Σόνια Ζαχαράτου
Η ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ
Δεν ήξερε τίποτα για όλα αυτά που θα της συνέβαιναν.
Πώς να ήξερε, άλλωστε, αφού ήταν έμβρυο ακόμη, όταν οι άλλοι αποφάσιζαν για τη δική της τύχη…
Τότε ήταν, λοιπόν, πολύ πριν φωνήσει την πρώτη έναστρη κραυγή, που και η μάνα της μάθαινε με κομμένη ανάσα, ότι ευθύς μόλις γεννούσε και την έπαιρνε στην αγκαλιά της, θα έπρεπε πάραυτα και να τη δώσει. Την πρωτότοκη θυγατέρα. Να τη δανείσει -καθώς της είπαν- στον μεγαλύτερο αδελφό του άντρα της, μια κι εκείνος δεν είχε παιδιά, στέρφα η γυναίκα του, και πολύ ήθελε να έχουν ένα. Ηταν όνειρο ζωής του και όλη η οικογένεια τού είχε μεγάλη υποχρέωση, καθώς πολύ την είχε βοηθήσει στα πρότερα χρόνια.
Γεννήθηκε.
Ήρθε στον κόσμο αδύνατη και αδύναμη, ζαρωμένη και ασπρουδερή. Τα μαλλιά της, όρθια καρφάκια, σημάδευαν την τύχη της στη ρουλέτα. Το βλέμμα της, επαναστατημένο, από καταβολής. Τα χέρια της, ανυπάκουα μικρά κλαδιά που δεν συμμορφώνονταν στις επιταγές των ανέμων. Η φωνή της, στριγγή και πεισματικά αποφασισμένη.
«Μα…. μα… πώς θα γίνει; Τι θα πει αύριο που θα ξεβλαστήσει; Πώς θα της φανεί; Πώς θα το πούμε;», ξέσκιζε τα μέσα της η μάνα. Φωνές εσωτερικές κι άλλες ψιθυριστές κι άλλες πάλι, δυνατές και θυμωμένες.
«Σσσσσς… Θα μας ακούσει ο κόσμος….»
Η νιογέννητη έπρεπε γρήγορα ν’ αλλάξει χέρια, να μεγαλώσει σε άλλη πόλη και μέσα σε άλλα χνώτα, να μη το μάθουν όλοι, από όποιους μπορούσαν να το κρύψουν, καλό θα ήταν. Έπρεπε ν’ αλλάξει μάνα και πατέρα, στα σιωπηλά.
Η μάνα της –αν η μικρή Μελπομένη, όπως τη βάφτισαν αργότερα, μπορούσε να καταλαβαίνει και μεγαλώνοντας να θυμάται-, η πραγματική της μάνα, βρεγμένη από το κλάμα, σιγομιλούσε ώρες ολόκληρες στη θετή τη μάνα, λόγια που δεν ακούγονταν παρά ανάμεσά τους και ούτε πόντο παραπέρα, καθισμένες στο ημίφως. Σκούπιζε διαρκώς με την άκρη της φούστας την πίκρα από τα δάκρυα κι έτριβε τα χέρια της και τα δάχτυλά της ανάμεσά τους, για να είναι πάντα ζεστά, μη και χρειαστούν για το μωρό της.
«Να μπορούσα να σε ξαναβάλω μέσα μου…», ήταν η επωδός στα πρώτα μελένια νανουρίσματα, που πρόλαβε και της είπε.
Στα δάκρυα της Μελπομένης της, που όλο στέναζε και σούφρωνε τα χείλη πιπιλώντας το σάλιο της, είχε για μαντήλι το βελούδο των χειλιών της. Τα ρούφαγε, όπως οι μέλισσες το νέκταρ, ίσως για να πάρει μαζί της, βαθιά στο σώμα της, την ευωδιά του μικρού ανθού της. Και η μικρή τότε, βυθιζόταν στον κόρφο της και δεν ξεκόλλαγε από εκεί, λες και διαισθανόταν το ριζικό της. Λες για ν’ ανοίξει πάλι της μάνας της τη σάρκα και να κρυφτεί στα σπλάχνα της. Κι αυτή, με τη σειρά της.
Μεγάλωνε η Μελπομένη ανάμεσα στη μάνα και στη θεια –ποια η μάνα, ποια η θεια;- ανάμεσα στον θειο και στον πατέρα –αγάπη και οι δυο τους έσταζαν και καμάρωναν, λες κι οι δυο μαζί την είχαν σπείρει,- κι έμοιαζε στην αρχοντική ομορφιά της μάνας. Της κρέμασαν, όμως, στον λαιμό της μενταγιόν με τη φωτογραφία της ψεύτικης, για να πεισθεί, με όλους τους τρόπους, ότι αυτή ήταν η αληθινή. Γιατί, κατά βάθος, όλοι φοβόντουσαν και τρόμαζαν από τον θόρυβο της σκέψης τους.
Η άνοιξη του κοριτσιού ήταν βαρύς χειμώνας. Βροντές και αστραπές και κρύο πολύ στα χέρια, στην κοιλιά, στα χείλη και στα πόδια, παρά τα μεταξωτά και τα ταξίματα για όλα τα καλά του κόσμου. Και πάνω που πίστευαν ότι με αυτά θα εξατμιζόταν η θλίψη, να’σου που ήρθε ο βοριάς και τα πήρε όλα…
Γιατί ήταν μια νύχτα άσπρη απ’το πολύ το χιόνι, που η Μελπομένη έφυγε να πάει να βρει τη μάνα. Δρόμους πήρε κι άφησε, έκανε μπρος και πίσω, τράβηξε κατά τα βουνά, είδε και το φεγγάρι ολόγιομο και παγερό να της ανοίγει δρόμο, πήρε το φως του στο κατόπιν κι ένα νανούρισμα βγήκε βαθιά από τα σπλάχνα, νανούρισμα που το φύλαγε κρυμμένο από μωράκι, τότε που μάνα και κόρη έκλαιγαν αγκαλιά δίπλα στην αναμμένη σόμπα… «Κοιμήσου και παρήγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου, στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου…»
Και διαμάντια έκανε το φεγγάρι τις νυφάδες κι εκείνη περπατούσε οδηγημένη από το φως του, περπατούσε, χοροπηδούσε και τραγουδούσε πάνω και κάτω από τα διαμάντια, τραγουδούσε περπατούσε και θυμόταν, περπατούσε τραγουδούσε θυμόταν και άρχισε να κουράζεται και να νυστάζει, να νυστάζει πολύ, να ονειρεύεται ξύπνια, με τα πόδια παγωμένα να σκαρφαλώνει στις φεγγαραχτίδες, να νυστάζει, να ονειρεύεται και να τραγουδάει, να ψιθυρίζει «έρχομαι» και να κοιμάται περπατώντας, να κοιμάται βαθειά και να ονειρεύεται ότι περπατά και τραγουδάει, να ονειρεύεται ότι το φεγγάρι την έχει πάρει αγκαλιά κι ότι της τραγουδάει κι εκείνη να κοιμάται ευτυχισμένα κι όλο αυτό το «έρχομαι» να πιπιλάει.