MY ATLANTIC STATΕ
I said to him, Sea-Parrot,
navigator, up to the arctic you were going, poor you, transoceanic though you were,
your only egg is what you claimed. The rock, a wounded curtain – and would it want
to be a chalk and make a croaky muffled sound upon the climbing. You’ll cross the
waves and you will reach the heavens of the goat and the unchristened nest of
childbirth.
Because I walked up there myself and, right on the verge, I saw an acropolis.
And, seriously, I had nothing to do, I just produced the terrible respite of a prehistory,
sunshiny in the middle of a breath. My foot flies like a meaning to the west and gets
imprinted gasping and all-sweaty.
The genus of the gorge, I whispered, in pride you walk and then you sink into
the drop of foam. You lair in slits, my little nun, and dig your holes on slippery slopes.
You will be coming back and looking for the mating of the year, you’ll fly in circles in
the springtime on dried and ancestral land.
And I was headed to the sea myself, leaving behind my roost – the verge before
migration. Because I had grown feathers and I would not come back for years, well-fed,
full-grown already. And I went out one night, I showed myself, I walked in the
beginning, faster, faster. I ran, but I would not take off. I reached the water and I paddled
until dawn, without fatigue or lull. And off the coast, I wouldn’t look for congregation
with my kind. I wanted to be absent.
Bathed by the soil and the guarding master of your door, I remind him, while
she is drying the grass inside the tunnels, she makes dust out of mud and into crumbles.
Oh, my Atlantic fossil, how much water do you need to hide?
And me, how was I bent like that? How had I been the dimmest from so young,
and did I wear the palest patches? Squalid fragile, inhaling dangers – and where to find
my forty fish a day? And if I flirted with my beak and if I fell asleep upon the waters
and if I knew that we’d give birth to something weighing more than us and if we had to
spend whole weeks before our warmth became a crack, still I would sacrifice my flight,
to be a swimmer. Still, I would compromise the plumage, to be pelagic and have my
fingers in membranes.
I said to him, Sea-Parrot,
navigator, you always knew that there’s no ending, that we’ll forever keep on going
forward. From everything that has been said, from what the horizon insinuated, what
else have we been taught? The view to the world’s far end, and what I happened to
relearn by talking to the cliffs.
Η ΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΟΥ
Θαλασσοψιττακέ, του είπα,
ποντοπόρε, πήγαινες ως την αρκτική, καημένε μου, κι αν υπερωκεάνιος, το μόνο σου
αυγό διεκδικούσες. Αυλαία ο βράχος, πληγωμένη – και να ‘θελε να γίνει κιμωλία, και να
‘βγαζε απάνω στο σκαρφάλωμα πνιχτή βραχνή φωνή. Θα διασχίζεις τα κύματα, θα
φτάνεις στον ουρανό του τράγου και στην αβάπτιστη φωλιά του τοκετού.
Γιατί κι εγώ περπάτησα ως εκεί και είδα μιαν ακρόπολη στο χείλος. Και,
σοβαρά, δεν είχα τι να κάνω, ανέσυρα της μιας προϊστορίας τη φοβερή ανάπαυλα,
ηλιόλουστος στο μέσο της ανάσας. Το πέλμα μου σαν νόημα πετά, μέχρι τα δυτικά, κι
αποτυπώνεται ασθμαίνον κι ιδρωμένο.
Το γένος της χαράδρας, του ψιθύρισα, να περπατάς καμαρωτό κι ύστερα να
βυθίζεσαι στη στάλα των αφρών. Φωλιάζεις σε σχισμές, μικρή μου καλογραία, και
σκάβεις τα λαγούμια σου σ’ ολισθηρές πλαγιές. Θα επιστρέφεις, θα ψάχνεις το
ζευγάρωμα του χρόνου, θα ίπτασαι σε κύκλους και την άνοιξη στην ξηροτέρα γη και την
πατροπαράδοτη.
Όδευα προς τη θάλασσα κι εγώ, αφήνοντας την κούρνια μου – μεταίχμιο
προτού ν’ αποδημήσω. Ήταν που μόλις είχα πτερωθεί και δεν θα ξαναγύριζα για
χρόνια, καλοθρεμμένος και χορτάτος νεοσσός. Μια νύχτα βγήκα, φάνηκα, περπάτησα
γι’ αρχή, όλο και πιο ταχέως. Έτρεξα, μα δεν ήθελα και ν’ απογειωθώ. Έφτασα στο
νερό και, ως να ξημερώσει, έλαμνα δίχως κόπο και διάλειμμα. Μακριά από την ακτή,
δεν θα ‘ψαχνα το είδος μου για να συναθροιστώ. Να λείπω ήθελα.
Λουσμένος απ’ το χώμα και κυρίαρχος της πόρτας σου φρουρός, του υπενθυμίζω,
ενώ εκείνη ξεραίνει το χορτάρι μες στις σήραγγες, τη λάσπη σκόνη θρύμματα να κάνει.
Αχ, το ατλαντικό μου απολίθωμα, πόσο νερό χρειάζεσαι κρυψώνα;
Κι εγώ, πώς έτσι κάμφθηκα; Πώς από νέος ήμουν πιο θαμπός, τα πιο χλωμά
μπαλώματα φορούσα; Ο ρυπαρός ευάλωτος, εισπνέοντας κινδύνους – και πού να βρω
σαράντα ψάρια την ημέρα; Κι αν ερωτοτροπούσα με το ράμφος μου, κι αν πάνω στο
νερό αποκοιμιόμουν, κι αν γνώριζα πως θα γεννήσουμε αυτό που θα ζυγίζει ακόμη πιο
πολύ κι από το βάρος μας, κι αν έπρεπε βδομάδες να περάσουν, ώσπου να γίνει η όλη
ζέστη μας ρωγμή, και πάλι θα θυσίαζα την πτήση, να ‘μαι κολυμβητής. Και πάλι θα
συμβίβαζα το πτέρωμα, να ‘μαι πελαγικός, να ‘ναι τα δάχτυλά μου σε μεμβράνες.
Θαλασσοψιττακέ, του είπα,
ποντοπόρε, εσύ πάντα το γνώριζες ότι δεν έχει τέρμα, πως όλο περαιτέρω θα
διαβαίνουμε. Απ’ όσα διαμείφθηκαν εδώ κι απ’ όσα υπαινίχθηκε ο ορίζοντας, τι άλλο
διδαχθήκαμε; Θέα στο άκρον άωτον του κόσμου κι ό,τι τυχόν ξανάμαθα, μιλώντας στα
γκρεμνά.
TO SPIN A YARN
Was it the nine nights of love,
until the birth of those
who, mouth of honeycomb,
will make a fool of you
and clench you with their thighs
and uncompelling truths?
Or was it those two mountains
in courtship with their eyes,
as every little pebble
oozed and hovered?
Or the assaulting Sky,
the thud of his descend upon the Earth?
He tells her, I’ll have you
an accomplice to my force
and you’ll intend to be
its only victim.
Or was it, damn him,
an oath-breaker,
dumbfounded, swaddled, breathless?
Our bodies’ memory
which now unlearns the touch?
My art of dissonance,
a tickle of the Tartarus
– my moon, I’ll be the first
to land on you.
I warbled, I lost track,
I dared descriptions
and hid into the labyrinth
to hatch them.
I waited for the thread,
so long, in vain,
as if a single ball of spring
had not been left unburied.
Entangled, all alone and all-curled up,
discussing with my nape,
in every fold, I said,
your cheeks are reddened
by heat and want and shame.
Stay here and crouch;
from what you’ve written on the wall,
from what you’ve gathered in the sea,
from what you mean, we won’t make any sense.
ΚΟΥΒΑΡΙΑ
Να ήταν οι εννέα νύχτες έρωτα, όσο να γεννηθούν εκείνες που μπορούν ψέματα
γλυκομίλητα να λένε, κερήθρες υπογλώσσιες, ή ν’ αφηγούνται με ψέματα παρόμοιες
αλήθειες, να σε περιγελούν και να σε σφίγγουν απ’ τους μηρούς ανάμεσα, στην
παρεγκεφαλίδα;
Ή να ‘ταν εκείνα τα βουνά που όλο γλυκοκοιτάζονταν κι ως και το χαλικάκι
τους ζητούσε να στάξει στην αιώρηση; Ο γδούπος, μήπως, που ακουγόταν, καθώς ο
Ουρανός έπαιρνε τον κατήφορο και, φτάνοντας στη Γη, χειροδικούσε σαν να της
έλεγε στη βία μου θα γίνεις συνεργός και θα ποθήσεις μόνη να ‘σαι το θύμα της;
Να ‘ταν, ανάθεμά τον, εκείνος ο επίορκος θεός, άναυδος και ανάπνευστος και
χιλιοφασκιωμένος; Η μνήμη των σωμάτων μας που αγγίχτηκαν και τώρα έχουν
ξεμάθει; Να ήταν η κακόφωνή μου τέχνη σαν παιδοκτόνος λαίμαργη, γαργάλημα που
βγήκε από τα τάρταρα και σου ‘πε φεγγάρι μου, εγώ θα σε πατήσω με την άκατο;
Απ’ τον πολύ κελαηδισμό, έχασα τη σειρά μου. Τόλμησα την περιγραφή και
μπήκα στον λαβύρινθο κρυμμένος, να ‘χω να τα κλωσώ, να περιμένω τόσους αιώνες
μάταια το νήμα, λες κι όσοι δεν κεντούσαν, θάβανε τα κουβάρια τους βαθιά να μην τ’
αγγίξει άλλος κανείς που πέρναγε απ’ τον τόπο.
Μπλεγμένος, μοναχός, περδουκλωμένος, μιλούσα με τον σβέρκο μου – τι του
‘πα; Μινώταυρε, σε καθεμιά πτυχή τα μάγουλά σου ερυθριούν από τη ζέστη, την ντροπή
και την ανάγκη. Εδώ μείνε και λούφαξε∙ απ’ όσα θες να πεις, απ’ όσα βλέπεις στον τοίχο
και το πέλαγο, εμείς, που ακούμε, δε θα βγάλουμε άκρη.