Κύριε Μικρώνη, οι σπουδές σας στην Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία, στο Ωδείο Αθηνών για κλασική κιθάρα καθώς και το μεταπτυχιακό σας στη Νεώτερη και Σύγχρονη Ιστορία μαρτυρούν έναν άνθρωπο με πολλές και διαφορετικής κατεύθυνσης ανησυχίες. Μιλήστε μας γι’ αυτό το πλέγμα των ενδιαφερόντων σας και πώς συναντιέται με την λογοτεχνική σας εργασία.ή την επιλογή;
Νομίζω ότι ο συνεκτικός ιστός που ενώνει αυτά τα φαινομενικά τόσο διαφορετικά πεδία είναι η Ερμηνευτική. Όμως, για να μιλήσω επ’ αυτής, δε θα μπορούσα να αποφύγω μία σύντομη προσωπική αναδρομή. Οι σπουδές μου στην Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία οφείλονται σε μία (ανεξήγητη έως και σήμερα) έλξη που άρχισε να μου ασκεί η λογοτεχνία κατά την περίοδο της όψιμης εφηβείας μου. Εν τω μεταξύ, είχε ήδη ξεκινήσει και η ενασχόλησή μου με τη μουσική, με την κλασική κιθάρα πιο συγκεκριμένα – εξ ου και οι σχετικές σπουδές. Στα φοιτητικά μου χρόνια μελέτησα λαίμαργα βιβλία και παρτιτούρες. Αυτό που ο Φρανσίς Πονζ λέει «λύσσα της έκφρασης» με βρήκε μετά το πέρας των σπουδών. Όμως τι σημαίνει «έκφραση»; Είχα πιστέψει τότε -αφελώς- ότι γράφοντας θα γλίτωνα τις τόσο ανιαρές ασκήσεις τεχνικής που απαιτούσε η σπουδή της κλασικής κιθάρας. Παραγνώριζα όμως έτσι το γεγονός ότι κάθε νέα συγγραφική προσπάθεια δεν είναι παρά μία άσκηση, συνήθως μάλιστα θνησιγενής. Θυμάμαι την κριτική του Ζήσιμου Λορεντζάτου στον νεαρό τότε Αντώνη Ζέρβα, όπως αυτή περιγράφεται από τον τελευταίο, με αφορμή μερικές μετοχές του τύπου «αγωνίζοντας»: «Ο Σολωμός τη χρησιμοποίησε μια φορά και δυο φορές ο Σεφέρης», του σημείωνε χαρακτηριστικά, «εσείς γιατί τρεις!» Πολύ αργότερα ο Ζέρβας θα έκανε λόγο για την ιδιαίτερη σημασία του όρου «υπακοή». «Υπακοή» αναφορικά με την πίστη σημαίνει απάρνηση του οικείου θελήματος με σκοπό την θέωση. Ο ίδιος όρος στα Γράμματα συνεπάγεται την διαφύλαξη της εκφραστικής ενότητας και την ταυτόχρονη προσπάθεια ανακαίνισής της – ειδάλλως, θα προσέθετα, η έκφραση περιορίζεται μες στα στενά όρια του δίπολου αρέσκειας-απαρέσκειας και γίνεται τελικά καπρίτσιο. Η «υπακοή» όμως έχει νόημα και στη μουσική, ιδιαίτερα στην ερμηνευτική της εκδοχή –αυτήν που για τόσα χρόνια διακονούσα κι εγώ-, όπου θα πρέπει κανείς να προσεγγίζει προσεκτικά το παραδεδεγμένο μουσικό κείμενο στην προσπάθειά του να βρει τον εαυτό του διαμέσου των (ενίοτε αρκετά αυστηρών) υποδείξεων του εκάστοτε συνθέτη, διαμέσου, δηλαδή, του ετέρου. Όσο δε για την Ιστορία, κίνητρο ήταν πάλι ο αυτογνωρισμός. Η παλιά αριστοτελική διάκριση αποδίδει στην ποίηση τα καθόλου και στην ιστορία τα καθ’ έκαστον. Όμως γίνεται να γνωρίσεις το όλον χωρίς να έχεις ταυτόχρονη γνώση των επιμέρους; Εισερχόμαστε, έτσι, πάλι στον «ερμηνευτικό κύκλο». Τελικά, μπορχεσιανώ τω τρόπω, κι η ίδια η συγγραφή είναι lato sensu ένα νέο κάθε φορά ερμηνευτικό εγχείρημα του ίδιου πάντα μεγάλου βιβλίου που είναι ο κόσμος.
Ζείτε και εργάζεστε ως εκπαιδευτικός στη Λευκάδα, πώς είναι η ζωή για ένα συγγραφέα εκτός αστικού κέντρου και πώς αποτυπώνεται αυτό στα γραπτά σας.
Απέχω αρκετά χρόνια από τα μεγάλα αστικά κέντρα, οπότε ομολογώ ότι αμηχανώ λιγάκι με την ερώτηση. Εκείνο, πάντως, που με παρηγορεί είναι ότι όλοι οι συγγραφείς που θαυμάζω κινούνται ή κινούνταν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έκκεντρα: ακόμη κι εκείνοι, δηλαδή, που πράγματι έζησαν ή ζουν σε αστικά κέντρα, μου έδιναν ανέκαθεν την εντύπωση εξόριστων – πάρτε για παράδειγμα τον Παπαδιαμάντη. Με τούτο φυσικά δε λέω ότι ένας συγγραφέας θα πρέπει να παρατηρεί τα κοινωνικά δρώμενα από τη βίγλα του, πράγμα, ούτως ή άλλως, αδύνατο, αλλά ότι η μετοχή στην καθημερινή βιοτή προϋποθέτει την απόσταση προκειμένου να μετουσιωθεί σε κάτι άλλο. Ανέφερα μόλις τον Παπαδιαμάντη. Ε, λοιπόν, επιτρέψτε μου να σας παραθέσω δυο προτάσεις από την ωραία μετάφραση του μυθιστορήματος «Ο Μαξιώτης» του Χωλλ Κέιν: «Θα γίνη ένα νησί για ξενοδόχους και για καρροτσέρηδες. Δεν θα είναι πλειό το Νησί του Μαν, θα είναι το νησί του Μάντσεστερ». Ιδού το σκηνικό των περισσότερων μικροδιηγημάτων μου. Όλη η ουσία του είναι η ιστορικότητα, ο τρόπος, δηλαδή, που το παλαιό υποδέχεται το νέο. Δεν ξέρω αν «αυτό που ονομάζουμε νεοελληνική λογοτεχνία είναι εν πολλοίς η ρηματική εκδήλωση των τρόπων με τους οποίους οι νεοέλληνες αισθάνθηκαν την Ευρώπη», όπως γράφει ο Ζέρβας στα «Άκτα», αλλά πάντως, τις προάλλες, έπιασα έναν γηγενή έμπορο υποδημάτων να ισχυρίζεται ότι το εμπόρευμά του είναι βίγκαν στην προσπάθειά του να το διαλαλήσει καλύτερα, κατά τα ήθη της σημερινής εποχής. «Ποια είναι η σχέση των Ισλανδών με την αμερικάνικη κουλτούρα;», είχε ρωτήσει κάποτε ένας δημοσιογράφος την ανερχόμενη τότε Ισλανδή αοιδό Bjork. «Εξαιρετική», απάντησε εκείνη, «ακούμε μπόλικη αμερικάνικη μουσική, την οποία, κατόπιν, παρερμηνεύουμε με ένα θεσπέσιο τρόπο».
Με ποιο λογοτεχνικό είδος ξεκινήσατε την συγγραφική σας διαδρομή;
Ξεκίνησα ευθύς εξαρχής με το διήγημα και μάλιστα το ολιγοσέλιδο. Η προτίμησή μου για το συγκεκριμένο είδος δεν έχει έκτοτε αλλάξει.
Τι σας οδήγησε να γράψετε μικροδιήγημα;
Εάν παραμερίσουμε λόγους οι οποίοι άπτονται της ιδιοσυγκρασίας μου και οι οποίοι, ωστόσο, ίσως να μην είναι τόσο αμελητέοι, θα ανέφερα μια εμμονή μου στην λεπτομέρεια, η οποία, εικάζω, θα με παρέλυε σε περίπτωση που αποτολμούσα κάτι μεγαλύτερο. Έπειτα, το κυριότερο: αν και διαβάζω τα πάντα, η ιδιαίτερη αναγνωστική μου προτίμηση στρεφόταν ανέκαθεν προς τη μικρή φόρμα.
Όταν ξεκινάτε να γράψετε μια ιστορία γνωρίζετε εξ’ αρχής ότι θα είναι μικρή ή ακολουθείτε απλώς την εξέλιξή της και ό,τι προκύψει;
Δεδομένου ότι εξαρχής η πρόθεσή μου ήταν να γράψω (μικρο)διήγημα, δεν εκπλήσσομαι που σπανίως ξεπερνώ τις έξι σελίδες. Όσο δε για το περιεχόμενο, άλλοτε η λύση έρχεται αβασάνιστα κι ακαριαία και άλλοτε εκκολάπτεται για μήνες.
Από που αντλείτε ερεθίσματα για τα κείμενά σας;
Μία τυχαία φράση ή μία εικόνα αρκούν. Έπειτα, ας μην ξεχνάμε το παράδειγμα της μαντλέν. Πάντως, η εκ των υστέρων ανάγνωση των μικροδιηγημάτων μου μού φέρνει στο νου τις δύο καταληκτικές προτάσεις του παπαδιαμαντικού διηγήματος «Η Άκληρη». Σας τις παραθέτω αυτούσιες: «Το παιδίον, απογοητευμένον ήδη, είχεν αρχίσει να χάνη το ιδανικόν του, κ’ ελυπείτο το παρελθόν. Η γραία ανησύχει δια το μέλλον». Κάπου εκεί ανάμεσα πιστεύω ότι κυμαίνομαι.
Τι πιστεύετε ότι κερδίζετε γράφοντας ένα μικροδιήγημα έναντι μιας μεγάλης φόρμας;
Τα χαρακτηριστικά του μικροδιηγήματος, τα οποία το ξεχωρίζουν από τα έργα μεγαλύτερης φόρμας, είναι η αφαίρεση, ο υπαινιγμός, η αποστροφή προς κάθε φλυαρία. Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και έργα που είναι γοητευτικά φλύαρα – τρανό παράδειγμα ο Πεντζίκης. Από την άλλη, υπάρχουν (μικρο)διηγήματα που πληρούν φαινομενικά όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις, που είναι, δηλαδή, τεχνικά άρτια και που όμως δεν τα γαλβανίζει κανένα ερώτημα. Ομολογώ, λοιπόν, ότι είμαι λιγάκι καχύποπτος απέναντι σε οποιαδήποτε εκ των προτέρων παραδοχή συνταγών επιτυχίας: φοβάμαι ότι έτσι ο γράφων μετατρέπεται σε homo faber, σε μηχανικό της γραφής. Πάντως, δε σας κρύβω ότι πίσω από την ερώτησή σας μία άλλη ερώτηση προβάλλει επίμονα: Ποιο είναι το «κέρδος» της λογοτεχνίας γενικότερα; Αλλά και ειδικότερα: Ποιο είναι το «κέρδος» της λογοτεχνίας σήμερα που όλοι ζούμε υπό τον αστερισμό του Κέρδους; Ο Ζουμπουλάκης λέει: «ανθρωπογνωσία», γνώση του ετέρου, άρα και του ιδίου. Σύμφωνοι, αλλά αυτά σχετικά με την ανάγνωση. Το συγγραφιλίκι όμως; Από πλησμονή γίνεται ή από ένδεια; Μήπως είναι αταβισμός, ήτοι καθήλωση σε παλαιούς τρόπους και ήθη; Μήπως παραμυθία; Ή μήπως σκέτη οπισθοβουλία; Ο Σωτήρης Δημητρίου έλεγε κάπου χαριτολογώντας: «Είμαι αναγκασμένος να γράφω ένα βιβλίο κάθε δυο χρόνια για να μ’ αγαπάνε».
Κατά την γνώμη σας χρειάζεται διαφορετική αντιμετώπιση από τον αναγνώστη το μικροδιήγημα;
Το μικροδιήγημα προϋποθέτει πράγματι την ενεργότερη συμμετοχή του αναγνώστη, γιατί, όπως και στην ποίηση, το νόημα δεν παραδίδεται πάντοτε αμαχητί. Ενίοτε χρειάζεται να διαβάσουμε και να ξαναδιαβάσουμε το ίδιο μικροδιήγημα, ώσπου να μας αποκαλυφθεί ο εσώτερος πυρήνας του.
Πιστεύετε ότι υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στο μικροδιήγημα και σε άλλα λογοτεχνικά είδη και ποια είναι αυτά;
Στο μικροδιήγημα, όπως και στην ποίηση, η κάθε λέξη έχει το ειδικό της βάρος. Το μικροδιήγημα, λοιπόν, γειτνιάζει με την ποίηση, πλην όμως καλό είναι να μην ποιητικίζει – βέβαια, κατά τη γνώμη μου, απευκταίος είναι ο ποιητικισμός και στην περίπτωση της ίδιας της ποίησης. Εκείνο που θα πρότεινα έναντι του ποιητικισμού είναι η σπουδή στο συγκεκριμένο, για την οποία έχει κάνει λόγο ο Παπαδημητρακόπουλος. Παραδείγματα τέτοια υπάρχουν πολλά στην νεοελληνική γραμματεία. Πρώτη διδάξασα η γενιά του 1880, η οποία, μεταχειριζόμενη την τεχνική της περιγραφής, κατάφερε να μνημειώσει λογοτεχνικά ένα έθνος παρέχοντάς του τα φαντασιακά του ερείσματα. Την αρκούδα και τον αρκουδιάρη περιέγραφε ο Μητσάκης κι όμως ακόμη σήμερα μας συγκινεί. Για γριές μιλούσε πράγματι ο Παπαδιαμάντης, καθώς έλεγε κι ο Παπαγιώργης. Για αυτήν τη γριά που στ’ αλήθεια είμαστε ή, τουλάχιστον, ήμασταν μέχρι πρότινος.
Μπορείτε να γράφετε παράλληλα δύο διηγήματα;
Μετά βίας γράφω ένα τη φορά!