Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση της πεζογράφου στην κοινωνία;
Σε μια εποχή, σε έναν κόσμο που αυτοσκοπός έχει γίνει ο καταναλωτισμός, η φλυαρία από εικόνες και πληροφορίες -ανούσιες τις περισσότερες φορές-, είναι εύκολος ο αποπροσανατολισμός. Το ερώτημα που ο ποιητής ή ο πεζογράφος πρέπει να θέτει στον εαυτό του είναι: «Που είμαι εγώ;», «Που το δικό μου ζύμωμα βρίσκεται»;
Αναρωτώμενη γι’ αυτήν την πρωτόγνωρη κατάσταση του εγκλεισμού και του φόβου του θανάτου, θυμάμαι πως σε κάθε δύσκολη φάση της ιστορίας, ο πρώτος που θυσιάζεται είναι η αλήθεια.
Τι γίνεται όμως, στη πεζογραφία; Ποια είναι η θυσία. Ποια, η αλήθεια; Φυσικά ό,τι μπορεί να πείσει. Η τέχνη δημιουργείται μέσω της διαδικασίας της σιωπής. Από το άδηλο και το ανείπωτο. Μέσω του βιώματος του κατασταλαγμένου. Για τον πεζογράφο, για τον ποιητή, η διαδικασία της γραφής είναι η ανάδειξη της μνήμης, του συναισθήματος, της αλήθειας.
Κοιτάζει μέσα από μια κλειδαρότρυπα την πραγματικότητα.
Καταγράφει ως εξωτερικός παρατηρητής. Αυτό έκανε πάντα. Παρατήρηση από απόσταση. Κι έπειτα ο απαραίτητος χρόνος για στέγνωμα.
Ύστερα έρχεται ένα κομμάτι χαρτί, ένα μολύβι, ένα στυλό, ένα λαπτοπ κι όλα αποτυπώνονται εκεί. Ο λογοτέχνης μέσω της παρατήρησης μοιάζει να είναι ανοιχτός σε οποιοδήποτε ερέθισμα. Όσο βουητό και να υπάρχει, βρίσκει τον τρόπο ως ενδιάμεσος να αποτυπώσει την ύπαρξη του. Η εμμονή είναι αναγκαία.
Ο Μίλτος Σαχτούρης μάς λέει: «Δεν έχω γράψει ποιήματα. Μόνο Σταυρούς σε μνήματα καρφώνω». Αυτή είναι η δουλειά του ποιητή. Αυτή του πεζογράφου. Να αιμορραγεί. Κάθε στιγμή. Να συμπυκνώνει τη σκέψη, την ανάγκη του. Να είναι απόλυτα παρόν. Έτσι θα κερδίσει τον φόβο και τον πανικό που το σήμερα μάς επιβάλλει με έναν τρόπο αυταρχικό και βίαιο. Είναι σαν το «amor fatti» του Νίτσε. Αγάπα την μοίρα σου. Απ’ ότι φαίνεται είχαμε ανάγκη μια πανδημία για να κληθούμε να θυμηθούμε. Η μοίρα μας, το νόημα, το ίχνος μέσα μας. Το ίχνος στην ζωή. Ως άνθρωποι. Ως πεζογράφοι. Ως ποιητές.
Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η πεζογραφία;
Που βρίσκεται η πράξη, λοιπόν; Εγώ ως άνθρωπος. Ως γυναίκα. Ως Μάνα. Ως πεζογράφος; Ως ποιητής; Ως αναγνώστης;
Που χωράω άραγε σε όλα αυτά;
Παρατηρώντας τον βίο σπουδαίων ποιητών, στοχαστών, ζωγράφων, ανθρώπων της τέχνης βλέπουμε έναν βίο συμπυκνωμένο. Γι’ αυτούς, ο θάνατος δεν υπήρξε απειλή. Υπήρξε σύμμαχος.
Πως γίνεται άραγε να μείνω αμέτοχη από τον πανικό που είναι διάσπαρτος τριγύρω; Πως γίνεται να συμπυκνώσω τον βίο μου; Πως θα κάνω σύμμαχο την πανδημία;
Μέσω της γραφής. Μέσω της ανάγνωσης.
Οι λέξεις είναι αυτές που συμπληρώνουν το παζλ κάθε ερμηνείας της πραγματικότητας που κουβαλάμε. Παίρνουμε απ’ αυτήν όπως το μωρό που βυζαίνει στο στήθος της μάνας. Για έναν πεζογράφο, για έναν ποιητή οι λέξεις πάνω σ’ ένα κομμάτι χαρτί είναι μονόδρομος. Είναι η φυγή από την όποια πραγματικότητα. Δραπετεύουμε μέσω των λέξεων και των εικόνων. Ο Καρυωτάκης έγραφε: «Μας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησης είναι το καταφύγιο που φθονούμε».
Πόσες εικόνες μπορώ να ξαναζήσω ως αναγνώστρια, διαβάζοντας; Πόσες ανάσες μπορώ να νιώσω βαθιά μετά από έναν στίχο που ήταν πιο κοφτερός και από ξίφος;
Η Ιστορία μάς έχει αποδείξει πως η πνευματική μεταμόρφωση έρχεται μετά από σκοτεινές περιόδους. Ποιητές, Πεζογράφοι, Καλλιτέχνες πάντα ήταν εκεί και θα εξακολουθήσουν να είναι. Οι φωνές δεν πρόκειται να χαθούν. Μα χρειάζονται και αναγνώστες. Η τέχνη απαιτεί μύστες και μυημένους.* Η Έστα Ράζου κατάγεται από την Ιθάκη. Έχει σπουδάσει θέατρο, επικοινωνία & δημόσιες σχέσεις. Ζει στην Αθήνα. Τον Οκτώβριο του 2015 κυκλοφόρησε η ποιητική της συλλογή «Στον Έρωτα Παίρνεις Σχήματα» (Γαβριηλίδης) και τον Απρίλιο του 2019 η συλλογή διηγημάτων «Απ’ Όπου Έρχεται η Βοή» (Γαβριηλίδης). Έχει συμπεριληφθεί σε ποιητικές ανθολογίες. Αρθρογραφεί σε διαδικτυακά περιοδικά.