Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου
Γυναίκα νησί
Κάθονται επάνω μου γενιές που εκκολάπτονται ανυποψίαστες για όσα προηγήθηκαν, το ίδιο ανυποψίαστες και για τη μάχη που καλούνται να δώσουν, να υπερασπιστούν απ’ την αρχή, να ξεπλέξουν –τώρα– γιατί αύριο, γυναίκα εγώ, εστία εγώ, δεν θα σωπάσω, θα ιστορήσω την επιβολή, την εισβολή, του εξευτελισμού τη βίαιη κατάκτηση, αφού, αν γλυτώσω θα μεταμορφωθώ, θα γίνω πάλι η Αφροδίτη, η αθάνατη, η μάνα, η σύζυγος, μέλος ενός κοινωνικού ιστού με τους δικούς μου νόμους, ίση ανάμεσα σ’ αυτούς που χάθηκαν, αυτούς που όρθιοι στάθηκαν να μαρτυρούν πώς έγινα ξανά το σύμβολο ενός πολύπαθου διαιρεμένου κόσμου.
Βαθύς Ιούλης του ’74 και κατά πως φαίνεται είναι αλήθεια, μου έμελε να κουβαλώ τους ουρανούς, γυναίκα εγώ, πατρίδα εγώ, γι’ αυτούς που τώρα με κρατούν, τους κρύβομαι, μα δεν αργούν, – σαν άγρια σκυλιά, λύκοι, μυρίστηκαν τον θησαυρό που κουβαλώ στα σπλάχνα – λες και είναι γραμμένο μου, να υπομένω την υποταγή, λόγο να μην αρθρώνω, ακόμα και για τ’ άδικο, όπως και τώρα που έρμαιο στις ορέξεις τους σφαδάζω, κοντεύει απομεσήμερο και τα παιδιά πρέπει να παίξουν, να φάνε, να τα μαλώσω που δεν πλάγιασαν κι αντί γι’ αυτό, αιχμάλωτα να με πατούν, στρώμα να γίνομαι όπως διπλώνομαι μες στων προγονισσών μου τα πένθιμα φουστάνια, πριν απ’ την ώρα μου να προσποιούμαι μήτρα μαραμένη, άχρηστη, ακούω βήματα, μπότες αρσενικές κι αλλόθρησκες, έχουν μια πείνα ανίκητη, να την χορτάσουν πάνω μου, μα αυτό που με τρομάζει είναι τι θα πω, αν επιζήσω, τι θα πω, έτσι μισή που απόμεινα, πώς να τους πω, πως κάθε μοιρασιά, άλλος το χέρι, άλλος το πόδι, άλλος το βυζί, άλλος τις τερατσιές στο Ριζοκάρπασο – ματώνω – και τη Πλαθκειά στη Μούττη, τον Κυπαρισσόβουνο, – ματώνω – αφού το ξέρω, η τιμωρία μου θα ’ναι διπλή, μα όσο ζω, όρθια θα στέκομαι, ας είναι στο ένα πόδι, μα θα μιλώ γιατί…
σήμερα άρπαγες, για πολλοστή φορά, μπήγουν τα νύχια τους στη σάρκα μου, τη γδέρνουν αλύπητα, γυρεύουν την ψυχή μου, μα αύριο, γυναίκα εγώ, μαυροφορεμένη εγώ, σαν να βαραίνουν χιλιετίες, θα πρέπει να μιλήσω μόνο για τιμή, για τη δική μου, ακόμα και όταν ο διχασμός θα με ντροπιάζει, όπως και τώρα και ύστερα, και θα παρακαλώ, θα εύχομαι κρυφά κανένας σπόρος εχθρικός να μην φυτρώσει, μα θα μιλώ για τ’ άδικο εγώ, ως να μ’ ακούσουν αφού…
θυσία θα γινώ, ούριοι άνεμοι να πάρουν την ντροπή μακριά θα εύχομαι, να μην θυμούνται, πως τώρα κείτομαι εδώ σαν κουρσεμένη βάτος, για λίγο ονειρεύτηκα πως ήμουν λεύτερη και ήταν φως γαλάζιο σαν ακρογιάλι βόρειο εκεί που χάθηκαν οι μνήμες κι οι γλάροι λεύτεροι σεριάνιζαν απάνω απ’ τα νερά της Μόρφου, της Κερύνειας, του Τρίκωμου και στης Αμμόχωστος τα όμορφα στενά, στις γειτονιές τα μεσημέρια, αρτυσιά, γλυκάνισος και λασμαρί, τι όμορφα που μύριζε, μα αλίμονο το βάρος των παιδιών με ξύπνησε, που τρομαγμένα στο άκουσμα της απειλής μού θύμισαν πως πρέπει να αγρυπνώ, πως κάτω από ετούτο το ντροπιαστικό πανί, διπλά κρυμμένη πίσω από τα χρόνια που δεν έζησα, τους περιμένω, σαν στρουθοκάμηλος – φουστάνια της μάνας μου φορώ, να προφυλάξω, το σώμα μου, το χώμα μου, αφού και Παραδείσου πύλη λογίζομαι, αν το θελήσω, – αυτό παρέλειψαν να μου το πουν – τώρα, που ακόμα και άθελά μου, τόπος βίαιης εισβολής το σώμα μου λογίζεται,
δικοί και ξένοι θα με διαιρέσουν, μα θα σταθώ, θ’ αντισταθώ…
ίσως και να με λυπηθούν, μα θα ’ναι η αρχή, αφού σε κάθε λέξη, μαρτύριο ή μαρτυρία μου, πες το όπως θες, εγώ θα είμαι η ένοχη, γιατί δεν χάθηκα εδώ, να τους γλιτώσω απ’ την ντροπή, δεν χαραμίστηκα, χαλάλι εγώ, η κόρη, η αδερφή, η αλλοτινή πατρίδα, η δόξα και η τιμή που δεν ορίζω πια, αφού για μένα, για άλλη μια φορά θ’ αποφασίσουν άλλοι και τους ακούω, για να πατούν το χώμα με τρομοκρατούν, κι ύστερα γέλια, τι λέω, χάχανα και σάλια, καθώς με σέρνουν από τα μαλλιά και τα παιδιά ορφανεύουν, όλα κι αυτά που θα χαθούν, αν ζήσω, σε μια χωματερή γεμάτη με χειρουργικά απόβλητα. Τα χέρια τους…
να, νιώθω – νιώθω με πείσμα και οργή με ξετυλίγουν – ρούχα του πένθους και τσεμπέρι δεν αρκούν, γυμνή, όπως με γέννησε η μάνα μου – αγέλη αυτοί – πεινούν, διψούν, βυσσοδομούν μες στην ψυχή μου εισχωρούν, θυσία εγώ και τα επινίκιά τους κόλαση για το σώμα μου, για το χώμα μου που χώρισαν στα δυο,
μα θα σταθώ, θ’ αντισταθώ κι απ’ την κορφή του Τρόοδος θ’ αντιλαλώ στις Πλάτρες, δικά μου γάργαρα νερά κι αηδόνια, τις νύχτες δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς*, θα με παρηγορούν, τη μέρα τ’ ακρογιάλια μου θα λάμπουν όλα, όσα κρατώ κι όσα μου πήραν γιατί…
είμαι εδώ, γιατί είμαι εγώ, γυναίκα νησί, στέκω καταμεσής σε δυο πέλαγα,
μικρή στέκω, μισή, μα αγέρωχη._
*παράφραση των στίχων του Σεφέρη, από το ποίημα «Ελένη».