Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Στέλλα Δούμου

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Στέλλα Δούμου

H ΘΕΙΑ ΑΜΕΡΣΟΥΔΑ

Α.

Η θεια μου η Αμερσούδα τρία βρακιά φορεί. Από χιούμορ δεν ξέρει.
Ανθίζει τελαμώνια κάτω απ’ τα σεντόνια με τις μπιμπιλίτσες και τα γαλάζια χάχανα από σταυροβελονιά.
Στο τσακ να ξημερώσει βγαίνει στο πάνθεον του μπαλκονιού, μαλώνει τον Θεό, όλο και κάποιος πόντος απ’ το καλσόν της δημιουργίας έχει τρέξει, κι αυτό είναι ανεπίτρεπτο.
Tσουγκρίζει τα ποτηράκια των νεφών και αρπάζει τον αέρα απ τους μυώνες, διότι έτσι εννοεί αυτή την πρωινή γυμναστική.
Ύστερα απ’ όλη αυτή την αποκριά με μια απότομη στροφή του χοντροκομμένου της κορμού μπαίνει στα ενδότερα.
Μπαίνει στα ενδότερα να βουτυρώσει τη μέρα και να την φάει.

B.

Η θεια η Αμερσούδα, όταν πέφτει η νύχτα, κάθεται στη γριά καρέκλα δίπλα στο δαμόκλειο παράθυρό της κι εξετάζει τα οπίσθια το φεγγαριού. Αφού τα παρατηρήσει εξονυχιστικά βγάζει ετυμηγορία:
−Αύριο θα έχει αέρα, γιατί το φεγγάρι είναι λοξό και με υψηλή τάση.
−Αύριο θα σπάσουν τα νερά της διπλανής, γιατί το φεγγάρι αγκομαχάει, δεν το βλέπεις;
−Αύριο, κατά το μεσημέρι, αγενώς θα φέρει η μέρα κάτι γκρίζα μπογαλάκια και θα μας τα τρίψει στη μούρη και κυρίως στα τζάμια, τουτέστιν θα βρέξει διαόλους.
Ύστερα, κατά το συνήθειο, θα βγάλει ένα βρακί και θα το κρεμάσει ανάποδα στο κάγκελο για να μην την πιάνει μάτι. Και κυρίως το μάτι του φεγγαριού. Διότι αυτό το γκαβό μάτι του φεγγαριού την καταδιώκει, αυτό πια είναι εξακριβωμένο. Από τότε που ήταν κοπέλα και σκαρφάλωνε απρόσκλητο στο κρεβάτι της και τη χαρχάλευε κι αυτή μετά σηκωνόταν άρρωστη. Κομμένη και λιγωμένη.
Κι αφού λύσει το αίνιγμα της επόμενης μέρας, σηκώνεται πασιβαρής να βάλει ένα μελιτζανάκι στο στυφό της στόμα.
Κι ύστερα να κουρδίσει τα μαξιλάρια της σε στύση για τον μεγεμελένιο ύπνο της.

Γ.

Στο σπίτι της θείας Αμερσούδας κατεβαίνουν από τους υμένες των τοίχων οι πεθαμένοι. Βγαίνουν, κατόπιν προσκλήσεως, από τις ευκλεείς κορνίζες τους και λαμβάνουν μέρος στις τελετές της θείας. Στην τελετή του Τσαγιού, της Φανουρόπιτας, του Ευχελαίου και στις τελετές των Κυριακάτικων τραπεζιών.

Ο μπάρμπα-Λάγιος ο μπέκρος, η θειά Τσαμπούραινα (η μεγάλη αδερφή της θείας που κλέφτηκε με τον Τσάμπουρα, δικηγόρο το επάγγελμα, − ο οποίος ξελογιάστηκε στα στερνά του με μια κοκότα κι έμεινε στον τόπο κατά τη διάρκεια μιας περιπαθούς συνεύρεσης κι έτσι κρηροδοτήθηκαν στην Τσαμπούραινα, το όνομα, η περιουσία και το κέρατο-μετάλλιο για τις υπηρεσίες της) η γιαγιά Ευσπλαχνία, ο Μελισάνθης ο πατέρας της, φαρμακοποιός, η Μητροδώρα που πέθανε μικρή από τύφο, οι δίδυμοι Ακεψιμάς κι Αειθαλάς, τα καμάρια της οικογένειας, ο Εύμολπος το μαύρο πρόβατο και η Αγαθοπούλα, η μικρότερη αδερφή.

Ξετυλίγονται από το κουβάρι του σογιού ευπρεπείς, αγέλαστοι και αναντίρρητα πεθαμένοι καθώς είναι, δεν παίρνουν ποτέ τον λόγο.

Και πώς να πάρεις τον λόγο από το στόμα της θείας Αμερσούδας; Είναι σαν να προσπαθείς να πάρεις κρέας από το στόμα σκύλου.

Η γλώσσα της, πλατιά σαν χαλί, όταν μιλά πλαταγιάζει και τινάζεται ωσάν μέσα στο στόμα της μικροσκοπικά δουλικά να την τινάζουν με ζήλο.

Αφού τους περνά λοιπόν όλους ένα χεράκι  που πήγαν και πέθαναν χωρίς την συγκατάθεσή της, στη συνέχεια τούς αραδιάζει μελιστάλαχτα τα κατορθώματά της. Με την απαραίτητη κρούστα επιτήδευσης γιατί όταν σερβίρει το τσάι, όλα καλύπτονται από μια κρούστα ζάχαρης αναθρεμμένης σε αγγλικά σαλόνια.

Η θεία Αμερσούδα έλκει την καταγωγή της από την Ανω Γοργοπετινίτσα, και εξ όσων γνωρίζουμε από τις αναδιφήσεις στα μητρώα της κοινότητας, ουδεμία σύνδεση αίματος υπήρξε ποτέ μεταξύ Γοργοπετινίτσας και αγγλικής αριστοκρατίας, μα η θεία Αμερσούδα πάντα πίστευε πως αυτό ήταν ένα αδιάσειστο γεγονός που όμως η Ιστορία είχε φροντίσει σκανδαλωδώς να το αποκρύψει. Φυσικά, όλα αποκαλύπτονται εντέλει στις λεπτομέρειες, και ιδού: ο τρόπος που πιάνει απ’ τ’ αφτί την ντελικάτη κούπα, το συνοδό πιατάκι κομψώς αναπαυόμενο στα τρία δάχτυλα του άλλου της χεριού, η εμμονή να παίρνει το τσάι της στην πέμπτη χλιαρή ώρα-ορόσημο της Αλβιόνας, τα μικρά βουτυρωμένα κεκάκια και τέλος τα λιπόθυμα βιβλιαράκια στα πόδια της, δείγμα αναγνωστικής ανατροφής. Το ότι τα βιβλιαράκια αυτά είναι εκκλησιαστικά φυλλάδια με βίους αγίων, είναι μια μια αχνότατη κορδελίτσα που ανήκει στην ασήμαντη φυλή των λεπτομερειών.

Και εκείνη πια η προσφιλής  συνήθεια να προσφωνεί τους πάντες «αγαπητέ», τι άλλο θα μπορούσε να δηλώνει παρά μια ανατροφή που μόνο μια αγγλίδα γκουβερνάντα μέσα στο DNA της θα της το υπαγόρευε με έμφαση, εξακολουθητικώς.

Έχοντας απεμπολήσει από καιρό την επιθυμία να είναι η ίδια αγαπητή, η θεία Αμερσούδα, φορά απαστράπτουσα την επιτίμηση στο δόξα πατρί και με αυτήν περιφέρεται στον αχάριστο κόσμο. Ακόμα και για τους οικείους της, στις ιδιότυπες αυτές συνάξεις, έχει από ένα νόμισμα επιτίμησης να τους βάλει στο στόμα στην περίπτωση που αυτοί θα το άνοιγαν.

Στις συνάξεις αυτές, υπάρχει ένα καθιερωμένο τελετουργικό. Τους βάζει να καθίσουν με την επιβεβλημένη σειρά αρχαιότητας, τους σερβίρει και αφήνοντας έναν ανάλαφρο αναστεναγμό, –σαν να βουτά σε δροσερό νερό μετά από κάψα– ξεκινά την ψιλοβελονιά του μεταθανάτιου βασανισμού τους…

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Βιογραφικό Στέλλα Δούμου