειτουργεί και ως τρόπος αποφόρτισης για τον αναγνώστη. Απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και τη δυστυχία, η ομορφιά του περιβάλλοντος και η αναγέννησή του· ίσως με αυτόν τον τρόπο υπαινίσσεται η συγγραφέας ότι ακόμα υπάρχει ελπίδα – τίποτα δεν έχει χαθεί. Είναι ίσως μια νότα αλλά και ταυτόχρονα μια αιτία αισιοδοξίας.
Η Οικονομίδη δημιουργεί μια γλώσσα που αποτυπώνει τη φωνή του καθενός από τους χαρακτήρες της, ενώ παράλληλα παραμένει συνεπής στο ύφος της ίδιας της γραφής της. Ο κοφτός και μικροπερίοδος λόγος της και η παρατηρητικότητά της «ζωγραφίζει» τους τόπους, κρατά σε εγρήγορση τον αναγνώστη. Εμπλέκει τον περιβάλλοντα χώρο με τη συναισθηματική διάθεση των πρωταγωνιστών χωρίς πάντοτε αυτά τα δύο να είναι εναρμονισμένα, αλλά με το να λειτουργεί η περιγραφή του τοπίου ως αναλγητικό για τον ψυχικό πόνο, για την ματαίωση ονείρων και ελπίδων.
Σημειωτική της Ταυτότητας και του Χώρου
Η γραφή της συνδέεται επίσης με τη μελέτη της χωρικότητας, καθώς ο χώρος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην αναπαράσταση των ταυτοτήτων για τους χαρακτήρες των διηγημάτων. Στο ομώνυμο διήγημα «Λειψυδρία», ο χώρος δεν είναι απλώς το σκηνικό για τα γεγονότα, αλλά συχνά γίνεται το ίδιο ένα χαρακτήρας που προσδιορίζει την πορεία των ηρώων. Γίνεται πρωταγωνιστής το ερειπωμένο παμπάλαιο κτίριο, το «βακούφικο», ένα πιθανότατα πρώην τζαμί, και μαζί με το νεαρό ζευγάρι, τον Δήμο και τη Μάχη, σηματοδοτεί την ιστορία αυτών που έφυγαν αλλά και την πορεία αυτών που έρχονται.Οι μνήμες του παρελθόντος εγγράφονται στον ίδιο τον τόπο, και αυτό το στοιχείο ενισχύει τη σημασία της γεωγραφικής διάστασης στο έργο της. Η επαρχία και η πόλη δεν είναι μόνο γεωγραφικά πλαίσια, αλλά φορείς συλλογικής μνήμης, κληρονομιάς, και ιστορικής βίας, όπως το συγκεκριμένο κτίριο, το οποίο φέρει την μνήμη των προσφύγων και των διωγμένων. Ιδιαίτερα αποτυπώνεται στο συγκεκριμένο διήγημα η τρυφερότητα της συγγραφέως για όποιον άνθρωπο έχει πληγεί και χάσει την εστία και τον γενέθλιο τόπο του, άσχετα από εθνικότητα και από κρατικές ή διεθνείς συνθήκες οριοθέτησης συνόρων.
Η έννοια της ιστορικής «Λειψυδρίας», η απουσία ή η έλλειψη ιστορικής συνείδησης ή συλλογικής μνήμης, αντικατοπτρίζεται και στις προσωπικές κρίσεις των ηρώων της Οικονομίδη, οι οποίοι προσπαθούν να συνθέσουν το παρελθόν και το παρόν, ενώ οι κοινωνικές δομές και οι εξουσίες συνεχώς τις διαμορφώνουν. Η συγγραφέας σύγχρονη προς πολλά γεγονότα που αποτελούν τον ιστορικό καμβά των διηγημάτων της, έχοντας βιώσει τον αντίκτυπο και τον απόηχο επιλογών ή πράξεων στην καθημερινότητα των απλών – συνηθισμένων ανθρώπων, γράφει με απλότητα και ασυνήθιστα για συνθήκες που καθόρισαν τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Επίκαιρες Πολιτικές Αναφορές και Φεμινιστική Οπτική
Χωρίς να καθορίζεται και να προσδιορίζεται το συγκεκριμένο βιβλίο από τον φεμινισμό ως συνθήκη ή κοσμοθεωρία, η φεμινιστική προσέγγιση που ενυπάρχει σε πολλές από τις ιστορίες της Οικονομίδη, είναι ένα σημαντικό εργαλείο για την κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας που απεικονίζει. Οι γυναίκες στα διηγήματα δεν είναι απλώς θύματα ή καταπιεσμένα υποκείμενα· είναι ενεργοί φορείς της δικής τους μοίρας και της ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων που τις διαμορφώνουν.
Η συγγραφέας συχνά εξετάζει τη δύναμη των γυναικών να δημιουργήσουν, να καταστρέψουν ή να ανατρέψουν τις συνθήκες γύρω τους, όπως στο εξαιρετικά ανατρεπτικό διήγημα «Στα δύο». Ένα διήγημα που διακρίνει και τη θετική πλευρά της ζωής ακόμα και στη μετανάστευση, όπως και την καθοριστική επιλογή και τον σεβασμό με τον οποίο τη διαχειρίζεται ο ήρωας Χαρίσης προς τη «σεβαστή του μάνα» αλλά και την «αγαπητή του γυναίκα Κασσιανή». Ή και κάποτε – αρκετά συχνά δυστυχώς – μπορεί οι ηρωίδες να βαλτώσουν σε εμφανώς προβλέψιμα νερά, σε κοινωνικά στερεότυπα αιώνων. Για αυτό τον λόγο άλλωστε οι ηρωίδες της πενθούν, καταθλίβονται, κλαίνε σιωπηρά, χωρίς δάκρυα αλλά με άδεια ματιά, όπως η ηρωίδα στο διήγημα «Τελευταίο Μοντέλο».
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, ενώ οι γυναίκες αναμετριούνται με τις κοινωνικές και προσωπικές τους δυσκολίες, οι ιστορίες τους συνδέονται πάντα με το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Στο διήγημα «Κρίσιμο θραύσμα», για παράδειγμα, η απώλεια, η θλίψη, και ο θάνατος ή ο φόβος για αυτόν καθώς «ανήκουμε στο μέρος του παλιού που θα κατεδαφιστεί», συνδέονται με την οικονομική κρίση του 2011, η οποία εντείνει την αίσθηση του αδιεξόδου και της καταστροφής. Όπως λέει η ηρωίδα «η πόλη είναι γκρίζα» αλλά και η ζωή είναι γκρίζα. Η ζωή των πολλών, των αδύναμων, των φτωχών γυναικών. Οι κοινωνικές δεσμεύσεις και το κυρίαρχο ιδεολόγημα για την «σωστή και επιτυχημένη», οδηγούν στο ανομολόγητο αλλά σίγουρο τέλος. Και αυτό τρομάζει. Η συνειδητοποίηση του τέλους πολύ σκληρή – αν και ομολογουμένως δοσμένη με λυρικό τρόπο από τη συγγραφέα.
Επιλογικά
Η συλλογή της Τζένης Οικονομίδη είναι μια λογοτεχνική διερεύνηση της ατομικής και συλλογικής μνήμης, που καταπιάνεται με τις τραυματικές συνέπειες των κοινωνικών και πολιτικών αναταράξεων. Μέσα από πειραματικούς αφηγηματικούς τρόπους και εμβληματικούς χαρακτήρες, η συγγραφέας προσφέρει μια πολυδιάστατη εικόνα της Ελλάδας του 20ού και 21ου αιώνα, συνδυάζοντας την ιστορική αναπαράσταση με τη βαθιά ψυχολογική ανάλυση των ηρώων της. Η «Λειψυδρία» δεν είναι μόνο μια συλλογή διηγημάτων· είναι μια πρόταση για την κατανόηση της ιστορίας μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων, με ιδιαίτερη έμφαση στη γυναικεία εμπειρία και τη σχέση της με τις κοινωνικές δομές και τις εξουσίες.
Εν τέλει, «Η Λειψυδρία» προτείνει μια βαθιά φιλοσοφική διερεύνηση της ανθρώπινης εμπειρίας, αφήνοντας τον αναγνώστη να απορροφηθεί στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της, αναγνωρίζοντας, ίσως, κομμάτια του εαυτού του σε κάθε σελίδα.