ΚΑΠΝΟΦΥΛΛΑ
Ω στα μαλακωμένα φύλλα του καπνού θα γράψω
Του δουλεμένου χωραφιού τα όνειρα που είναι
Εικασίες πάντα του πλατύφυλλου ύπνου ‒
Ένας κρύος ιδρώτας ξεπλένει αδιάκοπα τον μόχθο μας
Και μια ονειροφαντασία του αγροσυλλέκτη μάς
καλλιεργεί διαρκώς
Επειδή σκληράδα κοφτερή έχει η αυγή όταν ματώνει
στ’ ακροβούνι
Κι όλα τα φύλλα γίνονται περγαμηνή και πάπυρος
Ή κούφιες σανίδες που τις νέμονται σαράκια
Όπου πάνω τους στέκω και γράφω με προσήλωση
Το πέρασμα του ήλιου από τον θόλο
Τα τραγούδια που θέριεψαν μέσα στη θλίψη
Όταν όλα γίνονται αίνιγμα και γρίφος γιατί ένας γρίφος
Είναι η ζωή και πιο πολύ ο θάνατος
Ω στα μαλακωμένα φύλλα μαραζώνω γράφοντας
Και για να σβήσω τη γραφή που εκ του πλαγίου με
προδίδει
Στρίβω τα φύλλα και τα κάνω πούρα του ανέφικτου
Και τα καπνίζω μέχρι να καούν τα δάχτυλά μου
Αυτά τα δάχτυλα ‒ του απείρου τ’ ακροφύσια
Tobacco leaves
Oh! upon the softened tobacco leaves I’ll write
of the well-ploughed field’s dreams
Permanent conjectures of the broad-leaved slumber –
A cold sweat constantly washing away our toils
And a field forager’s pipe dream ploughing through us non-stop
For the dawn’s hardness is sharp-edged when it bleeds upon the mountain top
And all the leaves are turned into parchment and papyrus
Or into hollow wooden boards relentlessly devoured by the woodworm
Whereupon I stand writing with devotion
Of the sun’s crossing though the dome
Of the songs looming large within the sorrow
When all things become enigmas and conundrums for
Life is but a conundrum with death being even more so
Oh! upon the softened leaves I lie withering myself away
And to erase my writing which obliquely betrays me
I roll the leaves turning them into cigars of the unattainable
Smoking them to their very ends until my fingers are scorched
These fingertips – outlet nozzles of the infinite.
Μετάφραση στ’ αγγλικά: Άννα Κουστινούδη