Κραυγές
Σήμερα θα ήταν μια διαφορετική μέρα. Θα στεκόταν γερά στα πόδια της μετά από καιρό, χωρίς να νοιώθει πως πατά πάνω σε κινούμενα φίδια που την έκαναν να χάνει την ισορροπία στο κορμί και στο μυαλό της. Είχε ρίξει άφθονο νερό στο πρόσωπο –χωρίς να τολμήσει να κοιταχτεί στον καθρέφτη- αφήνοντας τις σταγόνες να πέσουν μέχρι το πάτωμα. Νωρίτερα, είχε ταξιδέψει πάλι σ’ εκείνο το απέραντο λιβάδι, συντροφιά μ’ εκείνο το τσούρμο από παιδιά που, φορώντας τα κουρέλια τους, δεν σταματούσαν να τη σπρώχνουν και να γελούν μαζί της. Κι όταν σήκωνε το χέρι για να τα απωθήσει, εκείνα μιμούνταν τις κινήσεις της, φρικτοί αντιγραφείς σε μια παράσταση χωρίς θεατές.
Τα ρίγη δεν έλεγαν να κοπάσουν, θαρρείς και βρισκόταν στο κατάστρωμα ενός καραβιού μέσα σε θύελλα. Ακόμα και το πιο ζεστό μπάνιο δεν θα κατάφερνε να ανεβάσει τη θερμοκρασία της και το ήξερε καλά. Αρπαγμένη όμως από την ελπίδα πως όλα θα πήγαιναν καλύτερα, έβαλε το μπρίκι στη φωτιά για τον πρώτο καφέ της ημέρας, προσπαθώντας να πείσει τα τρεμάμενα δάχτυλά της να κλείσουν γύρω από το φλιτζάνι που ακούμπησε με κόπο στον πάγκο.
Λίγα λεπτά αργότερα, τα αδύνατα σαν ξυλάκια πόδια της ανέβαιναν στο λεωφορείο, στο δρόμο για τη δουλειά. Όλοι έμοιαζαν πάλι να την κοιτούν, τα αχτένιστα μαλλιά της, τα σκονισμένα παπούτσια, τα τσαλακωμένα ρούχα. Έπρεπε όμως να σφίξει τα δόντια, άλλη μια απουσία θα σήμαινε το τέλος άλλης μια σύντομης καριέρας και στο ταμείο ανεργίας είχαν μάλλον σιχαθεί να την βλέπουν. Κάθισε σε μια καρέκλα στο πίσω μέρος και κοίταξε έξω, προσπαθώντας να χαθεί στη βουή της πρωινής κίνησης.
Έξι μήνες νωρίτερα, εκείνος ήταν δίπλα της, πάνω της, μέσα στο μυαλό της. Δεν υπήρχε ώρα της ημέρας που να μην αισθάνεται ασφαλής, προστατευμένη απ’ ό,τι θα μπορούσε να τη βλάψει. Οι γλυκές λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του εξαφάνιζαν κάθε κακή σκέψη, έσβηναν σαν απαλό σφουγγάρι όλα τα ίχνη της κιμωλίας της ζήλιας, του μίσους, της αδιαφορίας από γύρω της. Δεν είχε υπάρξει ποτέ μια φαντασμένη κοπελίτσα που χανόταν στα πέπλα του έρωτα. Για πρώτη φορά, όμως, από τότε που είχαν ανταλλάξει βλέμματα και είχαν αρχίσει να βγαίνουν, μπορούσε να πέσει πίσω, στο κενό του γκρεμού, σίγουρη πως εκείνος θα ήταν πάντα εκεί για να την πιάσει και να την σφίξει στην αγκαλιά του.
Οι μέρες και οι βδομάδες είχαν περάσει σαν αεράκι που φυσά, χωρίς ποτέ να αναρωτηθεί σε τι όφειλε τόση ευτυχία. Μεγαλωμένη ανάμεσα σε προβληματικούς χαρακτήρες, με γονείς που δεν ήταν ποτέ στο σπίτι και όταν ήταν της δημιουργούσαν μόνο μπελάδες, ήξερε πως η ζωή κρύβει παγίδες. Αλλά η έμφυτη καχυποψία της απέναντι σε όλους και όλα πήγαινε περίπατο κάθε βράδυ, όταν χανόταν στην αγκαλιά του.
Μέχρι εκείνο το πρωί, λίγες ημέρες πριν, όταν ξύπνησε σε ένα άδειο κρεβάτι, με τον αέρα να σφυρίζει σχεδόν πένθιμα από το μισάνοιχτο παράθυρο καθώς συνειδητοποιούσε αργά αλλά σταθερά πως εκείνος δεν θα γυρνούσε πίσω. Από την πρώτη στιγμή ευχήθηκε η σιωπή που επικρατούσε στο μικρό διαμέρισμά της να έσπαγε με οποιονδήποτε τρόπο.
Η κραυγή που άκουσε την ώρα που το νερό έπεφτε πάνω της στο ντους δεν έμοιαζε να έρχεται απ’ έξω. Θυμόταν πώς είχε κοκαλώσει και ένα θλιμμένο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της. Θυμόταν επίσης τον φόβο της την ώρα που έψαχνε το σπίτι για κάποιον εισβολέα, με ένα κουζινομάχαιρο στο χέρι και την ψυχή στο στόμα.
Τώρα, καθώς ένα αυτοκίνητο περνούσε δίπλα στο λεωφορείο με τα μπάσα να δονούν τα πάντα γύρω του, ευχόταν η εξήγηση να ήταν τόσο απλή…
Τις άκουγε παντού, σαν ένα συνεχόμενο βουητό που ολοένα και δυνάμωνε. Στη δουλειά της, στο γυμναστήριο, σε μια απλή βόλτα στο δρόμο, ακόμα και στα ψώνια. Έμοιαζαν… σαν το θόρυβο που κάνουν οι μύγες όταν έχουν μαζευτεί πάνω από ένα κουφάρι, αλλά γρήγορα αναγνώριζε κραυγές. Η γλώσσα ήταν ακαθόριστη, μπερδεμένη. Ακόμα και ο τόνος ξεκινούσε σαν να έβγαινε από τα χείλη ενός μωρού και όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα βάραινε. Στην αρχή, υπόμενε αυτό το μαρτύριο μέχρι που να μην μπορεί να πάρει ανάσα. Δοκίμασε χάπια, προσευχές, ακόμα και απαλή μουσική. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο, ένας απερίγραπτος πονοκέφαλος που την έκανε να μην μπορεί να σταθεί, με μια φωτιά να καίει πίσω από τα μάτια της και τους ανθρώπους γύρω της να σκορπούν τρομαγμένοι, καθώς οι συσπάσεις στα χέρια της θύμιζαν κινήσεις χορού αρχαίας τραγωδίας.
Περπατώντας στα σοκάκια του Θησείου, ένα κρύο βράδυ τρεις μέρες νωρίτερα, δεν είχε αντέξει άλλο. Το ουρλιαχτό της ήταν ακούσιο, σαν ένα γιγαντιαίο φτέρνισμα, απελπισμένο, βραχνό, καταδικασμένο. Μεμιάς, όλος ο πόνος είχε εξαφανιστεί, θαρρείς και τα πλάσματα που κραύγαζαν είχαν αναγνωρίσει μια όμοιά τους. Ανακουφισμένη, είχε αγνοήσει τα τρομαγμένα βλέμματα μιας μητέρας με τα παιδιά της που είχαν σπεύσει να απομακρυνθεί από κοντά της. Η σιωπή ήταν βάλσαμο, την είχε απολαύσει όπως την πρώτη γουλιά καφέ το πρωί, το πρώτο τσιγάρο μετά από μια μεγάλη πτήση.
Αλλά το κενό είχε γεμίσει γρήγορα με την απέραντη θλίψη που ένιωθε για τη φυγή του.
Το τηλέφωνό του παρέμενε κλειστό. Στο παλιό του σπίτι είχαν μέρες να τον δουν, οι κοινοί τους φίλοι δεν είχαν νέα του. Σκέφτηκε να πάει στην αστυνομία, αλλά τι θα τους έλεγε; «Έχασα το αγόρι μου, και από τότε ακούω φωνές, μπορείτε να με βοηθήσετε;» Ποτέ άλλοτε δεν της είχε τύχει κάτι παρόμοιο.
Όσο περνούσαν οι μέρες, τα περιστατικά πύκνωναν. Δυσκολευόταν να κοιμηθεί, να φάει, να σκεφτεί. Κάθε φορά κοιτούσε γύρω της, με την κρυφή ελπίδα να δει στη γωνία του δρόμου κάποιον να ουρλιάζει, βάζοντας ένα τέλος στην τρέλα που ένιωθε να κυριεύει τον νου της. Πάντα, όμως, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, και οι κραυγές σώπαιναν μόνο όταν εκείνη τις μιμούνταν. Είχε δοκιμάσει ακόμα και να υποβληθεί σε εγκεφαλογράφημα, χωρίς να αποκαλύψει στο γιατρό τον πραγματικό λόγο που την είχε οδηγήσει στο γραφείο του.
Οι εξετάσεις δεν είχαν δείξει κάτι ανησυχητικό. Το ίδιο βράδυ, όμως, με ένα ποτήρι βότκα στο χέρι και τα πάντα να γυρίζουν –αμάθητη καθώς ήταν στο αλκοόλ- όλα έμοιαζαν ανησυχητικά. Μπαινοβγαίνοντας στον μεθυσμένο λήθαργό της, μπορούσε να ορκιστεί πως είχε ακούσει το τηλέφωνο να χτυπά μέσα στη νύχτα, να βάλει το χέρι της στη φωτιά πως την καλούσε εκείνος, με μια πειστική εξήγηση για την απουσία του. Αλλά το φως την είχε βρει πάλι με το στόμα ξερό και τα μάγουλα μουσκεμένα από τα δάκρια.
Ευτυχώς που υπήρχαν κι αυτές οι μεγάλες μηχανές στο εργοστάσιο και κανείς δεν μπορούσε να την ακούσει να φωνάζει για να διώξει μακριά όλον αυτό το θόρυβο. Ήταν στιγμές που θα ευχόταν να έβλεπε φαντάσματα, να δικαιολογούσε έτσι αυτές τις ακαθόριστες λέξεις. Πατούσε το κουμπί της εγγραφής στο κινητό της, προσδοκώντας να καταγραφεί κάτι από όλα αυτά, αλλά μάταια.
Το προηγούμενο βράδυ, μόνη στο υπνοδωμάτιο, είχε κλείσει τα μάτια την ώρα μιας ακόμη κρίσης. Αυτήν τη φορά δεν θα ξελαρυγγιαζόταν. Πήρε ένα μολύβι και ακούμπησε το χέρι της πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί, λες και συμμετείχε σε μια από αυτές τις σεάνς όπου οι συγγενείς προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τους νεκρούς τους κρατώντας ένα αντικείμενό που τους ανήκε.
Οι φωνές δεν είχαν κοπάσει καθόλου. Με το κεφάλι της έτοιμο να σπάσει, πάσχισε να κρατήσει σταθερό το χέρι της. Το μολύβι κινήθηκε ελαφρά, σε μια κυκλική κατεύθυνση ποτ άφηνε ένα πολύ αχνό ίχνος στο πέρασμά του. Τα δάχτυλά της δεν είχαν δύναμη, όσο κι αν πίεζε οι γραμμές μετά βίας φαίνονταν με γυμνό μάτι. Έκλεισε πάλι τα μάτια και άφησε όσα έβλεπε μπροστά της να την καθοδηγήσουν, την ώρα που οι κραυγές μειώνονταν. Τι ήταν αυτό που άκουγε από πίσω; Λες και…
Λες και ένα μικρό αγόρι έκλαιγε με λυγμούς. Ο καρπός της μυρμήγκιαζε, δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα, κι όμως. Η βροχή που έπεφτε έξω έκανε τα φώτα στο δωμάτιο να τρεμοπαίζουν, αλλά εκείνη συγκεντρωνόταν σε αυτό που έκανε. Και οι λυγμοί έρχονταν κατά κύματα, σε συνδυασμό με την εικόνα του προσώπου του που την έκανε να μορφάζει σαν να την τρυπούσαν. Πόσην ώρα είχε κρατήσει άραγε αυτό;
Ο κάδος σκουπιδιών έξω από το σπίτι της άνοιξε και έκλεισε με θόρυβο, κάνοντάς τη να πεταχτεί και να ανοίξει τα μάτια. Το δωμάτιο έμοιαζε τόσο λαμπερό που αναγκάστηκε να τα κλείσει πάλι, ενώ ο θόρυβος έμοιαζε να απομακρύνεται. Έμεινε για λίγο ακίνητη, σαν κλέφτης που παλεύει να μην τον τσακώσουν.
Το είδωλό της, στον καθρέφτη απέναντι, έμοιαζε λευκό σαν πάγος. Με μάτια κατακόκκινα και μαλλιά κολλημένα στο μέτωπό της πάσχισε να κλείσει το στόμα της, που πρέπει να ήταν από ώρα ανοιχτό, σιωπηλό βογκητό στο πουθενά. Η καρδιά της βροντούσε σαν ταμπούρλο στο στήθος της, το μολύβι στο χέρι της είχε σπάσει στα δύο.
Και στο χαρτί μπροστά της, το ισχνό πρόσωπο ενός παιδιού, με σταγόνες που έμοιαζαν με αίμα να κυλούν στα μάγουλά του.