( Η κρίση του μυθιστορήματος και ο Αντώνης Σαμαράκης )
του Γιώργου Στεφανάκη
« Τι πιο φανταστικό από την πραγματικότητα »
ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ
Αν διασωθεί το μυθιστόρημα, θα διασωθεί η ευαισθησία και η ελπίδα για τον άνθρωπο, για τη μοίρα και τη θέση του μέσα στον κόσμο. «Πεθαίνουμε τη ζωή μας, ζούμε συνεχώς το θάνατό μας», φωνάζει ο Ζενέ. Στην εποχή της σύγχυσης, της αγωνίας της ηδονής και της καταστροφής, αρκεί μια στιγμή για να ξαναδούμε το φως της Αναστάσεως ή να χαθούμε στο έρεβος της αυτοκαταστροφής. Σε μια ζαριά παίζονται όλα. Ο συγγραφέας μοιάζει να είναι παρών μέσα στην παγκόσμια απουσία. Η πολιτική κρατώντας ως μαστίγιο τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, με την ψυχική συνδρομή του Τύπου, κινητοποιεί και μονοπωλεί όλες τις δυνάμεις του σύγχρονου ανθρώπου.
Δεν είναι τυχαίο πως ομιλούν συνεχώς για το θάνατο του μυθιστορήματος. Για ένα τελεσίδικο και αμετάκλητο γεγονός. «Ξέρουμε πως πεθαίνει το μυθιστόρημα», γράφει ο Κούντερα, «δεν εξαφανίζεται , πέφτει έξω από την ιστορία του». Ο θάνατός του επισυμβαίνει λοιπόν αθόρυβα και δεν σκανδαλίζει κανέναν. Το τέλος του δρόμου κρύβει μια καινούργια αρχή. Το γκρέμισμα της συλλογικής αλήθειας κρύβει την αποκάλυψη μιας αλήθειας, της πραγματικότητας. «Γιατί » ρωτάει ο Ρομπ-Γκριγιέ, «πρέπει το κάθε τι να είναι κάτι! Γιατί πρέπει σώνει και καλά να σημαίνει κάτι. Η πραγματικότητα απλά είναι». Οποιαδήποτε προσθήκη ή παρερμηνεία είναι εκ του πονηρού, έργο διαβόλων, πολιτικών ή δημοσιογράφων.
Η λογοτεχνία αφέθηκε με τις ευλογίες της πολιτικής στα χέρια των δορυφορικών δικτύων. Η καταγραφή της επικαιρότητας, τα γεγονότα στη ρεαλιστική τους απεικόνιση. Αν το μυθιστόρημα και γενικά το πεζογράφημα δεν είναι έργο διαχρονικό, τότε καλώς λέγουν πως οι σύγχρονοι μυθιστοριογράφοι είναι δημοσιογράφοι. Αυτό που συνιστά τη δύναμη του λογοτέχνη είναι ακριβώς το γεγονός, ότι επινοεί εντελώς ελεύθερα, χωρίς υποδείξεις, δίχως μοντέλα, σκοπιμότητες και πονηρές ιδιοτέλειες. Ο λογοτέχνης απολογείται στον εαυτό του πρωτίστως. Ο εργοδότης του είναι αόρατος. Η τέχνη για το συγγραφέα αντίθετα από το δημοσιογράφο που λειτουργεί συνειδητά και τεχνολογικά απευθυνόμενος, δεν εκφράζει a priori αλήθειες αλλά μόνον τον εαυτό της. Η αληθινή τέχνη, δεν διδάσκει, δεν μπαίνει σε καλούπια, δεν αντιγράφει, απλώς υπάρχει. Ο άνθρωπος είναι αφηγητής του εαυτού του. Η λογοτεχνία σήμερα παραπατά, ξεστρατίζει, διότι συμβαίνει το παράδοξο να κατευθύνεται από τη θολοδιανόηση , τη δημοσιογραφία, το διαδίκτυο και τις τηλεδημοσκοπήσεις, αντί να οδηγεί και να στηρίζει, ως σύνθεση πληρέστερη τον άνθρωπο και την πνευματική ζωή του τόπου.
Η λογοκακοτεχνία επικρατεί. Η σκέψη παραλύει. Η βούληση κατευθύνεται από καλοστημένους τηλεοπτικούς μονολόγους. Το μυθιστόρημα και το διήγημα κατατρώγεται από τους τερμίτες της έκπτωσης και η ποίηση χρησιμοποιείται ως ακατάληπτο απόκρυφο Ευαγγέλιο για κοινωνικές λειτουργίες.
Το αληθινό πνεύμα του μυθιστορήματος είναι το πνεύμα της πολυπλοκότητας. Η παλαιά σοφία του Θερβάντες που μας μιλάει για τη δυσκολία της γνώσης και για την ασύλληπτη αλήθεια φαίνεται ενοχλητική και άχρηστη. Μια σειρά από διαψεύσεις ελπίδων καταγράφει ο συγγραφέας Αντώνης Σαμαράκης στο πεζογραφικό του έργο. Διάψευση και ο ευρωπαϊκός
διαφωτισμός που τελικά οδήγησε δια μέσου της ελευθερίας τους ανθρώπους στα κόμικς, στα τηλεοπτικά μπεστσέλερς, στη νοσογραφία κακοτεχνία και εισήγαγε την τέχνη ως εμπορική αξία στο χρηματιστήριο.
Ο Αντώνης Σαμαράκης με νιτσεϊκό πείσμα και ως γνήσιος νεορομαντικός αναζητά την ελπίδα εκεί όπου καθημερινά διαψεύδεται μέσα στην πραγματικότητα. Γνωρίζει πως μέσα στη διάψευση υπάρχει η ελπίδα, όπως μέσα στο καλό το θείο, το φανταστικό. Βιώνει την αγωνία του ανθρώπου και την κρίση του μυθιστορήματος γνωρίζοντας πως το αξίωμα «παν μέτρον ο άνθρωπος» αντικαθίσταται με την εφήμερη γεύση του χρήματος.
Ο Αντώνης Σαμαράκης από το Ζητείται ελπίς και το Σήμα κινδύνου μέχρι το Εν ονόματι, το πρόσφατο μυθιστόρημα του, καταγράφει τη σύγχυση που επικρατεί στον κοινωνικό – πολιτικό τομέα, στον κόσμο των ιδεών, στις ασάφειες που εξαφανίστηκαν από το χρόνο, αλλά παρέμειναν σκοτεινές στην αγωνία και την αναζήτηση ελπίδας.
Ήρωες του πρώτου και του τελευταίου του βιβλίου ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Αποζητούν καθαρό αέρα. Ελπίδα. Είναι και οι δύο νέοι, ασυμβίβαστοι, ισορροπημένοι, υγιείς κι όμως καταλήγουν σε χειρονομίες απόγνωσης και πράξεις παραλογισμού.
Στο Ζητείται ελπίς ο νέος γράφει μια «μικρή αγγελία» για την εφημερίδα με τη λέξη Ζητείται ελπίς προσθέτοντας το όνομα και τη διεύθυνσή του. Ο Δημήτρης στο Εν ονόματι επιδιώκει την αυτοτιμωρία, τον εξαγνισμό του… «Να πληρώσω εγώ, ο ένοχος, που τάραξα την ηρεμία, την αδιαφορία, την απάθεια των άλλων, των πολλών, αντίκρυ σε όλα τα εφιαλτικά που γίνονται στον κόσμο μας και τον στιγματίζουν. Να πληρώσω τώρα, να εξιλεωθώ. Όφειλα να σκεφθώ ότι τα διάφορα εν ονόματι στη ζωή μας είναι μια λερναία ύδρα με πολλά κεφάλια, όφειλα να μαντέψω ότι για κάθε εν ονόματι που κόβεις ξεπηδάει ένα άλλο, δύο άλλα»…
Το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Η δωρική γραφή του Αντώνη Σαμαράκη, αφιλάρεσκη, λιτή, αστόλιστη, κατανοητή, χωρίς ρητορικές αλχημείες και πλανόδιες ωραιολογίες, δεν κατατείνει σε προκατασκευασμένους εντυπωσιασμούς. Ο Αντώνης Σαμαράκης ακολουθεί σε όλο το έργο του πυκνή, απλή και άμεση διατύπωση, που σε συνδυασμό με την πλούσια ευρηματογραφία του ενισχύουν τη ροή της αφήγησης καθώς και τη δράση των προσώπων. Η ακτινογράφηση της πεζογραφίας του πιστοποιεί ανθεκτικά γλωσσικά μέταλλα μεγάλης επικοινωνιακής εμβέλειας, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τους μεγάλου αριθμούς κυκλοφορίας των βιβλίων του.
Ο Αντώνης Σαμαράκης φοβάται και καταδικάζει την «αμφίβια» κατάσταση που μολύνει και δολοφονεί καθετί νέο και συνάμα ελπιδοφόρο.
Παρ’ όλο τον ιρρασιοναλισμό και ρομαντισμό ο Αντώνης Σαμαράκης διακρίνει πως ο άνθρωπος δε χωρά στις παλιές αρετές και ελπίδες, θεωρίες και πράξεις, στους διχασμούς, στις ετικέτες, στους αρνητικούς μηδενισμούς. Ο Αντώνης Σαμαράκης μέσα από τον προσωπικό του ιδεαλισμό οδηγεί τη σκέψη του σε ακραίες, ιρρασιοναλιστικές θέσεις και σε απολιτικότητα που πηγάζει από ηθικό αναρχισμό, ακλόνητη πίστη και αισιοδοξία στην επικράτηση των ανθρωπίνων ιδανικών.
Ο Αντώνης Σαμαράκης ελπίζει και περιμένει μέχρι θανάτου την έλευση του νέου γιατί είναι απελπισμένος. «Ο κόσμος πρέπει ν’ αλλάζει», γράφει ο Αντώνης Σαμαράκης, «δεν ξέρω με ποιο τρόπο. Κανείς δεν το ξέρει αλλά δεν πάει άλλο».
*Ο Γιώργος Εμμ. Στεφανάκης είναι δικηγόρος – συγγραφέας.