Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Αντώνης Μυλωνάκης

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Αντώνης Μυλωνάκης

«Καινή ομολογία»

1

Ζέστη. Βράζει ο τόπος και το τσιμέντο μας ψήνει όλους μαζί σιγά-σιγά. Εδώ, στον προαύλιο χώρο που περιμένουμε, δεν υπάρχει ούτε μισό τετραγωνικό σκιάς να κρυφτούμε. Και ο αέρας είναι υπερβολικά ζεστός. Μπορείς να τον δαγκώσεις και να σου κάψει το στόμα.

Ήθελα να ήξερα πως η συγκεκριμένη επιχείρηση επιτρέπει μια τέτοια μεταχείριση στους πελάτες της. Θα πρέπει να έχουν τόνους από γραπτά παράπονα για τις άθλιες συνθήκες που υποβάλλουν τους πελάτες τους. Δεν είναι δα και ένα μέρος που βλέπει σπάνια επισκέπτες ώστε να μην έχει προβλεφθεί μία λύση. Το αντίθετο θα έλεγα!

Το μάτι μου επιμένει σ’ ένα ορισμένο σημείο στο βάθος· σε μία όαση. Μία συστάδα δέντρων και από κάτω μια λαχταριστή σκιά· και πιο πέρα παρατεταγμένα μνήματα. Είναι αρκετά μακριά και ανηφορικά, και σκέφτομαι πως δεν θα προλάβουμε να φτάσουμε ως εκεί· θα λιώσουν οι σάρκες μας πάνω στην άσφαλτο. Δεν είμαι μόνος μου όμως. Είμαι περικυκλωμένος από μαυροντυμένες γυναίκες, κάθονται σε παγκάκια στη σειρά, δίπλα η μία στην άλλη. Κρατούν βεντάλιες και τις κουνούν ακριβώς με την ίδια φορά και ταχύτητα. Δεν σταματούν δευτερόλεπτο. Μου θυμίζουν κουρδιστό παιχνίδι. Οι άντρες τους παραπέρα, όρθιοι με ένα τσιγάρο στο στόμα, συρρικνώνονται κυριολεκτικά μέσα στα υπερμεγέθη κουστούμια τους και δεν βγάζουν άχνα για τις χοντρές σταγόνες στο μέτωπό τους. Είμαστε όλοι εδώ και περιμένουμε. Περιμένουμε τον Τζορτζ.

Πολλή ζέστη. Η πλάτη μου είναι ολόβρεχτη και τα ρούχα μου δεν έχουν άλλο περιθώριο. Χρειάζονται στράγγισμα. Ειδικά στην πλάτη δεν πρέπει να υπάρχει ίχνος στεγνής επιφάνειας. Θέλω νερό, πρέπει να πιω νερό. Επειγόντως. Ο λαιμός μου είναι στεγνός.

Κακή μέρα να πεθάνει κανείς μία τόσο ζεστή μέρα. Μεγάλη ατυχία. Όλα γύρω να ανθίζουν και εσύ να πρέπει να σαπίσεις στο χώμα. Δεν είναι απλά ατυχία τώρα που το ξανασκέφτομαι. Είναι προκλητικό. Οι άλλοι να τραγουδούν και να κάνουν έρωτα στις παραλίες μεθυσμένοι, και εσύ να είσαι καθηλωμένος με το στόμα κλειστό, ανήμπορος, έτοιμος να λιώσεις. Ενώ το χειμώνα, πολύ καλύτερα τα πράγματα. Ειδικά αν μένεις και σε καμιά κρύα πόλη του Βορρά, ακόμα καλύτερα. Μπορείς να περάσεις δύο-τρεις μέρες εκτός χώματος. Να γίνουν όλα με αξιοπρέπεια και στο χρόνο που τους πρέπει. Να σε κλάψουν, να σε συζητήσουν, να ακούσεις και κανένα μυστικό – στις κηδείες λέγονται οι μεγαλύτερες αλήθειες – να σου χαϊδέψουν τα μαλλιά, και το καλύτερο: να μνημονεύσουν μόνο τον καλό εαυτό σου. Τον άγιο εκείνο εαυτό, που δεν πείραξε και δεν είπε ποτέ κακή κουβέντα για κανέναν. Και μόλις τελειώσουν, χωρίς βιασύνες ή χωρίς κανένα φόβο μη μυρίσεις, να σε βάλουν στο χώμα και μετά από λίγο να σε σκεπάσει το χιόνι. Έτσι μάλιστα. Όχι, το καλοκαίρι δεν είναι καλή εποχή να πεθάνει κανείς. Πρέπει να το κοιτάξουμε αυτό.

Πιάνω το κρανίο μου και καίει. Είναι φρικτό, με έχει πιάσει πονοκέφαλος, αλλά ευτυχώς βλέπω τώρα από την πόρτα της εκκλησίας να ξεπροβάλλει το φέρετρο. Τελικά τον σηκώνουν έξι. Τα είχε πάρει τα κιλά του ο Τζορτζ τώρα στα γεράματα. Η γυναίκα του, η Λιζ, αρχίζει να φωνάζει, αλλά μέσα από το στεγνό λαρύγγι της βγαίνει άμμος της ερήμου. Λιποθυμάει ή απλά πέφτει κάτω δεν είμαι σίγουρος. Οι άλλες κυρίες αυτόματα σταματούν την βεντάλια, την βάζουν κάτω από τη μασχάλη, και την περικυκλώνουν. Της πλένουν το πρόσωπο με νερό – θέλω και εγώ νερό – και μόλις η Λιζ συνέρχεται, απομακρύνονται, σχηματίζουν τη γνωστή συνάθροιση και ανοίγουν πάλι τις βεντάλιες.

Οι έξι μαυροντυμένοι άντρες στρίβουν και κατευθύνονται προς τα δέντρα. Ξεφυσώ με ανακούφιση. Σε λίγο θα τελειώσουν όλα. Καθώς ανεβαίνουμε βρίσκω μία πηγή με νερό στη βάση ενός δέντρου. Βάζω την χούφτα μου να το μαζέψω, είναι δροσερό. Πλένω το πρόσωπο μου και κλείνω τα μάτια με απόλαυση όταν βρέχω το χείλια μου. Σηκώνω το κεφάλι και η πομπή έχει απομακρυνθεί αρκετά. Με δύο μεγάλες δρασκελιές βρίσκομαι πάλι στο τέλος της γραμμής και κοιτώ πίσω μου. Μια γυναίκα γεμίζει μια κανάτα νερό και την ακουμπάει στον ώμο της. Μου κάνει εντύπωση που με κοιτάει όμως πρέπει να επιστρέψω το μυαλό μου στην κηδεία.

Καθώς αρχίζει ο παπάς να λέει τα τελευταία λόγια, οι περισσότεροι αρχίζουν και κλαίνε. Σιωπηλά και συγκρατημένα. Μόνο η Λιζ δεν μπορεί να βαστάξει και ουρλιάζει κάτι ακαταλαβίστικα. Και τότε αρχίζουν όλοι να μουρμουρίζουν: «Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ» ή, «θα σε θυμάμαι για πάντα» και κλαίνε πιο δυνατά.

Έτσι από απόσταση που τους κοιτώ, μου έρχεται να γελάσω. Είναι λιγάκι κωμικό πόσο αθάνατοι νιώθουν οι ζωντανοί στις κηδείες. Συμπεριφέρονται παράξενα. Άκου «θα σε θυμάμαι για πάντα», δεν κρατιέμαι.  Χαμογελάω.

Το φέρετρο, αποφασίζουν με την σύζυγο – σε μια στιγμή εκπληκτικής διαύγειας μεταξύ θρήνου και λιποθυμίας – να μην το ανοίξουν. Φοβήθηκαν την όψη και την μυρωδιά του νεκρού. Καλώς έπραξαν, σκέφτομαι. Το εφαρμόζουν ακριβώς πάνω από την τρύπα και ύστερα με μηχανισμό το κατεβάζουν κάτω. Οι ίδιοι καλεσμένοι που  πετούσαν ρύζι στο γάμο του, τώρα του πετούν λουλούδια. Τι αντιφατικό! Δεν χαμογελάω με αυτό. Δεν μου άρεσε σαν σκέψη. Την διώχνω μακριά. Ένας κύριος μας εξηγεί πως τελείωσε το μυστήριο και ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στο κάλεσμα της οικογένειας που  θα γίνει στο σπίτι, στην οδό που αναγραφόταν στην πρόσκληση της κηδείας.

2

Το σπίτι είναι έτοιμο για τους καλεσμένους, εμάς. Το γκαζόν στο κήπο είναι περιποιημένο, ο φράχτης φρεσκοβαμμένος και η πόρτα του γκαράζ επιτέλους κλειστή. Έπρεπε να πεθάνει ο Τζόρτζ για να φτιαχτεί. Μπαίνω μέσα κι ένα νεαρό αγόρι με δίσκο στο χέρι με κερνάει νερό. Το πίνω πολύ ευχάριστα και απομονώνομαι σε μία άκρη. Η Λιζ σε αυτή την πλευρά του τοίχου έχει κρεμάσει τα πλεκτά της – δύο ψάρια που κοιτούν σε αντίθετες κατευθύνσεις σε διάφορες χρωματικές παραλλαγές –και παίρνω το χρόνο μου να τα παρατηρήσω.

 Ο κόσμος με προσπερνάει αλλά δεν έχω καμία διάθεση να μιλήσω ή να πω αστεία σκηνικά με το Τζορτζ ή να τους πω από πού τον γνωρίζω. Είναι μεγάλη ιστορία. Όμως η αλήθεια είναι ότι τον ξέρω καλύτερα απ’ όλους εκεί μέσα. Ξέρω πως έζησε, ξέρω πως πέθανε. Αγύριστο κεφάλι.

Τζορτζ. Αχ, Τζορτζ. Τα έκανες θάλασσα. Έκανες δυστυχισμένους τόσους ανθρώπους. Και το χειρότερο είναι ότι δεν πήρες χαμπάρι. Το μέσα σου δεν τιμωρήθηκε όπως έπρεπε. Και ούτε θα τιμωρηθεί στους ουρανούς. Την γλίτωσες κάθαρμα. Αλλά από σήμερα τη γλίτωσαν και όλοι οι υπόλοιποι. Σήμερα έπρεπε να είναι γιορτή.

Ο κόσμος μαζεύτηκε και το σπίτι γέμισε με μαυροντυμένους ανθρώπους. Τρώνε, πίνουν όρθιοι, κλαίνε, γελάνε, συζητούν, και μερικές φορές όλα μαζί ταυτόχρονα. Με το μυαλό μου κάνω ένα παιχνίδι και προσπαθώ να δω μέσα από τα ρούχα, μέσα ακόμα και από το δέρμα τους. Και το καταφέρνω. Βλέπω σκελετούς να περπατάνε, να ανταλλάσσουν χειραψίες, να πίνουν νερό, να ανοίγουν το στόμα για να φάνε. Είναι αστείο. Σκέφτομαι πως θα είχε τρομερό ενδιαφέρον μια ταινία μικρού μήκους μόνο με σκελετούς. Δεν θα ξεχώριζαν οι πρωταγωνιστές, δεν θα ξεχώριζαν καν τα φύλα. Μόνο μέσα από τις κινήσεις τους οι θεατές θα καταλάβαιναν ποιος είναι ο άντρας και ποια η γυναίκα, ποιος είναι χαρούμενος και ποιος λυπημένος. Θα πρέπει να επιλεχθούν επιδέξιοι ηθοποιοί.

Αποφασίζω να δοκιμάσω ένα από τα καναπεδάκια που περιφέρονται τόση ώρα πάνω σε δίσκους. Παίρνω ένα, το βάζω στο στόμα και καταλαβαίνω αμέσως πως δεν είναι καλό. Έχει μουλιάσει η ζύμη, αλλά δεν μπορώ να το φτύσω, δεν είναι σωστό. Το καταπίνω αμάσητο και με μισή καρδιά. Δεν θα κάτσω ακόμα πολύ ώρα, αρχίζει και σπάει ο κόσμος. Πλησιάζω ένα παράθυρο και στέκομαι δίπλα από μία παρέα που συνομιλεί αρκετά δυνατά. Είναι λίγο ζαλισμένοι από το βερμούτ. Έχουν κοκκινίσει τα μάγουλα τους.

Στο βάθος, στο μπράτσο μιας πολυθρόνας εντοπίζω τη Λιζ. Συνομιλεί με μία άλλη γυναίκα και δείχνει ιδιαίτερα ζωηρή. Καμία σχέση με τη Λιζ του νεκροταφείου. Ευτυχώς  ο Τζορτζ δεν είναι εδώ να της ρίξει καμιά φάπα κρυφά στη κουζίνα ή να ειρωνευτεί τα πλεκτά της. Καθώς την κοιτώ, αναρωτιέμαι και ψάχνω να βρω τον λόγο που έμεινε τόσα χρόνια μαζί του. Ποια ήταν εκείνη η δύναμη που την κράτησε στο σπίτι; Ποια αρχή τη δίδαξε πως πρέπει να μείνει πιστή στον βασανιστή της;

Κι όμως, η μαμά της Λιζ είναι ευχαριστημένη και υπερήφανη για την κόρη της. Τα έκανε όλα σωστά και στην ώρα τους: Παντρεύτηκε ένα δουλευταρά άντρα, έκανε παιδί, τους κράτησε καθαρούς και τους μεγάλωσε και τους δύο. Τελεία. Τα κατάφερε στη ζωή της. «Όχι σαν την άλλη, την φίλη της από το σχολείο, την Ανν. Που σιγά τι έκανε. Τον γύρο του κόσμου. Τι μένει μετά, αυτό έχει σημασία. Θα την γηροκομήσουν οι φωτογραφίες από τα ταξίδια; Όχι. Η πληροφορία που έχουμε είναι ιερή, και είναι μία: να κάνουμε παιδιά και να τα μεγαλώσουμε με αξίες. Για αυτό προοριζόμαστε, αυτό θα κάνουμε».

Σκέφτομαι πως μάλλον δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μοιάσεις στον Δημιουργό σου. Μόνο εάν δημιουργήσεις και εσύ ζωή. Μία από τις πρώτες αρχές, και αυτό που κάνουν οι άνθρωποι από τότε που εμφανίστηκαν στη γη. Θεοποιούν

 ό, τι φοβούνται και ύστερα το καλοπιάνουν. Τι μοίρα!

Πολύ χαίρομαι που βλέπω την Λιζ έτσι ανακουφισμένη. Αν κόψει και το κάπνισμα, όπως σκέφτεται, της απομένουν δέκα χρόνια γεμάτα, να μπορέσει να δει και αυτή ένα κομμάτι του κόσμου. Να βρει και την φίλη της, την Ανν, και να μπουν σε εκείνο το τραίνο που έλεγαν. Ξέρουν αυτές.

Μα τι με έπιασε με αυτή την κηδεία; Είμαι ταυτόχρονα σε άλλες τόσες χιλιάδες κηδείες, γιατί ασχολούμαι με αυτή τόσο; Μάλλον μου έκανε εντύπωση η ζέστη. Κάτι όντως πρέπει να κάνω γι’ αυτό. Και πρέπει σίγουρα να σταματήσω να σκέφτομαι. Πού χρόνος;!

Κλείνω, κλείνω.

Θεός

ΥΓ: Θα ήθελα οι άνθρωποι να ξέρουν πως είμαι παρών. Όταν έρχονται

 και όταν φεύγουν.

ΤΕΛΟΣ

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου