PRESENTATION
Yorgos Panagiotides was born in 1965. He holds a PhD in Creative Writing and teaches in Postgraduate Creative Writing Programmes of two Greek Universities. He writes for many literary journals. His novel On Loves and Other Invisibles (2007, Gavrilides Publications) won the Novel Prize of “Diavazo” literary journal in 2008. His book Yorgos Seferis –Life and Parody (2014, Gavrilides Publications) was short-listed for the essay awards of the literary journal “Anagnostis” in 2015. His book Elizabeth Bishop –Translated Poems by poema Publications is in his own translation. His novel Iso Jesus published by Gavrilides Publications in 2017, is the first academic novel in Greece, drafted initially as part of his doctoral thesis in Creative Writing. His texts and presentations of his work have been published in collected works and literary journals, in printed and electronic form.
*
Ο Γιώργος Παναγιωτίδης γεννήθηκε το 1965. Σπούδασε Παιδαγωγικά και είναι διδάκτορας στη Δημιουργική Γραφή. Για μια δεκαετία, έως το 2005, συνεργάστηκε με το λογοτεχνικό περιοδικό «Μανδραγόρας» απ’ όπου κυρίως παρουσίαζε ποιητές. Το ίδιο έκανε και στο Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας. Από τις εκδόσεις “poema” επανεξέδωσε το 2017 το σύνολο του δημοσιευμένου έργου του έως το 2015 με τον τίτλο Τέσσερις ποιητικές συνθέσεις 1985-2015. Το μυθιστόρημά του Ερώτων και Αοράτων, 2007 «Γαβριηλίδης» διακρίθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» το 2008. Από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης», εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές Ομορφιές αφόρητες, 2012 και Κύμα άλμα, 2014. Το βιβλίο του Γιώργος Σεφέρης – Βίος και παρωδία, 2014 «Γαβριηλίδης», βρέθηκε στη μικρή λίστα για τα βραβεία δοκιμίου του περιοδικού «Αναγνώστης» το 2015. Το 2016 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “poema” το βιβλίο Ελίζαμπεθ Μπίσοπ – Ποιήματα σε μετάφραση και επίμετρο από τον ίδιο. Το μυθιστόρημά του, Ίσος Ιησούς, 2017 «Γαβριηλίδης», είναι το πρώτο στην Ελλάδα ακαδημαϊκό μυθιστόρημα, μέρος της διδακτορικής διατριβής του στη Δημιουργική Γραφή. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και σε λογοτεχνικά, έντυπα και ηλεκτρονικά, περιοδικά.
* * *
Comes on your chest.
She laughs faceless. Without laughing.
She deceives your tongue.
Scream. Open your mouth. Empty.
She usurps your voice.
Keep your eyes open. In the dark.
Grey cloud. Grey crone.
Your eyes are shut.
Get up. Hold on to your bed.
Quadruped is your bed.
Bedroom’s rodent. Grey.
Get up. Prop yourself against the walls. The walls are curving.
A grey cloud spreads on the floor.
Bed’s treading.
The bed touches the floor.
The bed touches the walls.
Get up. Crawl on all fours.
Crone Mora is in your bedroom.
She comes bodiless.
Your mouth is empty.
She crawls on you.
She steps on you that you shan’t move.
Keep your eyes open in the dark.
Darkness seeps through the fissures.
Darkness enters your body.
Get up. Make for the light. There’s no light.
The switch won’t light the lamp.
The switch, a mature grey caterpillar, is crawling on the walls.
It has nibbled the colour.
It scores the walls and darkness enters.
The walls curve in the dark.
On you, Crone Mora is a grey moth.
She’s nibbled the light and sat on you.
She steps on you that you shan’t move.
She’s nibbled your voice.
Get up. Make for the door. Keep your eyes open.
The door won’t open. There’s no doorknob.
The doorknob, a grey predatory myriapod, is running on the floor.
A grey cloud spreads on the floor.
The door is small. Small mouth with rodent incisors.
Darkness enters through the keyhole.
Crone Mora is growing on you.
Get up. Without legs. Without arms.
A myriapod, crawl to the window.
There’s no window. You don’t know where it is.
The window has grown and left.
It flew in the night. Lepidopteron.
Crone Mora nailed the door.
Nailed the window.
Nailed the darkness.
Nailed you to your bed.
Nailed you to your body.
A predatory myriapod on you. A mature caterpillar on you.
Your bed on you. Darkness in your mouth.
Crown Mora nailed your bedroom
to the night.
Grey moth. Crown Mora in the keyhole.
She sees you faceless.
She is coming. Give a shout. Get up. Crawl. Wake up.
Crone, tell me your years.
Are they a hundred? A thousand?
Are they one hundred short breaths of mine?
One thousand eggs that you left in my mind?
Crone, tell me your name.
Is it a vivid darkness?
Is it a dark animal growing
in the bedroom that’s getting smaller,
on the bed it steps on and goes?
Crone grunting without breathing on me
who squeezes my body without a body.
Olden crone.
Crone on walls stepping on my bed.
On my bed stepping on the walls.
On my tongue that got stuck in my throat.
One hand on the right. One hand on the left.
The walls are near. To sustain myself. To get up.
To hold up on the right. Hold up on the left.
The walls on top of me. My bed on the walls.
I must get up. Crawl on all fours.
To find my tongue.
To groan mo, to shiver ra. Old mo. Old ra.
The walls on my bed.
I must crawl.
Slain in the dark is my tongue in the throat.
A voice on the right. A voice on the left.
To shout at my voice.
I’ve eaten my voice.
A hundred small voices are stuck in my throat
a hundred short breaths.
Crone Mora comes in my sleep.
Where is my tongue? Where is my voice?
My tongue goes down my throat
My voice chokes in my stomach.
Darkness emerges from my mouth.
My mouth is chock-full of darkness.
Darkness is chock-full of my voice.
Crone Mora is a hundred mouths.
Crone Mora is a thousand eyes.
On me. A hand on the right. A hand on the left.
She gets hold of the walls and curves them over me.
Holding on to the dark.
Holding on to my body.
Darkness in my mouth. My tongue slain.
I must get up. I must crawl.
I’m not coming. I’m in your sleep.
I’ve no name. I’m a crone.
I’ve no body. I’m old mo.
I’ve no face. I’m old ra.
Crone Mora for ages now
grunting darkness in your sleep
for years I’ve been searching for slain voices
I squeeze tongues in the dark
for years I’ve been squeezing time on the bed
the walls on the night.
Here in the night I raise darkness.
Don’t get up. I drag the bedroom at night. Don’t crawl.
You don’t wake up from an awaking; you don’t fall from one sleep to another.
Crone Mora comes in your awaking.
She sees you from your sleep.
Give a shout. Get up. Make your way. Wake up.
*
Η γριά Μώρα
Η γριά Μώρα έρχεται μέσα στον ύπνο σου.
Έρχεται πάνω στο στήθος σου.
Γελάει δίχως πρόσωπο. Δίχως γέλιο. Ξεγελάει τη γλώσσα σου.
Βάλε φωνή. Άνοιξε το στόμα σου. Άδειο.
Σου παίρνει τη φωνή.
Κράτα τα μάτια σου ανοιχτά. Στο σκοτάδι. Γκρι σύννεφο. Γκρι γριά.
Τα μάτια σου είναι κλειστά.
Σήκω. Κρατήσου απ’ το κρεβάτι σου. Το κρεβάτι σου τετράποδο.
Τρωκτικό υπνοδωματίου. Γκρι.
Σήκω. Κρατήσου απ’ τους τοίχους. Οι τοίχοι κυρτώνουν.
Στο πάτωμα γκρι σύννεφο απλώνεται.
Πατήματα κρεβατιού.
Το κρεβάτι πατάει στο πάτωμα. Το κρεβάτι πατάει στους τοίχους.
Σήκω. Σύρσου. Στα τέσσερα τετράποδο.
Η γριά Μώρα στο δωμάτιό σου.
Έρχεται δίχως σώμα.
Άδειο το στόμα σου.
Σέρνεται πάνω σου.
Σε πατάει να μην κουνηθείς.
Στο σκοτάδι κράτα τα μάτια σου ανοιχτά.
Μπαίνει σκοτάδι απ’ τις χαραμάδες.
Μπαίνει σκοτάδι στο σώμα σου.
Σήκω. Σύρσου στο φως. Δεν υπάρχει φως.
Ο διακόπτης δεν ανάβει την λάμπα.
Ο διακόπτης ώριμη κάμπια γκρι σέρνεται στους τοίχους.
Έφαγε το χρώμα. Αυλακίζει στους τοίχους και μπαίνει σκοτάδι.
Κυρτώνουν οι τοίχοι στο σκοτάδι.
Πάνω σου η γριά Μώρα σκώρος γκρι.
Έφαγε το φως κι έκατσε πάνω σου.
Σε πατάει να μην κουνηθείς.
Έφαγε τη φωνή σου.
Σήκω. Σύρσου στην πόρτα. Κράτα τα μάτια σου ανοιχτά.
Η πόρτα δεν ανοίγει. Δεν έχει πόμολο.
Το πόμολο μυριόποδο γκρι αρπακτικό τρέχει στο πάτωμα.
Στο πάτωμα γκρι σύννεφο απλώνεται.
Η πόρτα είναι μικρή. Μικρό στόμα με κοπτήρες τρωκτικού.
Μπαίνει σκοτάδι απ’ την κλειδαρότρυπα.
Η γριά Μώρα μεγαλώνει πάνω σου.
Σήκω. Δίχως πόδια. Δίχως χέρια. Σύρσου στο παράθυρο μυριόποδο.
Δεν υπάρχει παράθυρο. Δεν ξέρεις πού είναι.
Το παράθυρο μεγάλωσε κι έφυγε. Πέταξε μέσα στη νύχτα. Νυχτοπεταλούδα.
Η γριά Μώρα κάρφωσε την πόρτα.
Κάρφωσε το παράθυρο.
Κάρφωσε το σκοτάδι.
Σε κάρφωσε πάνω στο κρεβάτι σου.
Σε κάρφωσε πάνω στο σώμα σου.
Μυριόποδο αρπαχτικό πάνω σου. Ώριμη κάμπια πάνω σου.
Το κρεβάτι σου πάνω σου. Σκοτάδι στο στόμα σου.
Η γριά Μώρα κάρφωσε το δωμάτιό σου πάνω στη νύχτα.
Σκώρος γκρι. Γριά Μώρα στην κλειδαρότρυπα.
Σε βλέπει δίχως πρόσωπο.
Έρχεται. Βάλε φωνή. Σήκω. Σύρσου. Ξύπνα.
Γριά πες μου τα χρόνια σου.
Είναι χρόνια εκατό. Είναι χίλια.
Είναι εκατό ανάσες μου κοφτές.
Χίλια αυγά που άφησες μέσα στο μυαλό μου.
Γριά πες μου τ’ όνομά σου.
Είναι σκοτάδι ζωντανό.
Είναι ζώο σκοτεινό που μεγαλώνει
στο δωμάτιο που μικραίνει
στο κρεβάτι που πατάει και πάει.
Γριά που γρύζει χωρίς ανάσες πάνω μου
που μάγκωσε χωρίς σώμα το σώμα μου.
Γριά από χρόνια.
Γριά πάνω στους τοίχους που πατάνε το κρεβάτι μου.
Πάνω στο κρεβάτι μου που πατάει στους τοίχους.
Πάνω στη γλώσσα μου που μάγκωσε στον οισοφάγο.
Ένα χέρι δεξιά. Ένα χέρι αριστερά.
Οι τοίχοι είναι κοντά. Να πιαστώ. Να σηκωθώ.
Να πιαστώ δεξιά. Να πιαστώ αριστερά.
Οι τοίχοι πάνω μου. Το κρεβάτι μου στους τοίχους.
Να σηκωθώ. Να συρθώ. Στα τέσσερα τετράποδο.
Να βρω τη γλώσσα μου.
Να μουγκρίσω μω να ριγήσω ρα. Γριά μω. Γριά ρα.
Οι τοίχοι στο κρεβάτι μου.
Να συρθώ.
Στο σκοτάδι σκοτωμένη η γλώσσα μου στον οισοφάγο.
Μια φωνή δεξιά. Μια φωνή αριστερά.
Να φωνάξω στη φωνή μου.
Έφαγα τη φωνή μου.
Εκατό μικρές φωνές σφήνωσαν στον οισοφάγο εκατό ανάσες κοφτές.
Η γριά Μώρα έρχεται μέσα στον ύπνο μου.
Πού είναι η γλώσσα μου. Πού είναι η φωνή μου.
Η γλώσσα μου κατεβαίνει τον οισοφάγο.
Πνίγεται η φωνή μου στο στομάχι μου.
Το σκοτάδι έρχεται απ’ το στόμα μου.
Το στόμα μου γεμάτο σκοτάδι.
Το σκοτάδι γεμάτο με τη φωνή μου.
Η γριά Μώρα εκατό στόματα.
Η γριά Μώρα χίλια μάτια.
Πάνω μου. Ένα χέρι δεξιά. Ένα χέρι αριστερά.
Πιάνει τους τοίχους και τους κυρτώνει πάνω μου.
Πιασμένη στο σκοτάδι.
Πιασμένη στο σώμα μου.
Σκοτάδι στο στόμα μου. Σκοτωμένη η γλώσσα μου.
Να σηκωθώ. Να συρθώ.
Δεν έρχομαι. Είμαι μέσα στον ύπνο σου.
Δεν έχω όνομα. Είμαι γριά.
Δεν έχω σώμα. Είμαι γριά μω.
Δεν έχω πρόσωπο. Είμαι γριά ρω.
Γριά από χρόνια Μώρα
μέσα στον ύπνο σου γρύζω σκοτάδι
από χρόνια σκοτωμένες φωνές γυρεύω
γλώσσες στα σκοτεινά μαγκώνω
από χρόνια την ώρα στο κρεβάτι μαγκώνω τους τοίχους στη νύχτα.
Εδώ στη νύχτα σηκώνω σκοτάδι.
Μη σηκωθείς. Σέρνω το δωμάτιο τη νύχτα. Μη συρθείς.
Από ξύπνο δεν ξυπνάς, από ύπνο σε ύπνο δεν πέφτεις.
Η γριά Μώρα έρχεται στον ξύπνο σου.
Σε βλέπει από τον ύπνο σου.
Βάλε φωνή. Σήκω. Σύρσου. Ξύπνα.
* * *
those who wept and pondered here,
under oath I put my descendants,
those who are to come after me,
I call the sea on which they sailed
and the waves that beat them,
the mountains that turned wild
and the nodding that harassed them,
I pray to the gods’ rough dreams
and to the saints’ pale halos,
to my mother’s blood where I first swam,
I call to the air I breathed
and was called across the way to death,
don’t forget me
and don’t leave me when I’m sinking and forget you.
*
Προσευχή
Ορκίζω τους προγόνους μου
όσους δάκρυσαν εδώ και σκέφτηκαν,
τους απογόνους μου ορκίζω
όσους θα ‘ρχονται στους μέλλοντες στο κατόπι μου,
καλώ τη θάλασσα που ταξίδεψαν
και τα κύματα που τους έδειραν,
τα βουνά που αγρίεψαν
και τα γνέφια που τους κατέτρεξαν,
παρακαλώ των θεών τ’ άγρια όνειρα
και των αγίων τα ωχρά φωτοστέφανα,
της μάνας μου τα αίματα που πρώτα κολύμπησα
φωνάζω και τον αέρα που ανέπνευσα
και τον φώναξαν αντίκρυ στο θάνατο,
μη με ξεχνάτε
και μη μ’ αφήνετε άμα βουλιάζω να σας ξεχνώ.
*
Hypothetically speaking
If I am to die today let it be of love.
The black cypress leaning and I asking it why
the jackdaws on its branches should be my thousand pieces
and silence my trivial vengeance.
And if I am to live today let it be of love,
surpassing the cypress’ height,
the jackdaw’s beauty
and silence to be there, words not being necessary.
*
Υποθετικός λόγος
Αν πεθάνω σήμερα να πεθάνω από έρωτα.
Να σκύβει το μαύρο κυπαρίσσι να του λέω γιατί,
οι κάργιες στα κλαδιά του να είναι τα χίλια μου κομμάτια
κι η σιωπή, η ασήμαντη εκδίκησή μου.
Κι αν ζήσω σήμερα να ζήσω από έρωτα.
Να ξεπερνάω του κυπαρισσιού το ύψος,
την ομορφιά της κάργιας
κι η σιωπή να είναι εκεί γιατί δε θα χρειάζονται τα λόγια.