Scroll Top

Ο πεζογράφος είναι ο αποκλειστικός καταγραφέας κάθε κοινωνικής παθογένειας – Του Γεράσιμου Δενδρινού

Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του πεζογράφου στην καθημερινότητα της κοινωνίας; 


Σαφώς και έχει. Ο πεζογράφος είναι ο αποκλειστικός καταγραφέας κάθε κοινωνικής παθογένειας και πρέπει να είναι. Τον ενδιαφέρει τόσο η γνώση του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Για να συλλάβει όμως το γεγονός της καθημερινότητας στην ακμή του, πρέπει να το αφήνει πρώτα να καταλαγιάσει – τότε έχει μια πληρότητα στα μάτια του το όλο συμβάν. Επίσης, δεν γράφει για να πουλήσει το βιβλίο αν το θέμα είναι επίκαιρο, αλλά τον ενδιαφέρει κυρίως η ψυχολογία του ατόμου σε μια ζοφερή δίνη, χωρίς να παρασύρεται από την απλή καταγραφή, και περιμένει να δοθεί ένα τέλος στην τραγωδία. Η ψυχολογία των ηρώων είναι αυτή που προέχει σε ένα κείμενο. Η θέση του συγγραφέα εξαρτάται από μία «τιμιότητα» που αφορά τη διαρκή άσκηση της γλώσσας, κάτι που θα τον κάνει να αποκτήσει ξεχωριστό ύφος, και δεν τον ενδιαφέρει μόνο το ξετύλιγμα της ιστορίας, στο οποίο οι πάντες καταφεύγουν τόσο «αυτόματα» και «εσπευσμένα» λόγω του κομπιούτερ, γι’ αυτό και σήμερα τα περισσότερα βιβλία φαντάζουν ίδια. Σκέπτομαι την ηθική «στάση-θέση» του Αλμπέρ Καμύ όταν έγραφε την Πανούκλα (1947) («μία λίμνη μετά από κατακλυσμό» όπως ονόμαζε ο ίδιος το βιβλίο), και μ’ αυτό το ζεύγος των λέξεων εννοώ τον σεβασμό 1) στο ταλέντο, 2) στη γλώσσα, 3) στην αλήθεια, αλλά και 4) στον απαιτητικό αναγνώστη – σ’ αυτόν οφείλει κάθε σοβαρός πεζογράφος πάντα να απευθύνεται – «στάση-θέση», η οποία υπάρχει διάχυτα στο ίδιο βιβλίο, όπως στο παρακάτω απόσπασμα της Πανούκλας, εκδ. Γράμματα, Αθήνα 1990, μφρ. Αγγελική Τατάνη: «… οι αιχμάλωτοι της πανούκλας πάλεψαν όλη τη βδομάδα μ’ όποιον τρόπο μπορούσαν. Και μερικοί, ανάμεσά τους και ο Ραμπέρ, έφθασαν, όπως βλέπουμε, να φανταστούν ότι ενεργούσαν ακόμα σαν ελεύθεροι άνθρωποι, ότι μπορούσαν να διαλέξουν… Δεν υπήρχαν πια τότε προσωπικά πεπρωμένα, αλλά μια συλλογική υπόθεση που ήταν η πανούκλα και αισθήματα που τα μοιράζονταν όλοι. Το σημαντικότερο ήταν ο χωρισμός και η εξορία, μ’ όλο το φόβο και την εξέγερση που περιέκλειαν. Να γιατί ο αφηγητής πιστεύει ότι ταιριάζει στο αποκορύφωμα της ζέστης και της αρρώστιας να περιγράψει τις βιαιότητες των επιζώντων συμπολιτών μας, την ταφή των νεκρών και την οδύνη των χωρισμένων εραστών». Κάτι ανάλογο έκανε τόσο παραστατικά για πρώτη φορά και ο Θουκυδίδης, την Ιστορία του οποίου γνώριζε ο Καμύ, όταν κατέγραφε τον λοιμό της Αθήνας (τυφοειδής πυρετός) που ενέσκηψε δύο φορές κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, τις διετίες 430-429 και 427-426 π.Χ., ασθένεια που επιδείνωσε και ο συνωστισμός λόγω του εγκλεισμού των κατοίκων μέσα στα Μακρά Τείχη.Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η πεζογραφία; 


Παίζει μεγάλο ρόλο τόσο από τη μεριά του αναγνώστη όσο και από τη θέση του δημιουργού. Η πεζογραφία είναι πιο προσιτή σε σχέση με την ποίηση σε περίοδο εγκλεισμού. Πέρα από την καταγραφή του γεγονότος που οφείλει να κάνει ο συγγραφέας, η κρίση ίσως να τον οδηγήσει σε απολογισμό τόσο της τέχνης του όσο και των διαβασμάτων του ως αναγνώστης. Η απομόνωση μάς αναγκάζει να ξαναπιάσουμε παλιά βιβλία και να ανακαλύψουμε άλλα κριτήρια οπτικής που θα μας ωφελήσουν στη δική μας εξέλιξη. Στον εγκλεισμό δοκιμάζονται τα πάντα, ακόμα και οι ανθρώπινες σχέσεις. Βλέπεις με άλλα μάτια τον κόσμο ως παρατηρητής, κι αυτή η ενατένιση είναι πολύτιμο στοιχείο για έναν πεζογράφο. Όμως το προσιτό και το ευπώλητο της πρόζας έχει προκαλέσει εύκολη καταφυγή στο Ιστορικό Μυθιστόρημα, όπου μπροστά στο φόντο των γεγονότων πλέκει ο συγγραφέας ένα ερωτικό ρομάντζο αμφίβολης αξίας. Είναι η λογοτεχνία που προορίζεται στο πλήθος, που η ρουτίνα της ζωής του τον κάνει να προτιμά την εύπεπτη ιστορία, η οποία με τον καιρό τον καθιστά ανίκανο να κρίνει και να εξελιχθεί. Αυτοί είναι οι συγγραφείς των αλλεπάλληλων εκδόσεων που σώζουν τον εκδοτικό οίκο από καιρούς οικονομικής δυσπραγίας. Σαφώς και υπάρχουν ικανοί συγγραφείς σήμερα, ακόμα και αυτοί που φρόντισαν με τα δημοσιογραφικά τεχνάσματα ν’ αναπηδήσουν στην πιο «έντεχνη γλώσσα» και να παριστάνουν τόσο χοντροκομμένα (ειδικά οι ορμώμενοι εκ επαρχίας), τους ειδήμονες και τους απρόσιτους, αλλά πιστέψτε με, όποτε ανατρέχω σε παλιούς λογοτέχνες, ακόμα και σ’ αυτούς της «Γενιάς του 30», διακρίνω μια γλώσσα πλούσια και δοκιμασμένη, που αντάξιά της δεν έχω δει σε σύγχρονους, επειδή σήμερα, όπως έθιξα πριν, η αυτοματοποίηση της γραφής λόγω του ηλεκτρονικού κόσμου έχει προσφέρει σ’ ένα πεζογράφο άνεση στην έκφραση, αλλά για να αποκτήσει προσωπικό ύφος, κάτι αντάξιο συγγραφέων, όπως ο Ιωάννου, ο Ταχτσής, ο Χατζής, κλπ. είναι πια πολύ δύσκολο. Ας μην ξεχνάμε όμως πως πολύ παλιά η γνώση και η ενημέρωση ήταν προνόμιο της αστικής τάξης που είχε όλα τα εφόδια να μορφωθεί επαρκώς και μετά να αναπτύξει το ταλέντο αφού κατακτήσει πρώτα τη γλώσσα. Σήμερα όμως που η γνώση είναι διάχυτη συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.

* Γεράσιμος Δενδρινός (1955), Έργα: 1] Ένα πακέτο Άρωμα, 2] Απέραντες συνοικίες, 3] Χαιρετίσματα από το νότο, 4] Ματίας ντελ Ρίος – Ημερολόγια (όλα από Κέδρο), 5] Άλκης, 6] Φραγή εισερχομένων κλήσεων (και τα δύο από Μεταίχμιο) 7] Άβατοι Τόποι, ποιήματα από (.poema..) και 8] Βήματα σε λιθόστρωτο, Διάπλαση.