Χριστίνα Λιναρδάκη, ΣΚΠ. (Ενάντια, 2024)
Η ποιητική συλλογή της Χριστίνας Λιναρδάκη με τον τίτλο ΣΚΠ — το ακρωνύμιο της σκλήρυνσης κατά πλάκας, ασθένεια από την οποία πάσχει διαγνωσμένα η ποιήτρια εδώ και 15 χρόνια — αποτελείται από δύο μέρη και 35 συνολικά ποιήματα μικρής έκτασης, που μολονότι είναι πληροφοριακά, με την έννοια ότι εγκιβωτίζονται στα σφραζόμενα μιας ιατρικής πραγματικότητας, προκαλούν έντονη ποιητική συγκίνηση. Στο πρώτο μέρος που τιτλοφορείται Ουλές έχουμε την εξελικτική πορεία της νόσου, με την καταγραφή των συμπτωμάτων, του πόνου, της απελπισίας αλλά και και της δύναμης της πάσχουσας· μιας καταγραφής ρεαλιστικής και αποστασιοποιημένης, αποστραγγισμένης από μελοδραματικες και λυρικές εκφράσεις (με παραπέμπει στην Ντελικάτη γυναίκα, της Μπακονίκα) και ως εκ τούτου σκληρής στη γνησιότητά της. Στο δεύτερο μέρος, με τον υπότιτλο Πληγές, θεματοποιούνται τα τραύματα του ποιητικού υποκειμένου, που ταυτοχρόνως είναι και τα αίτια του αυτοάνοσου εκφυλιστικού αυτού νοσήματος, δεδομένου ότι οι εστίες της νόσου είναι κατάλοιπα παλιών πληγών: ο θάνατος της μητέρας του σε τρυφερή ηλικία, η σωματική αδυναμία του ως παιδί που γίνεται αντικείμενο σχολιασμού, οι απώλειες των αγαπημένων του παππούδων και αργότερα η ερωτική διάψευση και η συζυγική μοναξιά. Πρόκειται για μια μελέτη πάνω στην ευάλωτη θνητότητα, η οποία βάλλεται και συντρίβεται, πάνω στο πάσχον σώμα που δεν είναι πηγή απόλαυσης, δεν είναι ο φέρων οργανισμός που σε αρθρώνει και συναρθρώνει με τον κόσμο, αλλά το διαλυτικό στοιχείο που σε απομονώνει. Ο πόνος αδιαμεσολάβητος και αδιαπραγμάτευτος, οδηγεί σε μια έκφραση λιτή και χωρίς ανάσα (τα σημεία στίξης είναι ελαχιστότατα). Μια έκφραση, εν τούτοις, ποιητική στην τραγικότητά της, που κάμνει — γιά λίγο — να μη νοιώθεται η πληγή.
Μάνια Μεζίτη, Αγαπημένε μου πατέρα. (Κουκίδα, 2024)
Το μικρό και κομψό αυτό βιβλίο των 15 σελίδων — περισσότερο τευχίδιο θα το έλεγα— και των 8 άτιτλων ποιημάτων που θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως ένα σπονδυλωτό, είναι μια κατάθεση αγάπης από την κόρη στο Πατέρα, τον μικρό Θεό. Κάποιος θα μπορούσε να το θεωρήσει σπονδή λατρευτική στον αγαπημένο ανιόντα, ένα αντίδωρο στον Πατέρα της ζωής. Έναν Πατέρα που του άρεσε η όπερα και τα παράδοξα, τρυφερό και αγαπητικό αλλά άρρωστο και ταραγμένο πρωτίστως για τον εαυτό του. Ο θάνατος των ανιόντων είναι ένα τρομακτικό γεγονός, πόσω μάλλον όταν πάσχουν από μια μακροχρόνια ψυχική ασθένεια που τους απεκδύει από τον εαυτό τους. Ο θάνατος των γονιών σού στερεί τη γλώσσα και την επαφή με την παρούσα πραγματικότητα. Τα πάντα είναι μνήμη. Παρελθοντική και, ναι, μελλοντική-πρόδρομη. Η κόρη-ποιήτρια που υποβοηθείται από την ποίηση και τους ποιητές στις δύσκολες στιγμές, στην προκειμένη περίπτωση, αποτυγχάνει. Έτσι αναλαμβάνει προσωπική δράση. Γράφει Ποίηση για να ανταποδώσει. Τί; εκείνη ξέρει καλύτερα από όσα εμείς υποψιαζόμαστε. Για να μιλήσει γενναιόδωρα και στοργικά — γεγονός που πράττει ευθύβολα και απλά, χωρίς συναισθηματική πλαδαρότητα—για έναν άνθρωπο που καταλυτικά “σημαίνει” στην οικογένεια και στην ίδια. Για έναν Πατέρα που υγραίνει τη ζωή και την ποίηση της, την διευρύνει και την ξεδιψά. Γιατί ο Πατέρας…υπήρξε αρδευτικό έργο. Από κει ποτίζονταν τα ποιήματα.
Χάρης Βλαβιανός, Αναγέννηση. (Πατάκης, 2024)
39 ποιήματα, 39 πορτραίτα ιστορικών προσώπων —άσημων και διάσημων — που έζησαν στην Αναγέννηση, στο μεταίχμιο μιας νέας εποχής, ανάμεσα στο φως της Τέχνης και της Επιστήμης και το σκοτάδι της κραταιάς ακόμα σκοταδιστικής εκκλησίας και εξουσίας. Πορτραίτα —που πέραν της ποιητικής μυθοπλασίας και μεταφορικότητας, βασίζονται σε ιστορικά, πραγματολογικά στοιχεία— τα οποία δημιουργούν μια ανθρωπογεωγραφία της Αναγέννησης και θέτουν ζητήματα αισθητικά, ηθικά και εν τέλει υπαρξιακα. Η έμπνευση του Βλαβιανού είναι βιβλιακής καταγωγής, είναι τα διαβάσματα του. (Μην ξεχνάμε πως η ποίηση μας είναι ο, τι διαβαζουμε). Χιουμοριστικό απρόοπτο, ειρωνική ανατροπή και αγγλοσαξωνικό φλέγμα διατρέχουν αυτά τα υβριδικά κείμενα τα οποία κάποιος, που εσκεμμένα η αθέλητα αγνοεί μεγάλο μέρος της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής, θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει αντιποιητικά. Ο Βλαβιανός αναφέρεται εμφατικά σε γυναίκες που υπέστησαν κακοποιητικές συμπεριφορές κατα τη διαρκεια, κυρίως, της Αντιμεταρρύθμισης, δίνοντας (και) ενα επικαιρικό πρόσημο στην ποίησή του. Υποστηρικτής μιας αποεθνικοποιημένης, κοσμοπολίτικης ποίησης, εισάγει τον γλωσσικό και καλλιτεχνικό διεθνισμό επιχειρώντας διάλογο με την ιστορία αλλά και τη φιλοσοφία σε ένα πλαίσιο διευρυμένης διακειμενικότητας.