Βίκη Δερμάνη
Το σπίτι
Το σπίτι ζώο άγριο. Ένα άγριο ζώο που μέσα της ορμά και την ξεσκίζει. Μία, δυο, φορές είκοσι, φορές εκατοντάδες. Αυτή, μ’ ένα του πόνου κλάμα γοερό, μετράει κι όλο μετράει τις δαγκωματιές της.
Κοιτάζει γύρω της. Όλα γνωστά και όλα ξένα. Όλοι οι δικοί της αέρας και χώμα έγιναν. Διώχνει σαν μύγες τις αναμνήσεις. Εκείνες στυγνές κι επίμονες ξανάρχονται. Τις φτύνει, τις πνίγει, μα οι αναμνήσεις εκεί. Ξανάρχονται και τη γδέρνουν.
Ο σκορπιός στο στομάχι της οικείος. Κάθεται μαζί της στο τραπέζι, βόλτα πηγαίνει μαζί της, τα βράδια κοιμούνται πάντα μαζί, αντάμα ξυπνάνε το πρωί. Της επιτίθεται, τη δαγκώνει, ήσυχη δεν την αφήνει ποτέ. Απ’ τα μαλλιά ο πόνος την αρπάζει. Βγαίνει απ’ το στήθος της ζώου μουγκανητό.
Το σπίτι της μυρίζει δηλητήριο˙ εκείνη ερημιά. Μια ερημιά δηλητήριο.
Πίσσα σκοτάδι την τυλίγει σαν αραχνιά. Μαρμαρωμένη κείτεται στης ερημιάς τα βράδια. Πάνω σε κρεβάτι σακάτικο, του ύπνου το βύθισμα την παίρνει. Κοιμάται. Στην παγωνιά ενός ονείρου που σαν σουγιάς την καρφώνει. Ξεχύνονταν μαύρο νερό και ψάρια νεκρά από μέσα της. Το σπίτι της πελώριος βράχος ασήκωτος γίνεται, τα δωμάτια του πόνου ακρωτήρι.
Δίχως βάρκα. Δίχως σωσίβιο. Ολονυχτίς πνιγόταν.