Δημήτρης Χριστόπουλος
Από το ημερολόγιο νοσηλείας
(1)
Τον γνώρισα εδώ πριν από λίγο καιρό. Πατημένα τα πενήντα. Είχε μια καταχνιά στο πρόσωπο. Σήμερα τον είδα για τελευταία φορά. Κρατούσε μια παλιά σάκα, με τετράδια και βιβλία. Ήταν μαθητής του Δημοτικού. Ίδρωνε, μου ’λεγε, κάθε φορά, που η δεσποινίς Αριθμητική τον καλούσε στον πίνακα να αναμετρηθεί μαζί της. Κάθε σταγόνα αίμα στα δάχτυλα τη μετρά. Ανοίγει, κλείνει και πάλι απ’ την αρχή. Ο ισολογισμός θετικός αλλά το βιβλιάριο ενσήμων μισογεμάτο. Στις προσθαφαιρέσεις τα ψιλοκαταφέρνει. Μετά αρχίζουν τα δύσκολα. Στο διπλανό θρανίο, ο Ιησούς δωδεκαετής. Τον σκουντά, το θαύμα Του να επαναλάβει και το ελάχιστο να πολλαπλασιάσει. Μήπως προτιμάς, του κάνει, το βάσανο τούτο γρήγορα να τελειώσει και η ζωή κάπου αλλού να ξαναρχίσει; Τόση λευκότητα δεν την αντέχει και εξατμίζεται στο φως. Το ξέρει, εδώ δεν έχουν θέση τα θαύματα. Αυτοκτονία την καταχωρίσανε στα συμβάντα. Αξιοπρεπή θάνατο τον λέω εγώ.
(2)
Την τέταρτη μέρα πεθύμησα την καριόλα την ψυχή μου που το ’βαλε στα πόδια. Της στέλνω μηνύματα με το κινητό, φωτογραφίες μπας και συγκινηθεί και γυρίσει πίσω. Της χαμογελώ με τρυφερότητα, ανεβάζω με αφιέρωση παλιά αγαπημένα τραγουδάκια σε κάποιο νησί, ολόγυμνοι, εγώ κι εκείνη, την ώρα που σκοτείνιαζε. Πίνω κάθε μέρα ουσίες, της λέω, για να την πικάρω. Καθαρές ουσίες, εκλεκτές, άρτι αφιχθείσες από το εξωτερικό. Τα αυθεντικά κοκτέιλ πουθενά αλλού δε θα τα βρεις. Σταγόνα σταγόνα η απόλαυση, μέχρι να αδειάσει η φιάλη. Τι ερυθρά, τι λευκά αιμοσφαίρια, αιμοπετάλια μικρά και μεγάλα, όλα στο μπλέντερ αιμομικτούν! Και μετά, ο μπάρμπαν τοποθετεί με επιδεξιότητα το δείγμα στο πλακάκι-σφηνάκι για να κεράσει ένα γύρο την εκλεκτή πελατεία που υπομονετικά περιμένει τη σειρά της. Τα μηνύματα πολλαπλασιάζονται αλλά μένουν αναπάντητα. Σαν να ’χει ξεχαστεί κι ο Θεός σε κάποιο μπαρ.