Scroll Top

Ολυμπία Θεοδοσίου | Ο Ανώνυμος Άνθρωπος | Η Αλίκη

 

Ο ανώνυμος άνθρωπος

Ο ανώνυμος άνθρωπος όπως κάθε νύχτα έτσι και σήμερα μπήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου διέμενε και αμέσως βάλθηκε να διαβάζει τα σημειώματα που υπήρχαν στον πίνακα ανακοινώσεων. Δίχως καθυστέρηση άρχισε να ξεκολλάει κάθε λέξη και να την τοποθετεί στην τριμμένη τσέπη του σακακιού του. Όταν έλαβε τέλος ο θερισμός των υποχρεώσεων, έκανε δύο βήματα στο πλάι και στάθηκε μπροστά στην πόρτα του ανελκυστήρα. Πάτησε το λευκό κουμπί και όση ώρα περίμενε να εμφανιστεί το ξύλινο ακατοίκητο κουτί, άρχισε να μετρά τις ώρες που δούλευε και τις ώρες που αφιέρωνε στον εαυτό του. Βυθισμένος σε αυτό το ατομικό παιχνίδι δεν αντιλήφθηκε τις δύο μπάλες από ζελατίνα, οι οποίες χοροπηδούσαν ακριβώς δίπλα του. Μάλιστα δίχως κανέναν δισταγμό ξεκίνησαν να τον χτυπούν στα πόδια. Όλη αυτή η φασαρία τον έβγαλε από την τροπόσφαιρα των αριθμών και με άγαρμπες κινήσεις βάλθηκε να διώχνει μακριά τις δύο μπάλες. Μέσα σε αυτόν τον άναρχο στρόβιλο, ένα διακριτικό τρίξιμο ανήγγειλε την άφιξη του ξύλινου κουτιού, αλλά ο ανώνυμος άνθρωπος δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα. Οι δύο μπάλες αφού αντάλλαξαν κάποια λόγια, συνέχισαν να παίζουν πάνω στο σώμα του άντρα. Εκείνος φανερά σαστισμένος, τις ρώτησε γιατί του φέρονταν κατά αυτόν τον τρόπο και τότε εκείνες του απάντησαν πως μάχονται ενάντια σε κάθε ευθυγράμμιση. Μετά από λίγα λεπτά εμφανίστηκε ο Φραντς Κάφκα κρατώντας ένα άδειο μικρό κλουβί και αναζητούσε τα κατοικίδιά του.

Η Αλίκη

Η αχαλίνωτη βλάστηση του δωματίου χάιδευε τα τρυφερά και πορφυρά πέλματα της Αλίκης, η οποία ήταν βυθισμένη σ’ έναν ύπνο ονειρικό βγαλμένο από το σώμα κάποιας γοργόνας. Το κρεβάτι της, ακολουθούσε τα τερτίπια του ανέμου που τρύπωνε από τα ανοιχτά παράθυρα, κι ύστερα σαν επιδέξιος ακροβάτης κρεμόταν από τις λευκές κουρτίνες μέχρι που στο τέλος γινόταν ένα με την σάρκα του ξύλου, την οποία μεταμόρφωνε σε απόρθητο σκαρί.

Η Αλίκη, μια κούκλα πορσελάνινη, ένα κορίτσι της άνοιξης, μια μουσική νότα μέσα στο βουβό πεντάγραμμο εκείνου του χωριού, προσπαθούσε να μην ξυπνήσει, δεν ήθελε να βρεθεί εγκλωβισμένη στην κλεψύδρα του χρόνου. Έτσι, δίχως να την ενδιαφέρουν τα λόγια των ξένων γειτόνων, αλλά ούτε και τα σχόλια της οικογένειάς της, κολυμπούσε για ώρες χωρίς σκεπάσματα στα μεθυσμένα κύματα των ονείρων, γιατί όπως συνήθιζε να λέει: <<Θέλω να αισθάνομαι την αλμύρα τους στο αταξίδευτο δέρμα μου>>.

Μια μέρα όμως, ένας εκκωφαντικός θόρυβος την ξερίζωσε από τον παράδεισό της και την εγκατέλειψε στην άνυδρη άμμο της ζωής.

Η Αλίκη τότε σηκώθηκε από το κρεβάτι της, και άρχισε να περπατά ξυπόλητη μέσα στο σπίτι ενώ με τα χέρια της έδιωχνε μακριά τα πυρακτωμένα κλαδιά των δέντρων που ήθελαν να λιώσουν το αφράτο χιόνι που είχε στρωθεί στο πρόσωπό της. Την ίδια στιγμή, τα πόδια της άρχισαν να ματώνουν από τους ασπάλαθους και την οργιώδης βλάστηση. Το νυχτικό της μεταμορφώθηκε σε ονειροπαγίδα. Το κορίτσι τριγυρνούσε για ώρες μέσα στο σπίτι για να εντοπίσει την πηγή του κακού.

Κάποια στιγμή, σταμάτησε και κοίταξε προς τα πάνω, τα μάτια της αντάμωσαν με τον ήλιο, γέμισαν δάκρυα, και τότε γεννήθηκαν δύο έμψυχες κραυγές.

Η Αλίκη συνέχισε να βαδίζει ανακαλύπτοντας νέους πλανήτες, μέχρι που είδε έναν λύκο κάτω από το τραπέζι της κουζίνας να καταβροχθίζει ένα ελάφι. Το κορίτσι ούρλιαξε, τότε ο λύκος έμπηξε το βλέμμα του στην καρδιά της. Η Αλίκη άρχισε να αιμορραγεί μέχρι που έσβησε από τις σελίδες εκείνου του χωριού.   

Βιογραφικό Ολυμπία Θεοδοσίου