Συνέντευξη στην Κρίστυ Κουνινιώτη
Κάποιες φορές τα φέρνει έτσι η τύχη -ή μήπως ο ανθρώπινος παράγοντας;- που την ασυγκράτητη χαρά διαδέχεται η απέραντη θλίψη. Τη γεμάτη όνειρα ζωή κόβει ο απροσδόκητος θάνατος. Αυτό ακριβώς συνέβη τη μοιραία εκείνη μέρα, 13 Ιουνίου 1929 ήταν, όταν επτά άτομα βρήκαν τον θάνατο στα νερά της λίμνης της Ορεστιάδας, αφότου ναυάγησε το βενζινόπλοιο στο οποίο επέβαιναν. Γιόρταζαν την Ανάληψη. Βασισμένος στο δραματικό αυτό γεγονός, ο Ηλίας Παπαμόσχος συνέθεσε τη δική του «Ανάληψη» (εκδ. Πατάκη), όπου καταδυόμενος στον πυρήνα των συμβάντων και στα έγκατα της ψυχοσύνθεσης των ηρώων -χαμένων και διασωθέντων- μας δίνει ένα ανάγνωσμα καθηλωτικό με έντονα τα στοιχεία της αρχαίας τραγωδίας. Ο βραβευμένος καστοριανός συγγραφέας μάς μιλάει για το νέο μυθιστόρημά του.
Πότε πρωτονιώσατε την ανάγκη να γράψετε και ποια τα συναισθήματα όταν τη συνειδητοποιήσατε;
Γύρω στα είκοσι το συνειδητοποίησα. Το φανατικό διάβασμα που προηγήθηκε, παραδόξως δεν με υποψίασε. Αισθήματα αντιφατικά γεννήθηκαν, άγχους και αγωνίας και συνάμα λύτρωσης. Ως τότε ήμουν ένας άνθρωπος κυριολεκτικά χαμένος, το πιο τρομακτικό ερώτημα που μου έθεταν ήταν εκείνο το τι θέλεις να γίνεις; Η συγγραφή είναι ένας τρόπος να μάθεις ποιος είσαι, ποιος ήσουν και ποιος θέλεις να είσαι, να γίνεις δηλαδή ο εαυτός σου. Ολα αυτά ξεπηδούν από τα τρυφερά χρόνια, που τα ζεις για λίγο και θέλεις μια ζωή για να τα αποκωδικοποιήσεις κι άλλη μια για να τιμήσεις τη μαγγανεία τους. Γράφοντας πολεμάς για την ψευδαίσθηση ότι, έτσι, ζεις περισσότερες από μια ζωές. Η δυσκολία έγκειται στη υπομονή, τροφοδοτώντας τον να περιμένεις να σου μιλήσει ο εαυτός σου, με γλώσσα υπερατομική.
Με διηγήματα κάνατε την εμφάνισή σας στα ελληνικά γράμματα. Τι σας ελκύει στη μικρή φόρμα και τι στη μεγάλη, αφού πλέον μετράτε, με την «Ανάληψη», δύο μυθιστορήματα.
Ο όγκος των γεγονότων που θα αφηγηθείς το καθορίζει αυτό, πολύ απλά κάποιες ιστορίες δεν είναι δυνατόν να χωρέσουν στη μικρή φόρμα. Στη μικρή φόρμα με ελκύει η λεπτομέρεια, πώς από το κουκούτσι θα γεννήσεις το δέντρο∙ στο μυθιστόρημα με ελκύει το δάσος.
Η «Ανάληψη» βασίζεται σε ένα αληθινό γεγονός. Τι σας έκανε να γυρίσετε έναν αιώνα πίσω, για να ζωντανέψετε το ναυάγιο που συνέβη στη λίμνη της Καστοριάς;
Πέρα από το ανθρώπινο δράμα, η άγνοια με ώθησε, το τι συνέβη. Το πνεύμα του συγγραφέα είναι φιλέρευνο και φιλαλήθες. Επίσης δεν πρέπει να φοβάται να εγκολπωθεί το τραύμα και να το σκαλίσει όσο κι αν τον πονά αυτό. Είναι, με μια έννοια, η συνείδηση και η μνήμη του τόπου. Τα τεκμήρια, οι μαρτυρίες, οι τόποι συνιστούν το πρώτο υλικό. Ανεξάρτητα από το πόσα και ποια από όλα τούτα θα τα εκμεταλλευτείς δημιουργικά, όσο πληρέστερη είναι η εικόνα που έχεις τόσο πιο πιθανό είναι να ευδοκιμήσει η επεξεργασία, να ωφεληθεί η δραματουργία.
Κατά το ήμισυ, το βιβλίο σας μας συστήνει τους ήρωες που βιώνουν την αναμονή του ταξιδιού «μέσα στον ενθουσιασμό και τη χαρά του γλεντιού» και κατά το δεύτερο ήμισυ, γινόμαστε μάρτυρες του θανάτου, του πένθους, του τέλους των προσδοκιών. Ενόσω γράφατε, πώς βιώσατε το πέρασμα από το φως στο σκοτάδι, περιγράφοντας μάλιστα των ηρώων τα όνειρα-κακούς οιωνούς;
Θα πω μόνο το εξής, το μυθιστόρημα αποτελείται από 65 κεφάλαια, τα οποία γράφτηκαν σε διάστημα ισάριθμων ημερών, με ένα διήμερο κενό ανάμεσα στο κεφάλαιο που προηγείται του ναυαγίου και σ’ εκείνο όπου το ναυάγιο περιγράφεται. Το σημείο που φτάνεις εκεί όπου πρέπει να ξαναβυθίσεις στο σκοτάδι αυτούς που ανέσυρες από αυτό είναι το πιο οδυνηρό. Είναι όμως αυτό το τίμημα της συμπάθειας. Οταν έγινε αυτό, το πλήρωσα σωματικά. Η γέννα αυτή του θανάτου μετουσιώθηκε σε πόνο σωματικό, αλλά ζωή δίχως πόνο δεν γεννιέται.
Κάποιος χαρακτήρας με τον οποίο δεθήκατε περισσότερο και ίσως σας βασάνισε ενόσω τον πλάθατε;
Αναμφίβολα ο ήρωας που με δοκίμασε περισσότερο είναι ο Κακλαμάνος, ο ιδιοκτήτης του βενζινόπλοιου. Κάθε αντιφατικός χαρακτήρας γεννά διχασμό, διχασμό ανάμεσα στην κατανόηση και στην κατάκριση. Ως συγγραφέας κλείνω προς την πρώτη.
Είχατε προαποφασίσει το τέλος ή σας υπαγορεύτηκε, γράφοντας; Και πώς αισθανθήκατε σαν μπήκε η τελεία;
Εμεινα πιστός στα γεγονότα, τα βήματα τα συγγραφικά, ως υπάκουα σ’ αυτό που λέμε ελλείψει βαθύτερης κατανόησης μοίρα, τύχη, ήταν προκαθορισμένα. Το βιβλίο περικλείει δυο δράματα, και το πρώτο περικλείει το δεύτερο, ωστόσο για το τέλος κατέφυγα στη σοφία των άψυχων, το άψυχο μου χάρισε την τελευταία φράση, τη συνέχεια του ταξιδιού και της ανθρώπινης περιπέτειας που είναι συνυφασμένη με την τραγικότητα. Δεν χάνονται ποτέ όλα, κάθε απώλεια γεννά μνήμη, και κάθε μνήμη είναι πλοηγός ζωής.
Το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος Νουβέλας με το οποίο τιμηθήκατε το 2016 για τη συλλογή διηγημάτων σας «Η αλεπού της σκάλας» πώς λειτούργησε για τη συνέχεια;
Το βραβείο, όπως και κάθε ανταμοιβή, πρέπει να το χαρείς και να το τιμήσεις, αυτά τα δυο πρέπει να εμπεριέχονται στο επόμενο βήμα, το βραβείο είναι ένα ευχάριστο βάρος.
Γεννημένος στην Καστοριά και μόνιμος κάτοικός της από το 1997, με μια ενδιάμεση απουσία, χτίζετε τις ιστορίες σας στον τόπο σας. Πείτε μας γι’ αυτή σας τη σχέση με τη γενέτειρα και την επιρροή της στο συγγραφικό σας έργο.
Η Καστοριά είναι η τροφός μου. Είναι κι ένα ζήτημα ριζών. Δίχως αυτές τίποτα δεν μπορεί να βλαστήσει. Η πόλη σε ξέρει, εσύ όμως πρέπει να τη γνωρίσεις, και τη γνωρίζεις ανατρέχοντας, ακούγοντας, βλέποντας. Η πόλη είναι ανάδοχός μας, κατά την ενηλικίωσή μας αρχίζει η πληρωμή του χρέους μας απέναντί της, αλλά τι μπορεί να ξοφλήσει την παιδική μας ηλικία;
Έχετε και με την Πάτρα μια σύντομη σχέση. Τι κρατάτε από την πόλη των σπουδών σας στη Γεωλογία;
Φιλίες και τη βάφτισή μου ως συγγραφέα, αφού εκεί πρωτόνιωσα την κλίση.
Τι σας εξαγριώνει και τι σας ηρεμεί, σήμερα;
Με εξαγριώνει η άγνοια που διαμορφώνει άποψη, με ηρεμεί η γνώση ότι υπάρχουν άνθρωποι που με αγαπούν και το γεγονός ότι βρήκα ένα καταφύγιο που δεν το φθονώ.
Αναδημοσίευση | Εφημερίδα Πελοπόννησος και pelop.gr