Βαρβάρα Ρούσσου
Το 1974 στην ποίηση νέων Κύπριων ποιητριών: εύγλωττες σιωπές και κουρασμένοι λόγοι;
Το κείμενο που ακολουθεί καθώς ενσωματώνεται σε διαδικτυακό αφιέρωμα δεν έχει το χαρακτήρα μιας εξαντλητικής μελέτης. Σε πρωτοβάθμιο επίπεδο στοχεύει περισσότερο να αναδείξει ερωτήματα και προβληματισμούς παρέχοντας συνοπτικά στοιχεία της μεγάλης εικόνας της σύγχρονης γυναικείας κυπριακής ποίησης μέρος του σύνθετου μωσαϊκού ολόκληρης της κυπριακής ποίησης. Συνεπώς χαρακτηρίζεται από παραλείψεις -σίγουρα όχι σκόπιμες- ενώ μένει ανοιχτό σε μια μεγάλη συζήτηση που θα μπορούσε να είναι ένα άλλο, ειδικότερο, αφιέρωμα.
Το βασικό ερώτημα που διερευνάται είναι εάν, σε ποιο βαθμό και πώς διαχειρίζονται το εθνικό/συλλογικό τραύμα οι νεότερες ηλικιακά ποιήτριες γεννημένες από το 1980 και εξής για τις οποίες η εισβολή του ΄74 δεν αποτέλεσε άμεσο βίωμα. Η εμπειρία δηλαδή συγκροτείται έμμεσα διαμεσολαβημένη από την επίσημη, νομιμοποιημένη ιστορία, από τους τρόπους με τους οποίους το πρόσφατο αυτό παρελθόν αποτυπώνεται και (ανα)παράγεται στη δημόσια σφαίρα αλλά και από τις προφορικές αφηγήσεις, μαρτυρίες ή και το ατομικό πένθος και την απώλεια στην ιδιωτική σφαίρα κάθε οικογένειας.
Μένω σε αυτή την μερικότητα (ποίηση γυναικών γεννημένων μετά το ’80) επειδή αφενός αναδεικνύει, εν μέρει φυσικά, ερωτήματα γύρω από την ποίηση του σήμερα αφετέρου επειδή εμπίπτει στο πεδίο των γενικότερων εργασιών μου περί ποίησης. Για τους ίδιους λόγους θα επικεντρωθώ σε συλλογές που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια από Κύπριες ποιήτριες. [1] Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμες δυο επισημάνσεις: πρώτον, οι αναφορές σε ποιήτριες είναι ενδεικτικές και είναι βέβαιο ότι παραλείπονται, για λόγους έκτασης, πολύ περισσότερα ονόματα απ’ όσα είχα ξεκινήσει να αναφέρω ώστε συγκροτηθεί μια πλήρης εικόνα. Δεύτερον, αντίστοιχα ισχύουν και για την ποίηση που γράφουν άντρες στην Κύπρο.[2] Εμπίπτουν δηλαδή και στις τρεις τάσεις τις οποίες θα διακρίνω παρακάτω. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι εκ των πραγμάτων η ματιά μου δεν παύει να είναι εξωτερική, «ελλαδική» θα έλεγα και συνεπώς διαβάζεται και εξετάζεται και νοιώθεται κάπως «απέξω». Συνεπώς η απόσταση φέρνει και τις σχετικές αστοχίες.
Πολλά δε μάλλον που η βασική εικόνα μας για τη σύγχρονη κυπριακή ποίηση[3] προέρχεται κυρίως από συλλογές που εκδίδονται στην Ελλάδα ενώ τρέχουσα ποίηση που γράφεται, εκδίδεται και διακινείται στην Κύπρο δεν φτάνει εύκολα εδώ παρά μόνο αποσπασματικά μέσω διαδικτυακών τόπων.[4] π.χ. με δυσκολία αναζήτησα και βρήκα ποιήματα της Χριστίνας Γεωργίου (γ. 1980) που εκδίδει στην Κύπρο. Έτσι, αφενός συχνά προσλαμβάνεται όχι ως ξένη αλλά λόγω της γλώσσας ως περιφερειακή, όπως περίπου η τοπική ποίηση επαρχιών της Ελλάδας, αφετέρου σχεδόν πάντοτε εκ προοιμίου συνδεδεμένη με το Κυπριακό ζήτημα και την κυπριακότητα αλλά και που ούτε αυτή μένει αγκυρωμένη στο ’74 αλλά προβάλλει πολιτιστικά και άλλα στοιχεία του τόπου.
Οι θέσεις, ιδίως Κύπριων, μελετητών της σύγχρονης κυπριακής λογοτεχνίας έχει βαρύνουσα θέση και αποτελεί τη βάση για περαιτέρω σκέψεις.
Στην Ανθολογία σύγχρονης κυπριακής ποίησης. Η Κύπρος μετά το ’90 (εκδ. Μανδραγόρας 2011) ο Αλέξης Ζήρας στην εκτενή εισαγωγή του κάνοντας γενικού χαρακτήρα παρατηρήσεις και για τις νεότερες αυτές δημιουργούς από τις οποίες οι πλέον ενδιαφέρουσες είναι αυτές για την εσωστρέφεια των νεότερων «…τον λόγο της ποίησης και τη γλώσσα να γυρνούν προς τα μέσα[…]».[5]
Η Ανθολογία νέων Κυπρίων ποιητών (επιμ. Λ. Παπαλεοντίου εκδ. βακχικόν 2018) [6] που συνιστά την πιο πρόσφατη ανθολόγηση και νεότερων ηλικιακά ποιητριών ο Λευτέρης Παπαλεοντίου διαπιστώνει ότι οι νεότεροι ποιητές/τριες επιχειρούν να απαγκιστρωθούν από τα πολιτικά προβλήματα της Κύπρου και από εθνικά ζητήματα συνεπώς απομακρύνονται από αναφορές στο μείζον εθνικό ζήτημα και διαφοροποιούνται από τη λεγόμενη «γενιά της εισβολής» και στρέφουν το ενδιαφέρον σε σύγχρονα παγκόσμια θέματα.
Ο Αντώνης Πετρίδης κάνει λόγο για «μια εξόχως δυναμική γενιά ποιητών, πεζογράφων και θεατρικών συγγραφέων, η οποία κινείται στην ηλικιακή ομάδα των 30-50» και: «Οι συγγραφείς αυτοί αναζητούν νέα θεματολογία (πέρα και συχνά μακριά από την εμμονή στο ιστορικό τραύμα του τόπου) και προβάλλουν πιο συντονισμένοι με τα διεθνή ρεύματα.».[7]
Μια παρόμοια παρατήρηση απαντά και στο κριτικό κείμενο του Γιώργου Χριστοδουλίδη για τη δεύτερη συλλογή της Αυγής Λίλλη Η σφαγή του αιώνα (εκδ. θράκα 2018) που κλείνει με γενικότερες παρατηρήσεις για τις/τους συνομήλικες/ους της Λίλλη ποιητές/τριες: «Πρόκειται για μια γενιά που πλέκει τον δικό της ιστό, διαρρηγνύοντας σε πολλές περιπτώσεις τη διακειμενική σχέση με το παρελθόν και στην ποίηση της οποίας ανιχνεύονται ήδη σαφείς, θεματολογικές, γλωσσικές, μορφολογικές και υφολογικές αποστασιοποιήσεις. Στο βαθμό που αυτή η ρήξη απαλλάσσει την ποίηση μας από τα βαρίδια και όχι τα επωφελή κληροδοτήματα του παρελθόντος, που εμπλουτίζει και δεν φτωχαίνει το κοινό μας ποιητικό σπίτι, είναι όχι μόνο αναγκαία αλλά και νομοτελειακά ζωογόνα.».[8]
Με τις παραπάνω απόψεις ευθυγραμμίζομαι και αφού τις συνοψίσω θα προχωρήσω σε μερικές ακόμη παρατηρήσεις. Διαπιστώνεται γενική συμφωνία για την παρουσία μιας ανανεωτικής τάσης της σύγχρονης κυπριακής ποίησης περισσότερο ανοιχτής σε ερεθίσματα, εξωστρεφούς και σχεδόν αποστασιοποιημένης αναφορικά με ιστορικές και τοπικές αγκυλώσεις, που τείνει στην ενασχόληση με προσωπικές θεματικές, υπαρξιακά ζητήματα (έρωτας, σχέσεις, θάνατος, χρόνος κλπ) συνδεδεμένα με το σύγχρονο κόσμο και τα προβλήματά του. Αναφορές σε γεγονότα του ’74, σχετικές οικογενειακές εμπειρίες, εθνικά αφηγήματα δεν φαίνεται να αποτελούν θεμελιακό ποιητικό υλικό ώστε γίνεται ορατή μια εμπρόθετη απομάκρυνση από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, μια αποσιώπηση του κυπριακού τραύματος. Οι γενικές αυτές παρατηρήσεις εξυπακούεται περιλαμβάνουν και τις νεότερες ποιήτριες που μας απασχολούν εδώ αφού, καθώς φάνηκε, περιέχονται στις ανθολογήσεις.
Αυτόματα οι παραπάνω παρατηρήσεις παράγουν το ερώτημα για το βαθμό ισχύος αυτής της αναφαινόμενης τάσης. Πρόκειται για μια εμπρόθετη εξάλειψη των αναφορών στο λιμνάζον κυπριακό ζήτημα και τις ρίζες του, για υπαινικτικές, έμμεσες, μεταφορικές νύξεις εντέλει για πλήρη ή μερική απουσία; Με όποια εικόνα έχω σχηματίσει για τη (γυναικεία) σύγχρονη κυπριακή ποίηση που γράφουν νεότερες/οι νομίζω ότι το κυπριακό τραύμα εξακολουθεί σε τμήμα των νέων ποιητριών να αποτελεί κεντρική ή μια από τις βασικές θεματικές τους αντιστικτικά με μια άλλη μερίδα που το αφήνει πίσω και διεργάζεται εσωτερικά το ιστορικό παρελθόν και τις ορατές συνέπειές του ώστε εσωτερικευμένο να αποτελέσει, μαζί με εμπειρίες του ατομικού πεδίου, το ποιητικό υπόβαθρο.
Σε αυτή τη βάση διακρίνω λοιπόν τρεις τάσεις και επ’ αυτών θα συγκεντρώσω τις παρατηρήσεις μου.
Πράγματι η πρώτη τάση είναι εκείνων των ποιητριών που εκκινούν από το ατομικό βίωμα, ανιχνεύοντας τις εσωτερικές αντιδράσεις τους στα προβλήματα της σύγχρονης πραγματικότητας και αποσιωπώντας τις αναφορές στα κυπριακά.
Η αποσιώπηση βέβαια έχει την ιδιαίτερη σημασία της. Μπορεί να ερμηνευτεί ως μια δήλωση της διαφοράς από την ποίηση του παρελθόντος, ως ανάγκη στροφής προς το μέλλον χωρίς προσκόλληση στο ιστορικό παρελθόν. Εάν θεωρήσουμε ότι το τραύμα του τόπου λειτούργησε ως εμμονικά κεντρική θεματική στις προηγούμενες γενιές, η απομάκρυνση φαίνεται ως μια αναγκαιότητα των νεότερων για ιδιοφωνία και για κριτική απόσταση από μια αντίληψη της κυπριακότητας που δεν περιλαμβάνει απλώς το τραύμα αλλά ταυτίζεται αποκλειστικά με αυτό, γεγονός που στιγματίζει, κατά μια έννοια, την πρόσληψη της κυπριακή ποίησης. Η αναγνωστική προσδοκία για μια κυπριακή ποίηση του κυπριακού ζητήματος ενδεχομένως θεωρείται από τις νεότερες ποιήτριες ανασταλτικός παράγοντας στην πρόσληψη της ποίησής τους, εγκλωβίζοντάς τες σε μια επαναληπτική ρητορική, κωλύοντας την εξέλιξη.
Βέβαια, το εθνικό στοιχείο λειτουργεί συγκροτητικά για τα άτομα, υπογείως και σε κάποιο βαθμό αλλά αναπόφευκτα, ιδίως με τα ιστορικά και πολιτικά του δεινά διαρκώς και άμεσα παρόντα. Η αποφυγή ποιητικής θεματοποίησης του είναι πιθανό να σημαίνει την κόπωση των νεότερων από το εθνικό αφήγημα έτσι όπως έχει συγκροτηθεί. Το αίσθημα ματαίωσης εξάλλου από ευρύτερα- πολιτικά αφηγήματα, όχι μόνο εθνικά, επέτεινε την απαγκίστρωση από το τοπικό/εθνικό προς την έκφραση μια γενικότερης απογοήτευσης. Ο παραλογισμός της μη επίλυσης του κυπριακού γίνεται μέρος ενός διογκούμενου παγκόσμιου παραλογισμού.
Παράλληλα, είναι ορατή η διάθεση εξωστρέφειας ως προς τον τόπο, την Κύπρο, και επικοινωνίας ιδίως με συνομήλικους/ες ποιητές/τριες του ελλαδικού χώρου, τις θεματικές και την προβληματική τους όπως η γενικότερη οικονομική κρίση και οι κλυδωνισμοί που επήλθαν για την Κύπρο ειδικότερα στη λειτουργία και την αξιοπιστία των θεσμών όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και διεθνώς.
Η στροφή προς την πρόσφατη ελληνική παραγωγή που συνοδεύεται από απαγκίστρωση από την θεματική της Κύπρου ως ένα βαθμό συνάπτεται και με την απόπειρα διάρρηξης των δεσμών με παλαιότερες/ους Κύπριες/ους ποητές/τριες που επέμειναν στη θεματική του τραύματος δημιουργώντας μια απόσταση από την ποίηση του ελλαδικού χώρου.
Μια τέτοια απομάκρυνση από ποιητικούς προγόνους συνδυάζεται και με την πάγια προβληματική της χρήσης ιδιωματικής γλώσσας, δηλαδή συνεπάγεται πιθανότατα την απόρριψη των ιδιωματισμών και ακόμη περισσότερο τη στροφή στην καλλιέργεια της κοινής νεοελληνικής γλώσσας. Τα λεκτικά/γλωσσικά παιχνίδια ως εκφραστικοί τρόποι σε ορισμένους ποιητές/τριες δείχνουν μάλιστα να διερευνούν την κοινή ελληνική ακόμη περισσότερο. Με τη σειρά της μια τέτοια επιλογή εύλογα συνδέει στενότερα την κυπριακή ποίηση με την ελληνική μιας και εξάλλου οι περισσότερες ποιήτριες/ές εκδίδουν, όπως ειπώθηκε, στην Ελλάδα. Η χρήση της κυπριακής διαλέκτου ωστόσο δεν αποκλείεται και μάλιστα, όπως θα δούμε, συνάπτεται με τις αναφορές στα ιστορικά γεγονότα. Ανοίγεται βέβαια ένα μεγάλο ζήτημα, τόσο στην ποίηση όσο, και ιδίως, στην πεζογραφία για το αν, πως και γιατί θα «πρέπει» να χρησιμοποιείται η διάλεκτος, γεγονός που παραπέμπει στη διάσταση, εντός του ίδιου του κράτους της Κύπρου, επίσημης ελληνικής γλώσσας και καθομιλουμένης διαλέκτου.
Τέλος, με δεδομένη την παγκοσμιοποίηση και την ιδιαίτερη επαφή με το εξωτερικό (που δεν περιορίζεται στην παλαιά ιστορικά θεμελιωμένη, και όχι χωρίς αποικιοκρατικό τραύμα, σχέση με την Αγγλία) η μετατόπιση φαίνεται εύλογη καθώς το πεδίο των νεότερων Κύπριων ανοίγεται προς την ποίηση πολλών ευρωπαϊκών και μη χωρών. Τα πολύ νεότερα άτομα εντός Κύπρου στρέφονται στην ποίηση στα αγγλικά αποκαλύπτοντας έτσι και τη διάθεση του ανοίγματος και την ακόμη μεγαλύτερη απόσταση από το παρελθόν και την ποίησή του.
Σ’ αυτόν το παγκοσμιοποιημένο ιστό όπου η έννοια των συνόρων συζητείται και θεωρητικά, στην πολλαπλότητά της, η επικέντρωση της ποίησης στον εαυτό και τη σχέση με τον κόσμο αποκτά νέο νόημα ως στροφή προς το ατομικό όχι πλέον (μόνο) σε κλειστό/εθνικό επίπεδο αλλά και στην πολυφωνική ανοιχτότητα ενός παγκόσμιου χώρου.
Ας δούμε ονομαστικά παραδείγματα:
Η Ευτυχία Παναγιώτου αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ενσωμάτωσης στην ελληνική ποίηση. Η μακρόχρονη πλέον παραμονή της στην Ελλάδα με αναγνωρισμένο και καταξιωμένο ποιητικό έργο (από το 2007) αλλά και μεταφραστικό (επισημαίνω την Αν Σέξτον) στη χώρα, με διδακτορική διατριβή στο ΕΚΠΑ σε σύγχρονες Ελληνίδες ποιήτριες, και η στροφή της ποίησής της σε άλλους άξονες, οι ποικίλες θεματικές της, που καθόλου δε συνδέονται με το κυπριακό τραύμα, συνέβαλαν στην πλήρη πρόσληψή της ως ποιήτριας του ελληνικού χώρου σε βαθμό που συχνά λησμονούμε την καταγωγή της.
Η Άρτεμις Χρυσοστομίδου (γ. 1987) που δεν ζει στην Κύπρο αλλά μεταξύ ευρωπαϊκών πόλεων, έχει εκδώσει δυο συλλογές Τα σκυλιά δεν γαβγίζουν στη Γαλλία / Γλυπτική 2018 και Oh, that hand of yours. Yψηλού επιπέδου τραύμα 2022 αμφότερα εκδ. Το Ροδακιό) με υβριδικό χαρακτήρα και εν μέρει δίγλωσσες γεγονός που επισημαίνει την απομάκρυνση από τα στενά τοπικά όρια, τον πειραματισμό με στοιχεία που απομακρύνουν από παλιότερη ποιητική παράδοση του τόπους της και την ανάγκη προσέγγισης ενός ευρύτερου κοινού. Όμως, ακόμη και εδώ φαίνεται ότι διαβάζουμε αυτό που προσδοκούμε, αυτό για το οποίο προετοιμαζόμαστε αποδίδοντας προθέσεις στην/στον δημιουργό. Παράδειγμα οι στίχοι «Μετά τον πόλεμο/έπρεπε να χαραχτούν στα μάτια/όλων των γλυπτών δάκρυα» (ΝΕΑ ΓΛΥΠΤΙΚΗ) θα μπορούσαν να εκληφθούν ως υπαινιγμός στο Κυπριακό.
Η Θέκλα Γεωργίου στην πρώτη συλλογή της Υποθαλάμια (2022 εκδ. Σαιξπηρικόν) καταθέτει ποίηση έντονης σωματικότητας και διερευνά την ενσώματη νοηματοδότηση του κόσμου ωστόσο δεν ασχολείται με πτυχές του κυπριακού.
Όμοια λειτουργεί η ποίηση της Αντωνίνης Σμυρίλλη (γ. 1987) που θέτει στο επίκεντρο με έντονο τρόπο θέματα φύλου στις δυο συλλογές της Βλέπω ακόμη παιδικά και Κάτω απ το πάπλωμα. Ενώ τη Μαρία Θωμά (γ. 1980) δεν απασχολεί η θεματική της Κύπρου βρίσκουμε στο ποίημά της μια κατάθεση ενοχής για την εξοικείωση με το αρνητικό και θλιβερό «τοπόσημο» της Πράσινης Γραμμής η θέαση της οποίας δεν προκαλεί στο ποιητικό υποκείμενο πλέον το έντονο συναίσθημα που θα έπρεπε σε αντίθεση με τον έρωτα: «Ήμουν εκδίκηση/που σε ερωτεύτηκα χωρίς να είσαι εσύ ο στόχος/που κοίταξα την Πράσινη Γραμμή χωρίς να κλάψω/αλλά δάκρυσα για κάποιο γράμμα ερωτικό/…» («Και επιτέλους» από τη συλλογή Καλωσόρισες στις Μυκήνες 2008 εκδ. Αλεξάνδρεια)
Μια ιδιαίτερη περίπτωση ποιήτριας είναι η Αυγή Λίλλη. Από την πρώτη εμφάνισή της στράφηκε στην ανίχνευση του εαυτού και σε θέματα όπως ο χρόνος, ο θάνατος, και ιδίως ο έρωτας, τόσο στη δεύτερη συλλογή της Η σφαγή του αιώνα (εκδ. θράκα 2018) (ας σημειωθεί ότι η πρώτη Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο εκδίδεται στη Λευκωσία 2011 εκδ. Αρμίδα,) όσο και στην τρίτη Στην άκρη μια ουρά (θράκα 2021) όπου εστιάζει, μέσω του προσωπικού χειρισμού ενός παραμυθιού, αποκλειστικά στον έρωτα. Είναι όμως αξιοπρόσεκτο ότι στη συλλογή (μικρο)διηγημάτων Ρυζόχαρτο (εκδ. ποταμός 2023) επιστρέφει, σε κάποιες περιπτώσεις στην ιστορία και τον αντίκτυπό της σε καθημερινούς ανθρώπους, δηλαδή στη μικροϊστορία, αφήνοντας πίσω μεγάλα αφηγήματα. Έτσι, εντάσσεται ως πεζογράφος στη γραμμή της έντονης και συνεχιζόμενης σχέσης της κυπριακής πεζογραφίας με τα γεγονότα της εισβολής χρησιμοποιώντας και κάποια γλωσσικά ιδιωματικά στοιχεία ενώ ως ποιήτρια, ακολουθώντας την τάση της σύγχρονης κυπριακής ποίησης, στρέφεται σε άλλη θεματολογία.
Η Στέλλα Βοσκαρίδου (γ. 1981) ενώ εξέδωσε την πρώτη συλλογή της Αναγέλαστα, των γεναικών τζιαι των σκαλαπουντάρων (2013 εκδ. Τεχνοδρόμιον) εξολοκλήρου στην κυπριακή διάλεκτο, στο τρίτο της ποιητικό βιβλίο (μικρομηχανισμοί 2022 εκδ. εντευκτηρίου), και στα σύντομα ποιήματά της, αφήνει πίσω την κυπριακότητα και το ιστορικό παρελθόν και μετατοπίζεται σε άλλα θέματα επικεντρώνοντας στη γλώσσα και το ρυθμό. Θα μπορούσε κι εδώ το τρίστιχο (και κάποια άλλα, λίγα ποιήματα) να ερμηνευτούν ως αναφορά στην ιστορία, και μάλιστα ως αναφορά στη διαφοροποίηση των νεότερων γενεών από τη στάση των προηγούμενων: «δεν ξέρω πολλά/η γενιά μου κρατάει/από ζάρι». Ή μήπως διαβάζουμε αυτό που έχουμε προαποφασίσει να δούμε σε ποιήματα γραμμένα από Κύπριες/ους; Έχοντας δηλαδή διαμορφώσει ως ελλαδικό αναγνωστικό κοινό, ως «μητρόπολη», ένα ιδιαίτερο αφήγημα για την κυπριακή γραφή και την Κύπρο την αντιμετωπίζουμε ως γνωστή άγνωστη; Καθώς αυτό-υπονομεύομαι γράφοντας αυτό το κείμενο βάζω σε έλεγχο τις αναγνωστικές μου προκείμενες και διερωτώμαι πώς διαβάζω, πώς εξετάζω, πώς χωρίζω τάσεις στην γυναικεία κυπριακή ποίηση και πόσο εντέλει γνωρίζω την Κύπρο.
Η δεύτερη τάση είναι εκείνη των ενδείξεων που επιδιώκουν να υποψιάσουν τους εν εγρηγόρσει αναγνώστες επιχειρώντας να κρατήσουν το τραυματικό βιωματικό υλικό αλλά στο παρασκήνιο. Διαχειρίζεται δηλαδή το κυπριακό τραύμα υπαινικτικά, με λιγότερο ή περισσότερο κρυπτικές αναφορές, επεξεργασμένο μέσω ποιητικών τρόπων.
Εδώ θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι η ποίηση δε λειτουργεί πάντοτε με την κυριολεξία, το πραγματολογικό στοιχείο και την αναφορικότητα αλλά αφαιρεί την αναγνωρισιμότητα του βιώματος και απομακρύνεται από την ευθεία αναφορά ενώ το υπόστρωμα είναι παρόν.
Αναφέρω ως παράδειγμα την Αναστασία Ονουφρίου (γ. 1981) με την πρώτη συλλογή της Όταν λέω άλφα (εκδ. Σαιξπηρικόν 2021). Οι υπαινικτικές αναφορές της αφορούν στην αίσθηση της πατρίδας και αποτελούν ξεκάθαρο παράδειγμα μιας κριτικής ματιάς, από απόσταση, απέναντι στην Κύπρο και το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν της. Η Ονουφρίου τοποθετείται απέναντι στο κληροδοτημένο στη γενιά της τραύμα που με τη σειρά του έφερε τους νεότους αντιμέτωπους με ένα μετατραύμα και την αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού της πατρίδας και του εαυτού μέσα σε αυτήν.
Η τρίτη τάση, των ρητών αναφορών ή και της πλήρους επικέντρωσης στο τραύμα συνεχίζει την παράδοση των παλαιότερων ποιητών που επέμειναν λιγότερο ή περισσότερο στη θεματική του κυπριακού. Οι νεότερες όμως ποιήτριες αναζητούν σύγχρονους εκφραστικούς τρόπους για να επικαιροποιήσουν ποιητικά το υλικό αυτό. Ας μην λησμονούμε ότι δεν πρόκειται για άμεσο βίωμα οπότε, όπως σημειώθηκε και στην αρχή, πολλαπλά στρώματα αφηγημάτων, έμμεσων εμπειριών, συναισθηματικής φόρτισης ή και απώθησης/ενόχλησης/κόπωσης, το βάρος μιας τέτοιας ποιητικής παράδοσης διαφοροποιούν την έννοια του τραύματος συγκριτικά με την πρόσληψή του από τις προηγούμενες γενιές. Η αναζήτηση εκφραστικών τρόπων, οι μορφικές εναλλαγές, τα γλωσσικά παιχνίδια/στρεβλώσεις συχνά δεν αρκούν για να δηλώσουν την μετατόπιση: το τραύμα δεν είναι το ίδιο μισό αιώνα μετά.
Η Έρινα Χαραλάμπους αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της μετατόπισης. Στραμμένη στο χειρισμό της γλώσσας και στα λεκτικά παιχνίδια (ποιήματα Λεσκωφία Ι και ΙΙ) ως τρόπο ειρωνικής απόστασης αναφέρεται στο βίωμα της καθημερινότητας στη σύγχρονη διαιρεμένη/τραυματισμένη πόλη της Λευκωσίας. Με ελάχιστα στοιχεία διαλέκτου σε μερικά σημεία, με συνομιλία με την κυπριακή ποιητική παράδοση στην πρώτη συλλογή της Πλεκτάνη (2020 εκδ. θράκα) έχει ως υπόβαθρο το ανοιχτό/άλυτο κυπριακό ζήτημα (π.χ. ποιήματα Πενταδάκτυλος Ι και ΙΙ). Στην επόμενη ωστόσο συλλογή της Ταυ. Είκοσι οκτώ ριπές και ένα πολεμικό ανακοινωθέν (2022 εκδ. θράκα) διαφοροποιείται και μεταφέρει το κέντρο της σχεδόν αποκλειστικά στο φύλο -παρόν και στην προηγούμενη συλλογή- και στο έμφυλο σώμα.
Η νεότατη Αλεξία Βίκτωρος (γ. 2001) που εξέδωσε πριν λίγους μήνες την πρώτη της συλλογή Ούτις (2023 εκδ. Ρώμη) αλλά στο διαδίκτυο βρίσκεται ικανός αριθμός ποιημάτων της έχει κύρια θεματική της διάφορες εκφάνσεις του έρωτα. Ωστόσο, στο ποίημά της «1974» (μια από τις ολοένα και λιγότερες περιπτώσεις αναφοράς του κομβικού αυτού έτους) επιχειρεί να ανασυνθέσει την εποχή και τις σπαρακτικές εικόνες της σε μια απόπειρα να κατανοήσει τους μεγαλύτερους ηλικιακά οικείους της: «Φαντάστηκα τη γενιά τους κατά τον Ιούλιο:».[9]
Η ποιήτρια που επιστρέφει ολοκληρωτικά στο ζήτημα του ιστορικού τραύματος είναι η Δήμητρα Δημητρίου με τη συλλογή της Αγωνίες (2023 εκδ. Σμίλη). Σε μια ποιητική συλλογή με κατά μια έννοια υβριδικό χαρακτήρα θέτει στο επίκεντρο το γεγονός της εισβολής και γύρω από αυτό καταθέτει ποιήματα (β΄, γ΄ και δ΄ ενότητες), παραθέτει μαρτυρίες (α΄ ενότητα), και φωτογραφίες. Η επιστροφή αυτή ένα χρόνο πριν τη συμπλήρωση μισού αιώνα από την εισβολή δεν φαίνεται τυχαία. Η Δημητρίου με ισχυρό θεωρητικό υπόβαθρο στις σπουδές φύλου διαχειρίζεται το συλλογικό τραύμα με άξονα των βιασμό και μέσα από ατομικές περιπτώσεις γυναικών μεταστοιχειώνοντάς το και σε έμφυλο συλλογικό τραύμα με επέκταση πέρα από το κυπριακό και την Κύπρο. Νομίζω ότι η συλλογή της εντάσσεται σε μια απόπειρα να επαναθεωρηθεί το ιστορικό παρελθόν κριτικά και μέσα από ανανεωμένους εκφραστικούς τρόπους και ταυτόχρονα να αποτελέσει μια από τις πολλές έμφυλες εθνικές μαρτυρίες για τη βία και το βιασμό γυναικών σε εμπόλεμες περιοχές. Στην τρίτη ενότητα της συλλογής «à la manière de K.M» η Δημητρίου επαναφέρει τη σύνδεση με την ποιητική παράδοση (Κώστας Μόντης). Το σύνθετο εγχείρημα διέπεται από υψηλού βαθμού συγκινησιακή ένταση.
Εντέλει σε κάθε περίπτωση το κυπριακό τραύμα βιωμένο πλέον ως συλλογικό υφίσταται, έτσι που ακόμη και η οποιαδήποτε ρητή αναφορά φαίνεται περιττή. Υπόκειται ως το πλαίσιο εκείνο που λειτουργεί ρυθμιστικά διαμορφώνοντας ταυτότητες, παράγοντας την πικρία της ματαιωμένης επίλυσης αλλά και την κόπωση της επανάληψης, δημιουργώντας ένα αόρατο πλέγμα που ωστόσο δεν εμποδίζει το βλέμμα να διαφεύγει αλλά και να επιστρέφει λιγότερο και διστακτικότερα. Και αν ως κοινή πλέον αίσθηση παραλείπεται, ως υπόθεση που ποιητικά αποστραγγίστηκε εγκαταλείπεται, ουσιαστικά υφίσταται. Όπως σημειώνει σε κριτική της η Αυγή Λίλλη «το μη βιωμένο τραύμα γίνεται συλλογικό, μεταφέρεται και κοινωνείται ως ένα ερμηνευτικό σχήμα για τα πράγματα.».[10] Αν οι ποιήτριες/ές στρέφονται στην ανίχνευση του εαυτού, στην ανάγκη προσδιορισμού της σχέσης με τον κόσμο, ο δεσμός με τον τόπο και η παρουσία της άμεσα ορατής ιστορίας του προβάλλεται διαμεσολαβώντας στη συγκρότηση οποιασδήποτε εικόνας και σκέψης. Η στροφή στην Κύπρο/κυπριακή κατάσταση όσο και η στροφή στην Ελλάδα/ ελληνικά δεδομένα μπορεί να παράξει τελικά αίσθηση ξενότητας, έναν μετεωρισμό για την έννοια της πατρίδας, ακόμη και μια σύγχυση για την έννοια της γλώσσας.
Όπως φάνηκε σε αρκετές περιπτώσεις από τα παραπάνω δεν υπάρχει κάθετος διαχωρισμός αλλά το κυπριακό τραύμα θα διαφανεί σε ποιήματα ως ρωγμή με τρόπο που καθιστά διαπερατές και τις τάσεις που διέκρινα παραπάνω. Επομένως, η ποίηση των νεότερων ποιητριών/ών που σηματοδοτούν τη στροφή, η απουσία του έτους 1974 από την ποίηση, η ατομική απαγκίστρωση από το τραύμα παραπέμπουν σε μια λαλίστατη, όπως ο λόγος σιωπή; Κλείνοντας λοιπόν επανέρχομαι στον τίτλο αυτού του σημειώματος και αφήνω ανοιχτό το διάλογο με χρήσιμες/γόνιμες προσθήκες απόψεων και ονομάτων ποιητριών.
[1] Βλ. https://www.oanagnostis.gr/sygchroni-gynaikeia-kypriaki-poiisi-proto-meros-tis-varvaras-royssoy/
[2] Θεωρώ απαραίτητη την παρακάτω διευκρίνιση: η ενασχόλησή μου με την κυπριακή ποίηση γενικά είναι πρόσφατη. Ξεκίνησα μελετώντας την ποίηση γυναικών με τα χρονικά όρια που ανέφερα παραπάνω λόγω συνάφειας και με αντίστοιχη ασχολία μου με την ελληνική ποίηση. Τελευταία επεκτάθηκα και στην κυπριακή ποίηση γενικότερα. Οπότε, το παρόν κείμενο δε λειτουργεί με όρους αποκλεισμού ούτε θέτει ζητήματα φύλου/φύλων και διαχωρισμών.
[3] Λέγοντας εδώ κυπριακή ο λόγος είναι για την ελληνοκυπριακή ποίηση και όχι για την τουρκοκυπριακή ή την κυπριακή ποίηση που γράφεται στην αγγλική γλώσσα.
[4] Αντλούμε πολλά ονόματα Κυπρίων από τη διαρκώς ανανεούμενη ιστοσελίδα https://whenpoetryspeaks.wordpress.com/ αλλά και από τις εξαντλητικές καταγραφές της ιστοσελίδας https://poetryfromcyprus.blogspot.com/
[5] Ανθολογία Σύγχρονης Κυπριακής Ποίησης. Η Κύπρος μετά το ’90, Αθήνα εκδ. Μανδραγόρας 2011
[6] Ανθολογία Νέων Κύπριων ποιητών, ανθολόγηση-επιμέλεια Λευτέρης Παπαλεοντίου, εκδ. βακχικόν Αθήνα 2018, 8. Περιλαμβάνονται και Τουρκοκύπριες ποιήτριες, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για να αποκτηθεί μια πλήρης εικόνα του πεδίου.
[7] Αντώνης Πετρίδης, Κύπρονδε- Παρεμβάσεις στη σύγχρονη κυπριακή (και ελλαδική) λογοτεχνία και θέατρο, Εκδόσεις Άνευ, 2019
[8] Γιώργος Χριστοδουλίδης, «Αυγή Λίλλη, “Η Σφαγή του Αιώνα”», https://www.poiein.gr/2019/06/18
[9] https://whenpoetryspeaks.gr/2022/07/
[10] Αυγή Λίλλη, «(Από)δομώντας το δυαδικό σύστημα της ζωής» https://neoplanodion.gr/2021/01/24/apodomontas-to-dyadiko-systima-tis-zois/