Scroll Top

Άννυ Κουτροκόη “Όψιμον φως” | Παρουσίαση από την Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου

 Άννυ Κουτροκόη, Όψιμον φως, Μελάνι, 2024

Παρουσίαση από την Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου

Κι αν ο Σεφέρης στα «Τρία κρυφά ποιήματα» κατηγορηματικά δήλωνε «κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός», στην ποίηση της Άννυς Κουτροκόη εκείνο που σε μεγάλη κλίμακα κυριαρχεί είναι μια αέναη διελκυστίνδα όπου το δίπολο της διαχρονικής εναλλαγής άσπρου μαύρου, παρουσίας απουσίας και εν τέλει το δίπολο τού «είναι» και «μη είναι» καταλαμβάνει σημαντικό μέρος της προβληματικής της.

Γιατί η θέση της γραφής της παίρνοντας πάντα μια απόσταση χρονικής και τοπικής εμπλοκής κατορθώνει να εξασφαλίσει την οπτική εκείνη γωνία που της επιτρέπει να δει το όλον και τις σταδιακές μεταμορφώσεις του. Με γλώσσα πάντα προσεγμένη που φλερτάρει με μια καθαρεύουσα από τις προηγούμενες κιόλας συλλογές της όπου διαβάζουμε τίτλους όπως: «Διά νυκτός και ημέρας», «Λεπτώς ενδεδυμένοι», «Απαστράπτοντος του κρυστάλλου», και από την οποία γλώσσα διαφαίνεται μια τάση αποστασιοποίησης και ειρωνικής κάποτε ματιάς, ένα αφ’ υψηλού σχόλιο στη ζωή που περνά και χάνεται την ακούμε με αντίστοιχη γλώσσα από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής να λέει:

Στα έτη τα κεκοσμημένα / τα νιάτα ενθρονισμένα / η αγκαλιά γεμάτη άνθη ιδεών[…]

Το δίπολο των αντιστίξεων στο οποίο ο χρόνος του σώματος και η φθορά του δείχνει να την απασχολεί παρουσιάζει γλαφυρά την ηττημένη ματαιοδοξία μας από την επέλαση του θαμπού και της αδυναμίας, από το μάδημα και τη χηρεία των πρότερων λαμπρών ημερών. Βέβαια, η πικρή διαπίστωση που διατρέχει όλο το ποιητικό σώμα δεν είναι άλλη από τη μοίρα των όντων που βαδίζουν σταθερά ήδη από τη γέννησή τους προς τον θάνατό τους. Η πτώση και η αφύγρανση παραμονεύουν σαν σημάδι μελανό που είναι την ίδια στιγμή σημείο γραφής αλλά και σήμα με την αρχαία έννοια του τάφου.

Θα μπορούσε να ακούσει κανείς μια μυστική συνηγορία με τον Ανδρέα Εμπειρίκο όταν στα «Τριαντάφυλλα στο Παράθυρο» δήλωνε:

«Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Yπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. […]Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας».

Αυτό το δέρας της υπάρξεως τοποθετεί στο τραπέζι των εργασιών της και με τις αλλεπάλληλες ήττες του παλεύει.

Στην ποίηση της Κουτροκόη όλα αντικαθίστανται από την απώλειά τους, ενώ η άψυχη ύλη μάς χλευάζει με την ανθεκτικότητά της, ανθεκτικότητα και πείσμα πλαστικών λουλουδιών που επιζούν των αρωμάτων.

Η γραφή της μάλιστα αποπειράται λόγο αποκαλυπτικό και συμφιλιωτικό με την οδυνηρή αλήθεια της φθίνουσας σάρκας. Η γραφή της παλεύει να αρθρώσει ρήμα παραμυθίας μα το ον είναι απαρηγόρητο και η ποίηση αδύναμη να κατευνάσει την τρικυμία. Η γλώσσα ωστόσο είναι επινοητική και ευρηματική σε βαθμό μιας ιδιάζουσας τρίπλας που κάνει, ώστε, αν δεν μπορεί να αποφύγει το κακό, τουλάχιστον να προσπαθεί να διασκεδάσει κάπως την έλευσή του.

Τι κάνει ακριβώς; Γνωρίζει και δεν αυταπατάται, κατέχει πλήρη την αλήθεια του προδιαγεγραμμένου όπως κατέχει και την άλλη αλήθεια ότι δεν ωφελεί καμιά μεμψιμοιρία που θα οδηγούσε σε άνευ όρων παράδοση. Στρέφει τον προβολέα του φακού της στα υπάρχοντα και καθημερινά κάνοντας ένα πετυχημένο ζουμ άουτ από το κακό.

Γράφει:

Πλωτή ακολουθώ του ποταμού το ρεύμα / που ήσυχο σαρώνει τα ύπουλα φερτά / καμία περιδίνηση ουδένας τρανταγμός / με το μυαλό μου καρφωμένο στη λαϊκή τη ρήση / το σιγανό να το φοβάσαι ποταμάκι / μαζεύω για την ώρα της ανάγκης σύννεφα στο σπίτι / κρύβω λιγάκι άνεμο στις τρύπες του καιρού / μες στης ελπίδας τις ρωγμές νερό για ανομβρία. / Πρόβλεψη θελ’ η αλλαγή, / μα προς στιγμήν κρατάω τρυφερά στην αγκαλιά μου / την πονηρή ρουτίνα. «Ρουτίνα»

Στον επίλογό του για τη μαγεία του Παπαδιαμάντη ο Ελύτης γράφει στο Εν λευκώ: «Η μεγάλη τέχνη βρίσκεται οπουδήποτε ο άνθρωπος κατορθώνει να αναγνωρίζει τον εαυτό του και να τον εκφράζει με πληρότητα μες στο ελάχιστο».

Κατά τη γνώμη μου αυτό το ελάχιστο που η καθημερινότητα προσφέρει είναι η αλάνθαστη συνταγή της ευτυχίας γι’ αυτό και την αποκαλεί πονηρή ρουτίνα, καθώς η ίδια η επανάληψη μάς βάζει σε θέση αέναης κίνησης που επιτρέπει στη ροή να περνά ανενόχλητη από τα κύτταρα και την ψυχή μας.

Το κύριο ουσιαστικό που αναδύεται σε μορφή ρήματος και μάλιστα σε προστακτική φωνή και έγκλιση Οριστική είναι η λέξη «επίγνωση».

 «Έχε επίγνωση», σου λέει ο στίχος της, ή αλλιώς «οφείλεις να ξέρεις, οφείλεις να γνωρίζεις αλλά δεν δικαιούσαι να παραδίδεσαι αμαχητί».

Στα ποιήματά της στήνονται μοναδικά σκηνικά με ήρωες που φορούν μερσεριζέ μπλουζάκι και κόβουν λουλούδι πια από το ανθισμένο πιάτο το ακουμπισμένο στο τραπέζι της δειλινής ζωής τους. Ναι, φεύγει η ζωή και φθίνει, ναι, το φως σιγά σιγά λιγοστεύει, όμως οι ήρωες είναι ακόμα εδώ και καλούνται να φορέσουν τα καλά τους, γιατί κι ο ρόλος των τρυφερών συντρόφων που μοιράζονται την ίδια ωριμότητα δεν είναι ευκαταφρόνητος και η άνοιξη δεν εξαντλείται στην εικονογράφηση των πορσελάνινων πιάτων, γι’ αυτό:

[…] Τώρα που ο αληθής χειμώνας στα λευκά μας ντύνει / έλα να σ’ αγκαλιάσω σαν νοτιάς / κύμα που γαλανά σε ξεμυαλίζει / σκληρό ρομάντζο για ήρωες τρυφερούς / γλυκειά ωριμότητα για πεθαμένο κάλλος. «Σκληρό ρομάντζο»

Η ποιήτρια με τη γνωστή της δεξιοτεχνία να δομεί μικρής φόρμας ιστορίες με άξονα νοηματικό που σπάει τα όρια του πεζού αλλά και τα στεγανά της ποίησης, μάς αφηγείται με τη μορφή ποιήματος πάθη και ανατροπές της καθημερινής ζωής, όταν για παράδειγμα δυο γυναίκες μάνα και κόρη μοιράζονται τον ίδιο άντρα, η μια πνιγμένη στον βαθύτερο γκρεμό κι η άλλη να βουλιάζει στον εξορκισμό της αμαρτίας.

Ο χρόνος, ωστόσο, με την επαναλαμβανόμενη πάντοτε ομοιότητα των ημερών του, παραπέμποντας στην καβαφική ομοιότητα των ημερών που κάνουν πια «το αύριο σαν αύριο να μη μοιάζει», τής προσδίδει μια τάση νωχελικής σύμπλευσης ηδύτητας και αποδοχής. Η κατάφαση είναι η απάντηση της Κουτροκόη στην άρνηση και την αντίσταση σε ό,τι έτσι κι αλλιώς πρόκειται αργά ή γρήγορα να μας αλώσει.

Ο ρυθμός και η ρύθμιση τού μέσα παλμού με τον εξωτερικό χτύπο ορίζει το πλαίσιο μιας φιλοσοφικής θεώρησης του βίου, όπου όλα απαλά κυλούν και ανοίγονται στα πλείστα ενδεχόμενα. Οι εποχές αλλάζουν και εκείνο που σηματοδοτεί την κίνησή τους είναι το ένδυμα, αγαπημένο μοτίβο σε όλες τις συλλογές της.

 Το ένδυμα ωστόσο με το συμβολικό του σημαινόμενο που άπτεται της ίδιας της αφής και βέβαια της απουσίας της εγείρει το αίτημα του «άλλου» ως θέρμη σώματος που απουσιάζει και αντικαθίσταται από το ρούχο δέρμα ζώου νεκρού, ζωή που θυσιάζεται για τη θέρμη μιας άλλης ζωής που στερείται το χάδι.

Ολόμαλλα σακκάκια, τον χειμώνα, / το σώμα του θερμαίνανε το παγωμένο / μη παν’ χαράμι του πεθαμένου ζώου τα ρεγάλα. / Ώσπου, μιαν άνοιξη, / στις πλάτες έριξε της λύτρωσης το πάθος / κι από ολάνθιστο κλαδί αμυγδαλιάς / κρέμασε τη ζωή του. «Επιλογή»

Το σώμα παραδίδεται στην επιλογή του αυτόχειρα που δεν κατόρθωσε να βρει το σημείο επαφής, τη συνάντηση με τον άλλον. Ο έρωτας πάντως στη συλλογή αυτή δεν έχει διόλου θέση ευκαταφρόνητη. Είναι κομμάτι ζωτικό για την ίδια την ύπαρξη, ο λόγος για να εισβάλει η ποίηση στο βλέμμα της για τον κόσμο.

Όμως, όπως διαβάζουμε στο ένα από τα δύο εξαιρετικά πεζά της κείμενα που φιλοξενούνται στη συλλογή, ο έρωτας είναι ταυτόχρονα και ο μεγάλος ανατροπέας τόσο όταν συμβαίνει στη δική μας ζωή του όσο και όταν συμβαίνει στη ζωή του ερωτικού άλλου και μας εγκαταλείπει. Ένα απόλυτα ποιητικό εύρημα σύμφωνα με το οποίο εκείνος που μας κατακεραυνώνει με την προδοσία του, ταυτίζεται αυτοστιγμεί με το μηχάνημα που χειρίζεται. Γίνεται δηλαδή και αυτός ένας ανατροπέας. 

Αλλού βλέπουμε το ερωτικό σώμα να παραδίδει τα κλειδιά του παραδείσου σε άλλο θύμα ανυποψίαστο, γιατί το αιώνιο και διαρκές που ορκιζόταν διαψεύστηκε οικτρά αφήνοντας στο πυρωμένο πέρασμά του ένα έγκαυμα εν τω βάθει.

Αλλού πάλι νέφος ο έρωτας εξατμισμένο και πολύχρωμο αναχωρεί σαν την απώλειά του.

Το ποιητικό υποκείμενο σε ρόλο παρατηρητή και πάσχοντος αντιλαμβάνεται ως λειτουργία τη ζωή με λάμδα κεφαλαίο, μια Λειτουργία ωστόσο που η πορεία της δεν μας επιφυλάσσει καμία Ανάσταση αλλά την απόλυση, ταυτίζοντας το τέλος χρόνου που αναγγέλλεται στον ανυποψίαστο βροτό με την ώρα της απόλυσης που βιώνει στη θεία Λειτουργία το εκκλησίασμα. Έτσι, μέσα από μια εναλλαγή άσπρου και μελανού παρακολουθούμε τη ρυθμική αυξομείωση των ηλεκτρικών πεδίων, όπου η μόνη ισότητα που μοιραζόμαστε με τους άλλους είναι εκείνη των αμαρτιών μας, μέχρι ο Δέσποτας να κηρύξει την απόλυση.

Η παρατήρηση των μεταμορφώσεων του σώματος καθιστά την ποιήτρια ανατόμο των σταδιακών αποφλοιώσεων της ύλης μας, όταν αυτή από ιλουστρασιόν κόλλα μαγική καταλήγει να ζει το αδυσώπητο ξεφλούδισμα των ονείρων και της λάμψης τους. Η «φθορά» κατά την αριστοτελική της προσέγγιση ως στάδιο στην οντολογία του φυσικού κόσμου, μια πορεία δηλαδή από «το δυνατόν είναι στο μη είναι» ή αλλιώς η «ατελής εντελέχεια του δυνάμει όντος» είναι ίσως η αιτία του δισταγμού να ξανοιχτούν τα πρόσωπα της ποίησής της σε αχαρτογράφητα νερά. Η στασιμότητα στα βεβαιωμένα και ασάλευτα προστατεύει από την έκρηξη των αιφνιδιασμών καθηλώνοντάς μας ωστόσο δραματικά στην αγκύλωση του μέσου όρου, μιας νηνεμίας που οπωσδήποτε μυρίζει βάλτο και κουνούπια. Μια αταραξία που δεν συγκλονίζει ούτε φλογίζει συντηρεί όμως στο έπακρο τη χλωμάδα της ανήλιαγης ζωής.

Φοβήθηκες / κι έριξες άγκυρα / πριν καν να ξεκινήσει το ταξίδι, / έχασες έτσι / της καταιγίδας τις αναλαμπές, / της νηνεμίας την γλυκειά επαναφορά./ Φοβήθηκες / και έτσι δεν δοκίμασες / του απρόοπτου την ηδονή / ή της οδύνης τον λυγμό / που η ζωή υπογράφει. «Φόβος»

Η συλλογή της Κουτροκόη δεν φοβάται να κοιτάξει κατάματα τη ζωή να αλλάζει, τα σώματα αλλοιωμένα να φθείρονται, τους πόθους να γίνονται πάθη πάσχοντος σώματος. Το τρυφερό βλέμμα των στίχων της ωστόσο ξέρει να διηγείται απαλά τον χρόνο και το κλάμα του να κατευνάζει.

Βιογραφικό Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου

Βιογραφικό Άννυ Κουτροκόη