Συνομιλία 3×3 ενός πεζογράφου με έναν ποιητή
Αγαπητέ μου Βαγγέλη,
συχνά μου έρχεται στο νου η επισήμανση της διαφοράς ανάμεσα στην ποίηση και στον πεζό λόγο, όπως την είχε διατυπώσει ο Σεφέρης κατά το πνεύμα του Πωλ Βαλερύ. Παρομοίασε την πρόζα με τη βάδιση και την ποίηση με τον χορό. Ως πεζογράφος νιώθω κάπως αμήχανα στον ρόλο του πεζοπόρου έστω και μεγάλων αποστάσεων. Ενδιαφέρον θα είχε να είχαμε ένα σχόλιο επί του θέματος και από κάποιον άλλον ποιητή…
Φίλε Ισίδωρε, η ποίηση έχει μιαν ιδιότητα ακατάληπτη ακόμη κι απ’ τον ίδιο τον ποιητή, είναι εκείνη της αποκάλυψης. Ο άτακτος νους αποκαλύπτει πολλές φορές ερήμην του δημιουργού ό,τι συμβαίνει, ό,τι διακρίνει, ό,τι αισθάνεται. Το μυστήριο της ποιητικής συμβαίνει και δεν ορίζεται. Θα σου έλεγα πως μέσα σ’ αυτήν την οντολογική πλεκτάνη ό,τι καταφέρνει να δραπετεύσει και να διεκδικήσει το φως το ονομάζουμε ποίημα. Ως εκ τούτου η έκτασή του είναι μικρή έως ελάχιστη, όπως ο χρόνος της αστραπής. Η επιμήκυνση του δημιουργήματος έχει να κάνει με την επινοητική ικανότητα και το ταλέντο του δημιουργού. Προσωπικά εκτιμώ ιδιαίτερα την πεζογραφία και ιδιαίτερα εκείνη των μεγάλων πολυσύνθετων αφηγήσεων, διότι καταφέρνει να δημιουργήσει έναν κόσμο κι όχι μια στιγμιαία έκλαμψη, κάτι που χρειάζεται μόχθο πνευματικό και συνέπεια. Ως ποιητή δυστυχώς με απωθεί η πεζοπορία, ιδιαίτερα μεγάλων αποστάσεων, όπως και ο χορός που με αποσυντονίζει λόγω της αδεξιότητάς μου και θα συμμεριστώ την άποψη του Μποντλέρ που χαρακτηρίζει τους ποιητές άλμπατρος και νεφοπρίγκιπες.
Στα μυθιστορήματα που έχω γράψει είχα πάντα μια φιλοδοξία: Να μεταγγίσω έναν λόγο ποιητικής πνοής σε μια στέρεη αφήγηση με δράση, ανατροπές και πολλούς χαρακτήρες. Να γράψω βιβλία όπου ο διχασμός (εν πολλοίς πλαστός) ανάμεσα στο ποιητικό και πεζογραφικό λόγο να έχει καταργηθεί κάτω από την ομογενοποιητική λειτουργία μιας έκφρασης με το όνομα λογοτεχνία. Πόσο νομίζεις πως μπορούμε να συγκατοικήσουμε; Και ας μη ξεχνάμε πως αρμονική συγκατοίκηση έχουμε όταν μοιραζόμαστε ακριβοδίκαια το πλύσιμο των πιάτων…
Πάντα πίστευα και υποστήριζα το ενιαίο της λογοτεχνίας. Οι επιθετικοί προσδιορισμοί περιορίζουν την αξία και το περιεχόμενο της Τέχνης του Λόγου, της υψηλότερης και πιο συγκροτημένης κατάκτησης του ανθρώπου. Όμως αναμφισβήτητα υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι έκφρασης, -η συγκίνηση δεν είναι μονοσήμαντη-, έτσι η ποίηση ενυπάρχει στην πεζογραφία, όπως η αφήγηση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ποίησης. Οι μεγάλες ποιητικές συνθέσεις το αποδεικνύουν άλλωστε. Η αρμονία και η συνύπαρξη είναι εδώ και χιλιάδες χρόνια το ζητούμενο του πολιτισμού κι όλες οι πνευματικές κατακτήσεις του ανθρώπου βασίζονται στην ομογενοποιητική λειτουργία της έκφρασης. Ο λόγος σε κάθε του μορφή εμπεριέχει όλους τους εκφραστικούς τρόπους. Σου θυμίζω τις ποιητικές πρόζες ή τα αφηγηματικά ποιήματα, όπου η διάκριση είναι δυσδιάκριτη έως αδύνατη και το δημιουργικό αποτέλεσμα υψηλής αισθητικής ποιότητας. Όσον αφορά σε εμένα αγαπώ ιδιαίτερα την ποιητική πρόζα και την καλλιεργώ με συνέπεια και πάθος. Το τελευταίο μου βιβλίο «Ο ελεγκτής…» με διηγήματα, θεωρώ πως είναι ένα πρώτο βήμα για να δοκιμάσω και την συγκατοίκηση με τους πεζογράφους. Η αρμονική συγκατοίκηση όμως, στο σπίτι της λογοτεχνίας δεν νομίζω πως αφορά στις ειδολογικές διαφορές, αλλά να τα καταφέρνουμε μέσα από δημιουργικές συγκρούσεις να αναδεικνύουμε τη δυναμική της και να την υπερασπίζουμε ως κληρωτοί στα προκεχωρημένα φυλάκια.
Αγαπώντας τις παρομοιώσεις πολλές φορές έχω σκεφτεί την πεζογραφία ως ζύμωση και την ποίηση ως απόσταξη. Στη μια περίπτωση ο πότης (αναγνώστης) μπορεί να καταναλώσει πολύ περισσότερο προϊόν από ότι στη δεύτερη. Υπάρχει όντως μια αντιστοιχία, αν το καλοσκεφτείς. Πες μου πώς διαχειρίζεσαι τον πληθωρισμό των στίχων είτε ως αναγνώστης είτε ως δημιουργός. Είναι η φειδωλότητα ένα εγγενές χαρακτηριστικό της ποίησης ή όχι; Στον αρχαίο κόσμο νομίζω όχι, σήμερα όμως;
Κοίταξε, η ποιητική δημιουργία, ακόμη και στις μεγάλες συνθέσεις, δεν μπορεί παρά να είναι αποσπασματική αρχικά. Το ποίημα είναι σαν μια βάρκα που παλεύει με τα κύματα σε αχαρτογράφητα νερά, άλλοτε ανεβαίνει στην επιφάνεια κι άλλοτε αγγίζει τον βυθό. Η επιβίωση είναι δύσκολη και οι διασώστες αργούν. Μέσα σ΄ αυτήν την αβεβαιότητα παλεύει ο ποιητής για να σώσει έστω έναν στίχο. Ύστερα σιγά σιγά τα σπαράγματα ενώνονται, αρχίζει να μορφοποιείται το σχήμα, να οργανώνεται η μορφή και το περιεχόμενο να αχνοφαίνεται. Χρειάζεται το αίμα του ποιητή η ποίηση για να αποκτήσει φως. Η μαγεία αυτής της Τέχνης σε παρασέρνει σε βάθη δυσθεώρητα, παλεύεις κατασπαράζοντας τις σάρκες σου. Και τι μένει στο τέλος; Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε πως αυτό το λίγο που μένει είναι ακριβώς ένα απόσταγμα το οποίο όμως δεν είναι από μόνο του ικανό να ζήσει, χρειάζεται τον αποδέκτη που θα το μεταχειριστεί με τη δέουσα ευγένεια και προσοχή. Η συγκίνηση τελικά που προσφέρει ένα ποίημα είναι η αξία του και ο έπαινος για τον ποιητή. Τώρα θα μου πεις, όλα τα παραπάνω έρχονται σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα με το πλήθος των ποιητικών βιβλίων που εκδίδονται. Όλοι γράφουν σαν να είναι το ευκολότερο πράγμα που θα μπορούσαν να κάνουν. Φίλε Ισίδωρε, η αφαίρεση είναι η πράξη της ποίησης, να βρίσκεις το υπόλοιπο απ’ το τίποτα και να επιβιώνεις ως δημιουργός και να συγκινείσαι ως αναγνώστης. Από τη μια ως αναγνώστης λυπάμαι διότι η ποιότητα δύσκολα διακρίνεται, από την άλλη με παρηγορεί το γεγονός ότι η ποίηση ενδιαφέρει. Άλλωστε τις αντιφάσεις αυτές θα τις λύσει η ζωή κι ο χρόνος που την συνοδεύει
Φίλε Ισίδωρε,
ας μιλήσουμε για τη σχέση της λογοτεχνίας με την ιστορία. Κατά γενική ομολογία η συγγραφική δραστηριότητα δεν συντελείται σε ιστορικό κενό. Πώς διαμορφώνεται για εσένα το πλαίσιο αναφοράς και σε ποιο βαθμό η επινόηση και η μυθοπλασία επηρεάζουν τις συγγραφικές σου προτεραιότητες;
Το πλαίσιο αναφοράς κατασκευάζεται με την προσεκτική συλλογή πραγματολογικών στοιχείων μιας εποχής. Όχι μόνο πώς ήταν τα σπίτια και οι δρόμοι, τι έτρωγαν και τι φορούσαν οι άνθρωποι, αλλά και το αξιακό τους σύστημα: Τι πίστευαν για την κοινωνία και τις ανθρώπινες σχέσεις, τον κόσμο, τον Θεό…
Σε αυτόν τον δομημένο ιστορικό διάκοσμο έρχεται η επινόηση και με τη μυθοπλασία υφαίνεται η αφήγηση. Έχει σημασία εδώ να θυμίσω πως στα δικά μου μυθιστορήματα τα ιστορικά πρόσωπα έχουν μια μικρή παρουσία. Τον περισσότερο χώρο τον καταλαμβάνουν οι επινοημένοι χαρακτήρες κι αυτό μου δίνει μεγαλύτερη ελευθερία στην πλοκή και στην απεικόνιση των χαρακτήρων.
Η εκπαίδευση ως συντηρητικός και άκρως επιδραστικός κοινωνικός θεσμός, απολύτως συνδεδεμένος με το κρατικό status, σε αντίθεση με το φιλελεύθερο και αδέσμευτο πνεύμα της λογοτεχνίας, ποιο ρόλο έπαιξε στη δημιουργική σου διαδρομή;
Στη δική μου περίπτωση το σχολείο μου πρόσφερε κατ’ αρχάς μια διέξοδο βιοπορισμού αλλά και το προνόμιο μιας καθημερινής σχέσης με τον κόσμο των παιδιών, μια σχέση με πολλές απαιτήσεις αλλά και με πολύ φως. Ο κόσμος της φαντασίας και της νεανικής δημιουργικότητας είναι σε μια σχέση ώσμωσης με τη λογοτεχνική γραφή. Είναι και ο κόσμος των βιβλίων με τον οποίο έχει κανείς μια διαρκή σχέση από νωρίς το πρωί μέσα στην τάξη ως αργά το βράδυ με τα άλλα βιβλία, αυτά του συγγραφικού εργαστηρίου.
Σχετικά μ’ αυτό που ανέφερες για τη δύσκολη συμβίωση εκπαίδευσης και καλλιτεχνικής δημιουργίας πράγματι τα εκπαιδευτικά συστήματα είναι εκ φύσεως συντηρητικά, όμως ας μη ξεχνάμε πως η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση την οποία και υπηρετήσαμε και οι δυο μας για πάνω από τρεις δεκαετίες είναι μια κατάκτηση του προηγούμενου αιώνα, καθώς είναι ο πιο γνωστός και περπατημένος δρόμος για την άμβλυνση των ανισοτήτων και την ανάπτυξη της κινητικότητας ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα. Από την άλλη, το αδέσμευτο πνεύμα της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα, πολύ συχνά προπορεύεται της εποχής της. Το εκπαιδευτικό σύστημα όπως και άλλοι θεσμοί συντηρούν τα υπάρχοντα ενώ η λογοτεχνία ονειρεύεται και επανασχεδιάζει με καλλιτεχνικά κριτήρια τον κόσμο. Νομίζω πως έτσι γινόταν για αιώνες.
Αυτό όμως που ενώνει σήμερα τα εκπαιδευτικά συστήματα και τη λογοτεχνία είναι ο φόβος μιας απρόοπτης κι επελαύνουσας αγραμματοσύνης που αφορά όλο και περισσότερο τις μάζες. Η οπτικοποίηση της επικοινωνίας, η άσκηση πολιτικής μέσω απλοϊκών συνθημάτων και εικονομηνυμάτων, η δυσκολία αποκωδικοποίησης γραπτών κειμένων από τους νέους διαγράφουν ένα κατά τη γνώμη μου ζοφερό μέλλον. Το σχολείο και οι τέχνες πιστεύω πως αργά ή γρήγορα θα κληθούν να συμμαχήσουν.
Πιστεύεις πως η ποίηση και η πεζογραφία της γενιάς μας εν μέσω της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης μέσα σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον το οποίο αθροίζει νεκρούς και καταστροφές, θα καταφέρει να αποτελέσει ψηφίδα στο μωσαϊκό της ελληνικής λογοτεχνίας ή θα καταλήξει μοιραία σε άθυρμα της ματαιοδοξίας μας;
Νομίζω θα συμφωνήσεις μαζί μου, πως ο χρόνος είναι ο αδέκαστος και αμείλικτος κριτής. Είναι νωρίς ακόμη για να πούμε οτιδήποτε. Όταν ο χρόνος θα τελεσιδικήσει, δεν θα είμαστε εδώ για να το δούμε. Κι αν ακόμη όλα αποδειχτούν ένα σύντομο καπρίτσιο της ματαιοδοξίας, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι πάντα ο ρόλος μας μοιάζει μ’ αυτόν του ακροβάτη και ο φόβος της πτώσης είναι υπαρκτός. Αυτό ίσως τελικά είναι και η μέγιστη απόδειξη του ποθούμενου μεγαλείου αλλά και της τραγικότητας της γραφής.